Πρόσφατα η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) έλαβε μία πρωτοφανή απόφαση: η ανάθεση των δύο επόμενων διοργανώσεων των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, το 2024 και το 2028, θα γίνει ταυτόχρονα (υπό την αίρεση της έγκρισης της απόφασης από τα μέλη της ΔΟΕ, στις 12 Ιουλίου). Ο λόγος; Η έλλειψη υποψήφιων πόλεων που να είναι πρόθυμες να φιλοξενήσουν το κορυφαίο αθλητικό γεγονός του κόσμου…
Μοιάζει απίστευτο, αν το σκεφτεί κανείς: Μέχρι πριν λίγα χρόνια το να διεκδικεί μία πόλη τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν από μόνο του μία κίνηση υψηλού συμβολισμού, και συνοδευόταν από μία καμπάνια προώθησης της κάθε πόλης που ανέβαζε το πρεστίζ της στα ύψη. Οι μάχες που δίνονταν για τη διεκδίκηση της διοργάνωσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις συναρπαστικές (όλοι θυμόμαστε τη διαδικασία μέσα από την οποία αναδείχθηκε η Αθήνα ως διοργανώτρια πόλη για το 2004). Κάθε πόλη ονειρευόταν μία τέτοια τιμή.
Όμως πλέον η τάση αυτή έχει αναστραφεί. Για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2022 υπήρχαν μόλις δύο υποψήφιοι: Το Πεκίνο και το Αλμάτι, με την κινεζική πρωτεύουσα να κερδίζει στην ψηφοφορία για τέσσερις ψήφους τη μεγαλύτερη πόλη του Καζακστάν. Για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 και του 2028 τα πράγματα έμοιαζαν καλύτερα, αφού υποψήφιοι υπήρχαν, και μάλιστα αρκετοί. Μέχρι που ένας-ένας άρχισαν να κάνουν πίσω. Και οι λόγοι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κυρίως (ή αμιγώς) οικονομικοί.
Πώς φτάσαμε στις δύο υποψηφιότητες
Από τις πολλές πόλεις που εκδήλωσαν φιλολογικό ενδιαφέρον για τη διοργάνωση του 2024 (μεταξύ αυτών η Βοστόνη, η Ουάσινγκτον, το Βερολίνο, η Μαδρίτη, η Μελβούρνη, η Κωνσταντινούπολη και το Τορόντο), στη διαδικασία της επίσημης υποψηφιότητας πέρασαν οι πέντε: Αμβούργο, Βουδαπέστη, Λος Άντζελες, Παρίσι και Ρώμη.
Πρώτο απέσυρε την υποψηφιότητά του το Αμβούργο. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς: σε τοπικό δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 29 Νοεμβρίου του 2015 οι πολίτες του Αμβούργου ψήφισαν σε ποσοστό 51,6% κατά της ανάληψης της διοργάνωσης.
Ακολούθησε τον Οκτώβριο του 2016 η Ρώμη. Λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της ως δημάρχου της ιταλικής πρωτεύουσας, η προερχόμενη από το Κόμμα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, Βιρτζίνια Ράτζι, ανακοίνωσε και επισήμως την αναστολή της υποψηφιότητας, στην οποία είχε εναντιωθεί σε όλη την προεκλογική της εκστρατεία, επικαλούμενη τα οικονομικά προβλήματα που έχουν αντιμετωπίσει άλλες πόλεις που φιλοξένησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ρώμη, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Ράτζι, έχει χρέη ύψους 13 δισ. ευρώ και «δεν μπορεί να σηκώσει κι άλλο χρέος για να χτίσει καθεδρικούς στην έρημο».
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι οι υποψήφιες πόλεις θα ήταν τελικά τρεις, η Βουδαπέστη έκανε την έκπληξη: στις 22 Φεβρουαρίου του 2017 απέσυρε και αυτή την υποψηφιότητά της. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν επρόκειτο ακριβώς περί έκπληξης: οι αντιδράσεις για τα σχέδια της κυβέρνησης του Βίκτορ Ορμπάν ήταν τεράστιες, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και πολλές οργανώσεις να κατηγορούν τον Ούγγρο πρωθυπουργό για διαφθορά και κατασπατάληση χρημάτων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την Υγεία και την Παιδεία. Στο αποκορύφωμα των αντιδράσεων αυτών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι οργανώσεις συσπειρώθηκαν, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έγκριση της υποψηφιότητας. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Βέβαια, ούτως ή άλλως θα ήταν δύσκολο για τη μικρή Βουδαπέστη των 1,8 εκατομμυρίων κατοίκων να επικρατήσει στην τελική ψηφοφορία απέναντι σε δύο πόλεις-μεγαθήρια, όπως το Παρίσι και το Λος Άντζελες.
Και έτσι φτάσαμε στις δύο αυτές υποψηφιότητες. Παρίσι και Λος Άντζελες ερίζουν για τη διοργάνωση του 2024, όμως το πιθανότερο σενάριο πλέον είναι να μείνουν και οι δύο ικανοποιημένες, με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να αναθέτει στη μία πόλη τη διοργάνωση του 2024 και στην άλλη αυτήν του 2028 – άλλωστε, δεν υπάρχουν άλλες υποψήφιες πόλεις για τη χρονιά εκείνη.
Επομένως, το δύσκολο για αυτές τις δύο πόλεις δεν είναι πια το πώς θα φιλοξενήσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά το πώς θα πείσουν τους κατοίκους τους ότι η διοργάνωση που θα φιλοξενηθεί στην πόλη τους θα είναι επωφελής γι’ αυτήν και δε θα οδηγήσει σε μία οικονομική καταστροφή…