Ιδιωτικό Δίκαιο: σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλ. μεταξύ προσώπων που δεν ασκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση κρατική εξουσία, αλλά συμμετέχουν ως ίσοι στις έννομες σχέσεις. Κύριοι κλάδοι του : Αστικό, Εμπορικό, Εργατικό Δίκαιο και Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Δηλαδή το ιδιωτικό δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις και τα δικαιώματα των ιδιωτών, των απλών πολιτών και όχι τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και κρατικών φορέων και υπηρεσιών
Αστικό Δίκαιο: Κλάδος του Ιδιωτικού Δικαίου, που περιέχει κανόνες για τη ρύθμιση εννόμων σχέσεων προσώπων που ενεργούν ως ιδιώτες. Ο Αστικός Κώδικας, η κύρια νομοθετική έκφραση του Αστικού Δικαίου, διαιρείται στα εξής βιβλία: Γενικές Αρχές (άρθρα 1-286), Ενοχικό Δίκαιο (287-946), Εμπράγματο Δίκαιο (947-1345), Οικογενειακό Δίκαιο (1346-1709) και Κληρονομικό Δίκαιο (1710-2435). Όπου υπάρχει το ΑΚ σημαίνει Αστικός Κώδικας.
Γενικές Αρχές: Κλάδος του Αστικού Δικαίου, που περιέχει γενικούς κανόνες, οι οποίοι ισχύουν για όλες τις αστικές έννομες σχέσεις και εφαρμόζονται και στους υπόλοιπους κλάδους του Αστικού Δικαίου.
Καλή πίστη: η ευθύτητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές και γενικότερα στην κοινωνική συμβίωση.
Χρηστά ήθη: οι κρατούσες αντιλήψεις του μέσου, χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για το ποιά συμπεριφορά ανταποκρίνεται στην κοινωνική ηθική, η οποία γίνεται αποδεκτή σε μια ορισμένη εποχή, σε έναν ορισμένο τόπο και από έναν ορισμένο κύκλο προσώπων.Συναλλακτικά ήθη: οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι συμπεριφοράς, οι οποίοι ακολουθούνται σε ορισμένο τόπο, κατηγορία συναλλαγών ή επαγγελματικό κύκλο.
ΠΡΟΣΩΠΑ (Φυσικά – Νομικά)
Ικανότητα Δικαίου: η ικανότητα να είναι κανείς υποκείμενο δικαίου, φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλ. πρόσωπο. Δηλαδή όταν κάποιος μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις βάσει του νόμου, τότε λέμε ότι έχει ικανότητα δικαίου.
Πρόσωπο (Φυσικό & Νομικό): το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται η λειτουργία του Δικαίου. Το πρόσωπο είναι υποκείμενο δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και εννόμων καταστάσεων. Δηλαδή είτε ένα σωματείο είτε ένα ίδρυμα μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από το νόμο. Το πρόσωπο στο Αστικό Δίκαιο μπορεί να είναι: Φυσικό (δηλ. κάθε άνθρωπος) και Νομικό: α) ένωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού (σωματείο), β) σύνολο περιουσία που έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, που απέκτησε προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος (ίδρυμα – πρβλ. ΑΚ 61).
Κατοικία: το πρόσωπο έχει κατοικία στον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του (ΑΚ 51).
Ιθαγένεια: ο νομικός δεσμός ενός προσώπου με ορισμένη Πολιτεία, αποτελεί σημαντικό στοιχείο εξατομίκευσης του προσώπου.
Ικανότητα για δικαιοπραξία: η ικανότητα του ανθρώπου να καταρτίζει ο ίδιος δικαιοπραξίες, δηλαδή συμβάσεις.
Kριτήρια περιορισμού της ικανότητας για δικαιοπραξία: η ηλικία και η υγεία (σωματική και πνευματική). Δηλαδή μπορεί κάποιος να μην μπορεί να καταρτίσει μία σύμβαση λόγω του ότι είναι ανήλικος ή η πνευματική του κατάσταση είναι τέτοια που δεν είναι σε θέση να καταρτίσει τη δικαιοπραξία.
