Πέθανε η μεγάλη κυρία της Τέχνης, Μαριλένα Λιακοπούλου, ενώ σήμερα στις 14.00 θα τελεστεί από το Α’ Νεκροταφείο η νεκρώσιμος ακολουθεία.
Όπως ανάφερε η ίδια σε απόσπασμα κειμένου, με βιογραφικά στοιχεία:
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, φοίτησα στη Μαράσλειο Σχολή κι αργότερα στο Β΄ Γυμνάσιο θηλέων Αθηνών, το οποίο τελείωσα παράλληλα με το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ως κόρη του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου, έζησα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια στο χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών της γενιάς του μεσοπολέμου και γνώρισα τους διανοούμενους της μεταπολεμικής γενιάς.
Η προδιάθεση και η παιδεία για τη μετέπειτα ενασχόλησή μου με την Τέχνη υπήρχε, αλλά τον καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι τρεις εκθέσεις που διοργάνωσα στο Μέγαρο Λαμπράκη, ξεκινώντας το 1953 με τα “Ειδύλλια του Θεόκριτου” του Δημήρη Γαλάνη και συνεχίζοντας με έκθεση ζωγραφικής του Σπύρου Βασιλείου και έκθεση χαρακτικής του Α. Τάσσου. Η αρχή είχε γίνει και χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω, είχα ήδη κάνει τις επιλογές μου.
Εσπούδασα ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης κοντά στον αρχαιολόγο Ι. Παπαδημητρίου, ιστορία της βυζαντινής τέχνης με τον Μανώλη Χατζηδάκη και στη συνέχεια ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι με τον Καθηγητή της Σορβόννης Jean Laude.
Στα 1957 – 58, δημοσίευσα σειρά άρθρων στο περιοδικό “Αρχιτεκτονική” με θέμα αντικείμενα και είδωλα που φιλοτεχνήθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1600.
Το 1963 ίδρυσα την “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον”, που στεγάστηκε στο νεόκτιστο τότε ξενοδοχείο και εγκαινιάστηκε με τα “Επιθαλάμια” του Γιάννη Μόραλη. Η Εθνική Πινακοθήκη δεν είχε ακόμη αποπερατωθεί και το μέγεθος του χώρου που φιλοξενούσε την Αίθουσα, ο οποίος ενδεικνυόταν για παρουσίαση γλυπτών μεγάλου μεγέθους, στάθηκε για πολλά χρόνια ο μόνος – ίσως – κλειστός χώρος, που έδινε την ευκαιρία σε ελληνικό και ξένο κοινό να έλθει σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική γλυπτική.
Από την ίδρυση της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών (1963) μέχρι σήμερα, οι κύριες επιδιώξεις μου εστιάζονται σε τρία σημεία: την παρουσίαση των σύγχρονων ρευμάτων Τέχνης με έργα διεθνών καλλιτεχνών, την προώθηση νέων Ελλήνων δημιουργών και την παρουσίαση/πρoβoλή Ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό.
Από τις 300 περίπου ατομικές και ομαδικές εκθέσεις που πραγματοποίησε η Αίθουσα Τέχνης Αθηνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, υλοποιήθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος οι τρεις αυτές επιδιώξεις μου, που ήταν και οι αρχικοί μου στόχοι, προς τους οποίους εξακολουθώ να κινούμαι.
Η έκθεση “De Signac aux surréalistes” που πραγματοποιήθηκε το 1969 σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (επιλογή έργων του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης των Παρισίων, από τον André Malraux), έφερε χιλιάδες επισκέπτες απ’ όλη την Ελλάδα, όπως αργότερα το 1978 και το 1983 σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ιόλα, οι εκθέσεις των Max Ernst και Andy Warhol.
Από τις σημαντικότερες διεθνείς συμμετοχές της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών ήταν η παρουσίαση έργων των Α. Απέργη, Γ. Αβραμίδη, Κ. Βυζάντιου το 1975 στην Kunstmesse στη Βασιλεία κι ένα χρόνο αργότερα στην Arte Fiera στη Μπολόνια με έργα των Σπυρόπουλου, Θ. Στάμου και Σ. Σόρογκα. Από τις πιο πρόσφατες, σημειώνω αυτή στο Saon De Mars στο Παρίσι το 1991 με ατομική παρουσίαση έργων του Κ. Βυζάντιου και την ίδια χρονιά την Pal Expo στη Γενεύη, με έργα των Θ. Μανωλίδη, Μ. Μακρουλάκη και Σ. Δασκαλάκη.
Η “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον” δεν ήταν μόνο εικαστικός χώρος, αδιάφορος στα πολιτικά δρώμενα. Στο διάστημα της δικτατορίας, παρουσίασε εκθέσεις με έντονο αντιδικτατορικό κλίμα. Αποτέλεσμα, οριστική διακοπή της λειτουργίας της, για να ξανανοίξει σε άλλο χώρο, στην οδό Γλύκωνος 4 , στην πλατεία Δεξαμενής ως “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών”.