Την ανησυχία της για ορισμένες πλευρές της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υλοποιείται, ύστερα και από την πρόσφατη ψήφιση του Νόμου 4375/2016, εκφράζει η Επιτροπή για θέματα Προσφύγων και Μεταναστών της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων.
Μάλιστα, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο πρόσφατος νόμος ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, “που είναι εξ ορισμού απαγορευτική για την ανάπτυξη ενός νηφάλιου διαλόγου και τη συγκροτημένη επεξεργασία των νέων ρυθμίσεων”.
Όπως έχει επισημανθεί και από οργανώσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και τα πλέον αρμόδια όργανα διεθνών οργανισμών, όπως η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, λένε σε ανακοίνωση τους, τυχόν a priori και γενικευμένη θεώρηση της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας, προς την οποία μπορούν να επιστρέφονται όλοι ανεξαιρέτως οι νεοεισελθόντες στην Ελλάδα αλλοδαποί, έρχεται σε αντίθεση με βασικές πρόνοιες και αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των προσφύγων.
Ειδικότερα, οι πρακτικές επαναπροώθησης που ακολουθεί η Τουρκία προς χώρες προέλευσης, ορισμένες εκ των οποίων είναι σε πόλεμο, παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης όταν διακυβεύονται σοβαρές προσβολές δικαιωμάτων, που φτάνουν ως την ίδια τη ζωή και την αξιοπρέπεια των προσφύγων. Εξάλλου, η αντιμετώπιση που η ίδια η γειτονική χώρα επιφυλάσσει σε πληθυσμούς υπό τη δικαιοδοσία της αντιβαίνει ευθέως στις διατάξεις για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικά για ορισμένες κατηγορίες προσφύγων.
Η ανησυχία επιτείνεται έτι περαιτέρω, λόγω της θέσπισης με τον τελευταίο νόμο μιας υπερταχείας διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, που κατά τους συντάκτες του αναμένεται να διεκπεραιώνεται σε δύο εβδομάδες και για τους δύο βαθμούς ενώπιον της Διοίκησης, ενώ, μάλιστα, τυχόν προσφυγή στα δικαστήρια δεν συνεπάγεται την αναστολή της απέλασης. Επιπλέον δεν εξασφαλίζεται η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος άσυλο για να υποστηρίξει την προσφυγή του μετά την απόρριψη της αίτησης στον πρώτο βαθμό, δεν είναι σαφείς οι όροι υπό τους οποίους θα παρέχεται στους πρόσφυγες η νομική συνδρομή και η συνδρομή διερμηνέα, ούτε και ο ακριβής ρόλος που θα έχουν σε όλη αυτή τη διαδικασία οι “ειδικοί” που θα αποσταλούν στη χώρα από άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ.
Σημειώνεται ότι η διαφοροποίηση της ακολουθούμενης διαδικασίας αναλόγως του τόπου διεξαγωγής της, δηλαδή η καθιέρωση δύο διαφορετικών συστημάτων ασύλου, ένα για τα νησιά και ένα για την ηπειρωτική χώρα, εμφανίζεται από δικαιοκρατική άποψη ιδιαιτέρως προβληματική.
Τέλος, η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρόσφατου νόμου, προϋποθέτει για την εφαρμογή της μαζικές διαδικασίες, στη βάση του εθνικού προφίλ των προσφύγων/μεταναστών, που δύσκολα συμβαδίζουν με την υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και την απαγόρευση μαζικών απελάσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, της γενικευμένης υιοθέτησης οριακών από τη σκοπιά της προστασίας των δικαιωμάτων εξαιρετικών ρυθμίσεων, τοποθετείται και η απόδοση αυξημένου ρόλου στις Ένοπλες Δυνάμεις, όχι μόνο για την αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων υποδομών αλλά ακόμα και για την παραλαβή αιτημάτων ασύλου. Τονίζεται πάντως ότι η πρώτη αναγκαιότητα που η Κυβέρνηση οφείλει άμεσα να αντιμετωπίσει είναι η πρόσβαση των προσφύγων στη διαδικασία ασύλου, που αυτή τη στιγμή είναι από δυσχερής έως ανέφικτη, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται και κάθε προοπτική ορθολογικής διαχείρισης χιλιάδων ανθρώπων που διαβιούν υπό απαράδεκτες συνθήκες σε άτυπους καταυλισμούς.
Οι Έλληνες δικηγόροι, σημειώνεται, δεν παραγνωρίζουν το μέγεθος και την οξύτητα των προβλημάτων που συνεπάγεται η έκρηξη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ούτε και τις δυσχέρειες και την πολυπλοκότητα στην εξεύρεση λύσεων σε ένα ζήτημα στο οποίο εμπλέκονται όλες οι χώρες της περιοχής και η ΕΕ αλλά και άλλοι διεθνείς “παίκτες”. Παρά ταύτα, είμαστε εκ του θεσμικού μας ρόλου υποχρεωμένοι να προειδοποιήσουμε για τους κινδύνους για την προστασία των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας, καθώς και να επισημάνουμε τη σοβαρότητα των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν και τα οποία απαιτούν συγκροτημένη αντιμετώπιση.
Ο σεβασμός του Κράτους Δικαίου, τονίζεται, δεν είναι θέμα προσωπικών στάσεων ή πολιτικών ευαισθησιών. Είναι θεσμική υποχρέωση ενός ευνομούμενου κράτους.