Δικαστική συμπαράσταση: έχει δύο μορφές:
α)Στερητική Δικαστική Συμπαράσταση: η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο πρόσωπο και κατά τη διάρκεια της οποίας είναι ανίκανο για μερικές (μερική) ή όλες (πλήρης) τις δικαιοπραξίες, ενώ το αντιπροσωπεύει ο δικαστικός συμπαραστάτης του.
Όταν κάποιος λόγω προβλημάτων στην πνευματική ή ψυχολογική του κατάσταση δεν μπορεί να καταρτίσει ορισμένες ή και όλες τις συμβάσεις που τον αφορούν, οπότε το Δικαστήριο με απόφασή του ορίζει κάποιο άλλο πρόσωπο, συγγενή του ή φίλο του να τον αντιπροσωπεύει. Αυτός είναι ο Δικαστικός συμπαραστάτης, όπως ονομάζεται στο νόμο.
β)Επικουρική Δικαστική Συμπαράσταση: η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ορισμένο πρόσωπο και κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να επιχειρήσει ορισμένες (μερική) ή οποιαδήποτε (πλήρης) σύμβαση, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη.
Δηλαδή, επειδή το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρόσωπο που θέλει να καταρτίσει μία σύμβαση δεν είναι σε κατάλληλη πνευματική ή ψυχολογική κατάσταση για να το πράξει ορθά, οπότε σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται την προηγούμενη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του, δηλαδή του αντιπροσώπου του.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Έννομη σχέση: η σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο ή προς ένα πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το Δίκαιο.
Το έννομο συμφέρον είναι ένα συμφέρον που προστατεύεται από τους νόμους (δίκαιο), αλλά δεν είναι ακόμη δικαίωμα γιατί δεν έχει αποφανθεί η δικαιοσύνη που έχει και την εξουσία επ’ αυτού.
παράδειγμα: Ένας πολίτης έχει έννομο συμφέρον ν’ ασκήσει μία αγωγή για να ζητήσει τη διανομή ενός ακινήτου που κληρονόμησε στο οποίο έχει ένα ποσοστό εξ αδιαιρέτου, αλλά δεν έχει ακόμη το δικαίωμα, διότι η Δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη αποφασίσει επ’ αυτού. Όταν βγει η αντίστοιχη δικαστική απόφαση, τότε θα έχει πλέον το Δικαίωμα για τη διανομή του ακινήτου.
Θεσμός: σύνολο σχέσεων και καταστάσεων, οι οποίες γίνονται αποδεκτές και ρυθμίζονται από το δίκαιο – που τις ανάγει σε έννομες – και στις οποίες αναγνωρίζεται από την κοινωνία κάποια ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα έχουμε το θεσμό του Γάμου, ο οποίος θεσμός απαρτίζεται από διάφορες σχέσεις και καταστάσεις που ρυθμίζει ο νόμος, όπως το δικαίωμα της διατροφής, η συμμετοχή του κάθε συζύγου στα όσα περιουσιακά στοιχεία ή χρήματα αποκτήθηκαν μέσα στο γάμο κ.ά.
Δικαίωμα: η εξουσία που απονέμεται από το Δίκαιο σε ένα πρόσωπο για την ικανοποίηση εννόμων συμφερόντων του. Δηλαδή, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι ένα πρόσωπο έχει δικαίωμα π.χ για διατροφή ή δικαίωμα ν’ αναγνωρισθεί η κυριότητά του σε ένα ακίνητο. Δηλαδή το Δικαστήριο απονέμει στο πρόσωπο την νόμιμη εξουσία να φροντίσει για την ικανοποίηση των συμφερόντων του.
Διακρίσεις δικαιωμάτων: οι κυριότερες:
- Εξουσιαστικά(παρέχουν εξουσία πάνω σε πράγμα ή άλλο αγαθό) και διαπλαστικά(παρέχουν τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής πάνω σε έννομη σχέση ή κατάσταση). Για παράδειγμα εξουσιαστικό είναι το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, καθώς δίνει εξουσία στο αγαθό της γονικής μέριμνας απέναντι στο παιδί. Ενώ διαπλαστικό είναι το δικαίωμα με το οποίο, αυτός που το έχει μπορεί να μεταβάλει και μόνος του μία έννομη σχέση. Για παράδειγμα ο εργαζόμενος, μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, δηλαδή να την τερματίσει και αυτό είναι ένα διαπλαστικό δικαίωμα.
