Πριν από περίπου δέκα χρόνια εκτιμάται ότι είχε ξεκινήσει η δράση μελών της εγκληματικής οργάνωσης που εμπλέκονται σε τουλάχιστον 93 περιπτώσεις λαθρανασκαφής, μεταφοράς και πώλησης αρχαίων αντικειμένων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν εκτιμάται από την Αστυνομία, πως ξεπερνά τα 650.000 ευρώ. Επιπλέον, σύμφωνα με την Αστυνομία, διακριβώθηκε, ο ενεργός και ουσιαστικός ρόλος, καθώς και η συμμετοχή τεσσάρων οίκων δημοπρασιών του εξωτερικού, στη παράνομη διακίνηση, αρχαίων αντικειμένων.
Σύμφωνα με την Αστυνομία έχουν ήδη συλληφθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Κόρινθο, Τρίκαλα, Λάρισα, Λαμία, Δράμα, Προμαχώνα και Ρόδο,25 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των όποιων είναι και τα αρχηγικά μέλη. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 22 Έλληνες, ηλικίας από 27 έως 69 ετών, μια 54χρονη Ελληνίδα, μια 33χρονη Γεωργιανή και μια 51χρονη Γερμανίδα, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία, κακουργηματικού χαρακτήρα.
Ειδικότερα, η δικογραφία περιλαμβάνει, τα κατά περίπτωση αδικήματα, της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματικής οργάνωση, της παράβαση της νομοθεσίας περί αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς, της διάπραξης διακεκριμένων κλοπών, της υπεξαίρεσης μνημείων κατ' επάγγελμα, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, της παράβασης της νομοθεσίας περί καταχραστών Δημοσίου και της παράβασης της νομοθεσίας περί όπλων.
Οι ίδιες κατηγορίες βαρύνουν ακόμη τέσσερις ιδιοκτήτες μεγάλων οίκων δημοπρασιών του εξωτερικού, καθώς και 27 συνεργούς των συλληφθέντων, από τους οποίους έχουν ταυτοποιηθεί τα πλήρη στοιχεία των 14. Πρόκειται για 12 Έλληνες, ηλικίας από 26 μέχρι και 65 ετών, έναν 53χρονο Βούλγαρο και έναν 42χρονο Αλβανό.
Μάλιστα, για την υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία υποβολής αιτήματος για την παροχή δικαστικής συνδρομής από τις Αρχές της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ελβετίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Βουλγαρίας.
Σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν ο γενικός περιφερειακός αστυνομικός διευθυντής Δυτικής Ελλάδας, υποστράτηγος Φώτης Τσόλκας, ο αστυνομικός διευθυντής Αχαΐας, ταξίαρχος Ιωάννης Σεϊντής, ο διοικητής της Ασφαλείας Πατρών, αστυνομικός διευθυντής Απόστολος Μαρτζάκλης και ο προϊστάμενος του γραφείου ενημέρωσης δημοσιογράφων, αστυνόμος Α΄ Χαράλαμπος Σφέτσος, αναφέρθηκε ότι οι έρευνες των αστυνομικών για την σύλληψη των μελών της εγκληματικής οργάνωσης διήρκεσαν για χρονικό διάστημα 14 μηνών.
Βρέθηκαν 2.024 αρχαία νομίσματα, 126 αρχαία αντικείμενα. όπως ειδώλια δακτυλίδια – σκουλαρίκια – πόρπες, ένα γυάλινο βολβόσχημο αγγείο, πέντε βυζαντινές εικόνες, ένας σταυρός βυζαντινός, δύο σπαθιά, ένα κυονόκρανο.
Ακόμη, βρέθηκαν δύο αρχαία αγάλματα, μεσαιωνικά εποχής Φράγκων, ύψους ενός μέτρου και 60 εκατοστών, που απεικονίζουν έναν άνδρα πολεμιστή και μία γυναίκα, τα οποία εντοπίστηκαν κρυμμένα σε πηγάδι στη Νεμέα Κορινθίας (δείτε τα αγάλματα στο βίνετο που ακολουθεί, στο τέλος του κειμένου).
Όλα τα αρχαία αντικείμενα που βρέθηκαν, χρονολογούνται από το 600 π.Χ. έως και το 1700 μ.Χ.
Η δράση του κυκλώματος
Όσον αφορά στον τρόπο που δρούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες. Σύμφωνα με την Αστυνομία, στο πρώτο στάδιο ιεράρχησης βρίσκονταν οι λαθρανασκαφείς, οι οποίοι δρούσαν σε πολλές περιοχές της χώρας. Ειδικότερα, επέλεγαν τόπους για λαθρανασκαφή, οι οποίοι ήταν κυρίως κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους ή ακόμα και μέσα σε αυτούς. Επίσης, επέλεγαν τοποθεσίες για τις οποίες είχαν συλλέξει πληροφορίες, για πιθανή ύπαρξη αρχαιοτήτων, είτε από άλλα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, είτε μέσω του διαδικτύου με δορυφορική απεικόνιση των τοποθεσιών.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μηχανήματα ανίχνευσης υπεδάφους και σκαπτικά εργαλεία, προχωρούσαν σε λαθρανασκαφές, κυρίως βραδινές ώρες, ώστε να μην γίνονται εύκολα αντιληπτοί.
