Σε ηλικία 62 ετών, έφυγε από τη ζωή μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης κουλτούρας, ο Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο. Πέθανε στο νοσοκομείο του Τέξας από πνευμονία, μια επιπλοκή που προκάλεσε ο καρκίνος του οισοφάγου που τον ταλαιπωρούσε από την άνοιξη του 2010, και εμφανίστηκε αμέσως μετά την έκδοση της αυτοβιογραφίας του με τίτλο Hitch – 22.
Οργισμένο παιδί του ’68, αντιρρησίας από επιλογή, εχθρός των συμβάσεων και πολέμιος της κοινοτοπίας, ο Χίτσενς ήταν ένας από τους πιο τολμηρούς και αμφιλεγόμενους δημόσιους διανοούμενους του καιρού μας και ένας από τους διασημότερους αμφισβητίες στον κόσμο. Στο βιβλίο του «memoir Hitch 22, Αμφισβητίας εκ πεποιθήσεως» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος) – βιβλίο έντονα πολιτικό, γραμμένο μερικές φορές με ξεκαρδιστικό χιούμορ- μιλάει για την πορεία ενός παιδιού του 1968 που ποτέ δεν έπαψε να αναθεωρεί απόψεις, να γίνεται βλάσφημος και ενοχλητικός, να υπερασπίζεται τις συχνά αιρετικές του θέσεις με επιμονή, να μην μετανιώνει για το παρελθόν και το παρόν του και να διατηρεί πεισματικά το θάρρος της γνώμης του. Στην αυτοβιογραφία του ξετυλίγει τον μίτο μιας ζωής ανήσυχης και μιας ταραγμένης πολιτικής διαδρομής: από τα κολέγια της Οξφόρδης στην Αθήνα των συνταγματαρχών, από την Κούβα του Κάστρο στην Πορτογαλία του Καρβάλιο, από τη σπαραγμένη από τον εμφύλιο Ιρλανδία πλάι στους Κούρδους μαχητές, και από τον τροτσκισμό των νιάτων του στην ανεπιφύλακτη υποστήριξη του πολέμου στο Ιράκ. Αιρετικός και βλάσφημος, δεν θα διστάσει να τα βάλει με τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Μπιλ Κλίντον και τη Μητέρα Τερέζα, να επιτεθεί με σφοδρότητα στη θρησκεία, να κατακρημνίσει προσωπικότητες όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Γκορ Βιντάλ και ο Έντουαρντ Σαΐντ.
Παράλληλα, όμως, μιλάει με θέρμη για τις μεγάλες του φιλίες, τον ποιητή Τζέιμς Φέντον και τους πεζογράφους Μάρτιν Έιμις και Σαλμάν Ρούσντι, αναπολεί με τρυφερότητα τους γονείς του, τον «υποπλοίαρχο» και την ωραία Ιβόν που αυτοκτόνησε στην Αθήνα όταν ο ίδιος ήταν 24 ετών, αυτοσαρκάζεται, αναθεωρεί. Ισορροπώντας ανάμεσα στην ευθυμία και τη μελαγχολία, την οξύτητα και τη σοβαρότητα, σκιαγραφεί πενήντα χρόνια πολιτικής και λογοτεχνικής ιστορίας με τη γραφίδα ενός συναρπαστικού λογοτέχνη κι ενός πνεύματος ανήσυχου, όσο και η εποχή μας.
Ο Βρετανός Κρίστοφερ Χίτσενς υπήρξε μία από τις πιο διάσημες δημοσιογραφικές πένες των τελευταίων δεκαετιών. Γεννήθηκε το 1949 στο Πόρτσμουθ και αποφοίτησε από την Οξφόρδη το 1970. Μπον βιβέρ, μανιώδης καπνιστής και πότης, αντιρρησίας καθ έξιν, ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα από το βρετανικό New Statesman. Στη συνέχεια μετακόμισε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, επιλέγοντας να πολιτογραφηθεί Αμερικανός πολίτης και ξεκινώντας από το 1992 τακτική συνεργασία με το Vanity Fair. Από τις πιο προκλητικές φωνές της γενιάς του, έγραψε άρθρα και ρεπορτάζ από όλον τον κόσμο για πολλά περιοδικά. Ήταν, επίσης, επισκέπτης καθηγητής στο New School της Νέας Υόρκης. Πολυγραφότατος, μεταξύ άλλων στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου» (2009), «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος» (2008), «Γράμματα σε έναν νέο αντιρρησία» (2003), «Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ» (2002), «Μητέρα Τερέζα» (2000), «Τα ελγίνεια μάρμαρα» (1988).
Πηγή: Naftemporiki.gr