- Απόλυτα(όλοι οφείλουν να απέχουν από κάθε προσβολή τους – ισχύουν έναντι όλων) Πιο αναλυτικά, απόλυτα είναι όσα παρέχουν άμεση και αποκλειστική εξουσία πάνω σε πράγματα, άϋλα αγαθά και πρόσωπα, έτσι ώστε όλοι είναι υποχρεωμένοι να τα σέβονται και να μην τα προσβάλλουν π.χ. δικαίωμα κυριότητας, δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, δικαίωμα προσωπικότητας και σχετικά(συγκεκριμένο πρόσωπο υποχρεώνεται σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή)
Πιο αναλυτικά, σχετικά είναι όσα δικαιώματα δίνουν στο δικαιούχο την εξουσία να ζητήσει από κάποιον άλλο να πράξει ή να παραλείψει κάτι π.χ. δικαίωμα διατροφής, δικαιώματα που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας, το δάνειο, τη μίσθωση κτλ.
- Eνοχικά, εμπράγματα, οικογενειακά, κληρονομικά
- Aμεταβίβαστα(δεν μπορούν να μεταβιβασθούν) και μεταβιβαστά (μπορούν να μεταβιβασθούν)
- Προσωποπαγή (ανήκουν πάντα σε ορισμένο δικαιούχο, π.χ το δικαίωμα διαζυγίου) και πραγματοπαγή (ανήκουν στον εκάστοτε κύριο ή νομέα ενός πράγματος, π.χ δικαίωμα από λαχείο)
- Διαιρετά(μπορούν να ανήκουν σε περισσότερα πρόσωπα από κοινού κατά ιδανικά μέρη, π.χ δικαίωμα κυριότητας, συνιδιοκτησία σε πράγμα ή ακίνητο) και αδιαίρετα(δεν μπορούν να διαιρεθούν κατά ιδανικά μέρη, π.χ συζυγικά δικαιώματα)
- Κύρια (υπάρχουν αυτοτελώς, π.χ το δικαίωμα ιδιοκτησίας) και παρεπόμενα (εξαρτώνται από ένα κύριο δικαίωμα, π.χ δικαίωμα ενεχύρου ή υποθήκης που εξαρτώνται από το κύριο δικαίωμα της κυριότητας.
Κτήση δικαιώματος: σύνδεση του δικαιώματος με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί τον φορέα του, για παράδειγμα απόκτηση κληρονομίας.
Άσκηση δικαιώματος: η χρησιμοποίηση από τον δικαιούχο της εξουσίας που του παρέχει το δικαίωμα. Δηλαδή αυτός που έχει το δικαίωμα το χρησιμοποιεί.
Αποδυνάμωση δικαιώματος: ο αποκλεισμός άσκησης του δικαιώματος, επειδή ο δικαιούχος για μεγάλο χρονικό διάστημα αδιαφόρησε για την τύχη του και ανέχτηκε αντιτιθέμενες σ’αυτό καταστάσεις. Δηλαδή κάποιος για πολλές δεκαετίες έχει εγκαταλείψει στην τύχη του ένα οικόπεδο ιδιοκτησίας του και δεν ασχολείται ποτέ και καθόλου με αυτό, οπότε το δικαίωμά του επάνω στο οικόπεδο αρχίζει και αποδυναμώνεται.
Κατάχρηση δικαιώματος: η άσκηση ενός δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή με τρόπο που υπερβαίνει τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό.
Π.χ. ο νόμος απαιτεί οι σύζυγοι να ζουν μαζί. Εάν όμως σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση ο ένας από τους συζύγους πάσχει από κάποια σοβαρή μεταδοτική ασθένεια, δεν μπορεί να αξιώσει από τον άλλο να ζήσει μαζί του, γιατί αυτή η αξίωση αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος.
Αξίωση: “το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη”. Η αξίωση είναι είδος δικαιώματος, όμως η έννοια του δικαιώματος είναι ευρύτερη από αυτή της αξίωσης, καθώς από ένα δικαίωμα μπορούν να απορρέουν περισσότερες ή και καμία αξιώσεις. Η αξίωση δηλαδή είναι μία από τις εκφάνσεις του δικαιώματος.