Κατόπιν, ανελάμβαναν δράση οι μεσάζοντες, οι οποίοι, αφού εκτιμούσαν πρώτα τα αρχαία αντικείμενα, στη συνεχεία αναλάμβαναν την πώλησή τους.
Οι μεσάζοντες, είτε αγόραζαν οι ίδιοι τα αρχαία αντικείμενα από τους λαθρανασκαφείς και τα πωλούσαν στα αρχηγικά στελέχη της οργάνωσης, είτε μεσολαβούσαν για να πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ των αγοραστών και των λαθρανασκαφέων και έπαιρναν ποσοστό από την πώλησή τους.
Επίσης, ορισμένοι από τους μεσάζοντες, είχαν διπλό ρόλο και συγκεκριμένα εκτός της μεσολάβησης για την πώληση των αρχαιοτήτων, πραγματοποιούσαν και οι ίδιοι λαθρανασκαφές.
Όσον αφορά στα αρχηγικά στελέχη, αυτά συγκέντρωναν αρχαιότητες, τις οποίες εξήγαγαν και τις παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών ή απευθείας σε αλλοδαπούς ιδιώτες αγοραστές.
Σε περίπτωση που η μεταφορά των αρχαίων αντικειμένων, ήταν δύσκολη λόγω του όγκου τους, είτε τα απέστελλαν με δέμα στο εξωτερικό, είτε έρχονταν, οι ίδιοι οι αλλοδαποί αγοραστές στην Ελλάδα, με δικά τους μεταφορικά μέσα και τα αγόραζαν.
Τα αρχηγικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης, επικοινωνούσαν απευθείας, τόσο με τους υπεύθυνους και τους ιδιοκτήτες των οίκων δημοπρασιών, όσο και με αλλοδαπούς ιδιώτες αγοραστές, πωλώντας τα αρχαία αντικείμενα σε πολλαπλάσια τιμή από αυτή που κατέβαλλαν για την αγορά τους.
Σχετικά με τους οίκους δημοπρασίας, έχει αποδειχθεί ότι έχουν τοποθετηθεί σε αυτούς αρχαία ελληνικά νομίσματα, μερικά από τα οποία εξακριβώθηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας, επακριβώς η πορεία τους ως ειδικότερα:
-
η ημέρα και ο τόπος που διενεργήθηκε η λαθρανασκαφή,
-
τα άτομα που τα αποκάλυψαν και τα αφαίρεσαν,
-
ο μεσάζων που διαχειρίστηκε την αγοραπωλησία,
-
ο αγοραστής που τα αγόρασε στην Ελλάδα,
-
το ακριβές χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά τους,
-
ο τρόπος που εξήχθησαν από την Χώρα,
-
η δημοπράτηση τους σε συγκεκριμένους καταλόγους οίκων, καθώς και το τελικό ποσό πώλησης τους.
Για τα νομίσματα που έχει αποδειχθεί, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, η ακριβή πορεία τους, από τον τόπο της λαθρανασκαφής μέχρι και την δημοπρασία τους, τα αρχηγικά στελέχη ακολουθούσαν συγκεκριμένη τακτική.
Συγκεκριμένα, για να καταφέρουν να τα παρουσιάσουν στον κατάλογο του οίκου δημοπρασίας, προσκόμιζαν πλαστούς τίτλους κατοχής, στους οποίους αναφέρονταν γενικά και αόριστα, ότι τα νομίσματα προέρχονταν από ιδιωτική συλλογή, διαμορφωμένη στην Ευρώπη. Στην συνέχεια, σύμφωνα με την Αστυνομία, ο οίκος δημοπρασίας δεχόταν τον τίτλο αυτόν, δημοπρατούσε το νόμισμα, αναγράφοντας στην περιγραφή των νομισμάτων την αόριστη αυτή προέλευση.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, σε κάθε περίπτωση ο οίκος δημοπρασίας γνώριζε τον πραγματικό κάτοχο και κομιστή των νομισμάτων, καθώς επικοινωνούσαν απευθείας μαζί του αποστέλλοντάς του μάλιστα και λίστα με τα νομίσματά του, που είχαν τοποθετηθεί στην δημοπρασία.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών και κρατούνται, προκειμένου να οδηγηθούν την Παρασκευή στον ανακριτή, για να απολογηθούν.