Η αύξηση των θανάτων από υπερβολική δόση, η συνεχιζόμενη διαθεσιμότητα νέων ψυχοδραστικών ουσιών και η αυξανόμενη απειλή για την υγεία από συνθετικά οπιοειδή υψηλής δραστικότητας, είναι μερικά από τα ζητήματα που αναδεικνύει ο οργανισμός της ΕΕ για τα ναρκωτικά (EMCDDA), ο οποίος παρουσίασε σήμερα στις Βρυξέλλες, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Έκθεση για τα Ναρκωτικά 2017: Τάσεις και εξελίξεις.
Στην Ελλάδα, η κάνναβη αναδείχθηκε ως η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη παράνομη ουσία, με τη χρήση της να επικεντρώνεται σε νεαρούς ενήλικες ηλικίας από 15 έως 34 ετών, σύμφωνα, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών στον ευρύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα, που προέρχονται από μία έρευνα σε οικογένειες που διεξήχθη το 2004 και από μία άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2006 σε τρεις πόλεις.
Επίσης, η Αθήνα συμμετέχει στις ετήσιες πανευρωπαϊκές εκστρατείες για τα αστικά λύματα, που διενεργεί η Sewerage Analysis Core Group Europe (SCORE). Αυτή η μελέτη παρέχει δεδομένα σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών σε κοινοτικό επίπεδο, με βάση τα επίπεδα διαφορετικών παράνομων ναρκωτικών και των μεταβολιτών τους στις πηγές λυμάτων. Η παρουσία μεταβολιτών κοκαΐνης και MDMA/ecstasy δείχνει ότι η χρήση διεγερτικών ήταν υψηλότερη το Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, σε σχέση με τις εργάσιμες ημέρες το 2016. Γενικά, τα επίπεδα μεταβολιτών αμφεταμίνης και MDMA ήταν χαμηλά, γεγονός που υποδεικνύει περιορισμένη χρήση αυτών των ουσιών στην ελληνική πρωτεύουσα. Μείωση των επιπέδων των παράνομων ναρκωτικών και των μεταβολιτών τους έχει αναφερθεί, επίσης, κατά την περίοδο 2014-16.
Για τα νεαρά άτομα ηλικίας από 15 έως 16 ετών, σύμφωνα με την έκθεση, υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από το Ερευνητικό Πρόγραμμα για το Αλκοόλ και άλλα Φάρμακα (ESPAD) του 2015 για τα ευρωπαϊκά σχολεία. Το 2015, τα ελληνικά αποτελέσματα αναφορικά με τη χρήση κάνναβης ήταν σαφώς κάτω από τον μέσο όρο του ESPAD (35 χώρες). Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες τάσεις δείχνουν αύξηση της χρήσης κάνναβης από μαθητές, από το 2007. Στην περίπτωση χρήσης παράνομων ναρκωτικών πέραν της κάνναβης, των ηρεμιστικών ή των ηρεμιστικών χωρίς συνταγή και των νέων ψυχοτρόπων ουσιών (NPS), τα ελληνικά αποτελέσματα ήταν παρόμοια με τον μέσο όρο ESPAD. Περίπου το 3% των Ελλήνων μαθητών ανέφεραν τη χρήση συνθετικών κανναβινοειδών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Η χρήση τσιγάρων τις τελευταίες 30 ημέρες ήταν παρόμοια με τον μέσο όρο του ESPAD. Αντίθετα, η χρήση εισπνεόμενων ουσιών ήταν πιο συχνή στους Έλληνες μαθητές.
Σε ό,τι αφορά το αλκοόλ, περίπου τα τρία τέταρτα των μαθήτων ανέφεραν ότι είχαν καταναλώσει αλκοόλ τις τελευταίες 30 ημέρες, κάτι που δείχνει αρκετά μεγαλύτερη συχνότητα από τον μέσο όρο για όλες τις χώρες. Τέλος, ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο ESPAD ανέφερε ότι κατά την ίδια περίοδο προχώρησε σε «βαριά» κατανάλωση αλκόολ.
Σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών υψηλού κινδύνου στην Ελλάδα, κυρίως ηρωίνης, σύμφωνα με στοιχεία που είναι διαθέσιμα από ετήσιες εκτιμήσεις, από το 2002, αυτή έχει μειωθεί από το 2010. Τα τελευταία χρόνια, η χρήση ενδοφλέβιας ηρωίνης μειώθηκε από 44% το 2006 σε 33% το 2015. Ο αριθμός των ατόμων που εισέρχονται για πρώτη φορά στη θεραπεία ως αποτέλεσμα της χρήσης ηρωίνης μειώθηκε κατά το ήμισυ κατά τα τελευταία έτη, ενώ ο αριθμός των αιτήσεων θεραπείας που σχετίζονται με την κάνναβη αυξήθηκε.
Τέλος, μετά από μία περίοδο συνεχούς μείωσης των θανάτων που οφείλονται στα ναρκωτικά από το 2005, η Ελληνική Αστυνομία διαπίστωσε αύξηση το 2015. Η πλειοψηφία των επιβεβαιωμένων θανάτων αφορούσε κυρίως άνδρες ηλικίας άνω των 30 ετών και οφειλόταν σε χρήση οπιούχων. Το 2015, το ποσοστό θνησιμότητας για όλες τις ηλικίες ανερχόταν στους 8,7 θανάτους ανά εκατομμύριο, δηλαδή κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (14,3 θάνατοι ανά εκατομμύριο).