Αγωγή: το δικαίωμα του προσώπου να ζητήσει από την Πολιτεία δικαστική βοήθεια. Είναι δικαίωμα Δημοσίου Δικαίου και υποχρεώνει την Πολιτεία να παράσχει δικαστική προστασία. Προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 20).
Ένσταση: -με την ουσιαστική έννοια: ένα μέσο άμυνας κατά την άσκηση μιας αξίωσης, που συνίσταται στην εξουσία εκείνου κατά του οποίου ασκείται η αξίωση να αρνηθεί την πράξη ή παράλειψη που αξιώνει απ’αυτόν ο δικαιούχος. Δηλαδή ο ένας σύζυγος έχει την αξίωση από τον άλλο σύζυγο να μείνει μαζί του στην ίδια στέγη ενώ πάσχει από σοβαρή μεταδοτική ασθένεια, όμως ο άλλος σύζυγος προβάλει ένσταση έναντι του άλλου συζύγου, υπό την έννοια ότι ο άλλος δεν μπορεί να έχει τέτοια αξίωση, καθώς η συγκατοίκηση θα έχει ως συνέπεια να μεταδοθεί η σοβαρή ασθένεια και στον άλλο, υγιή μέχρι στιγμής σύζυγο.
-με τη δικονομική έννοια: διαδικαστική πράξη, η άσκηση της οποίας αποβλέπει στην απόκρουση της αγωγής και υπεράσπιση του εναγομένου. Δηλαδή σε μία αγωγή, κάποιος (δηλαδή ο εναγόμενος, αυτός κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή) μπορεί να προβάλει την ένσταση της αοριστίας της αγωγής, ότι δηλαδή η περιγραφή των γεγονότων δεν είναι σαφής και ορισμένη και αυτό γίνεται προκειμένου ν’ αμυνθεί έναντι του άλλου προσώπου που ασκεί την αγωγή εναντίον του.
Αυτοδικία: (στο Αστικό Δίκαιο) ικανοποίηση μιας αξίωσης από τον δικαιούχο αυτοδύναμα και χωρίς τη βοήθεια της αρχής, εφ’όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η ΑΚ 282. Για παράδειγμα για να είναι νόμιμη η αυτοδικία θα πρέπει να υπάρχει κίνδυνος, από την αναβολή, να ματαιωθεί ή να γίνει πολύ δύσκολη η ικανοποίηση της αξίωσης π.χ. κάποιος πέφτει θύμα κλοπής σε απόμερο μέρος και επομένως δικαιολογείται η άμεση και με τη βία προσπάθεια να πάρει πίσω τα κλοπιμαία.
Άμυνα: (στο Αστικό Δίκαιο) η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον, για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου (ΑΚ 284).Κατάσταση Ανάγκης: (στο Αστικό Δίκαιο) καταστροφή ξένου πράγματος εφ’όσον είναι αναγκαία για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου (ΑΚ 285). Π.χ. σπάω την εξώπορτα του διαμερίσματος που βρίσκεται πάνω από το δικό μου για να σταματήσω διαρροή νερού που απειλεί και το δικό μου διαμέρισμα.
Διάθεση: η πράξη του δικαιούχου που έχει σαν συνέπεια μια μεταβολή, που συνίσταται στην απόσβεση, μεταβίβαση, αλλοίωση ή επιβάρυνση ενός υφισταμένου δικαιώματος. Για παράδειγμα διάθεση δικαιώματος είναι η πώληση, αφού μεταβιβάζεται η κυριότητα ενός πράγματος σε άλλο πρόσωπο.
Παραγραφή: ο θεσμός του Δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο μια αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από το νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβήνεται η αξίωση, αλλά ο οφειλέτης μπορεί να αρνηθεί την παροχή. Π.χ. αν κάποιος προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μου, έχω αξίωση να στραφώ εναντίον του. Αν την αξίωση αυτή δεν την ασκήσω μέσα στα χρονικά πλαίσια που ορίζει ο νόμος, παραγράφεται και δεν είναι πλέον δικαστικά επιδιώξιμη, χωρίς βεβαίως να θίγεται το εμπράγματο δικαίωμα της ιδιοκτησίας μου.
Αποσβεστική προθεσμία: το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα και με την άπρακτη παρέλευση του οποίου το δικαίωμα αποσβήνεται, δηλαδή δεν υφίσταται πλέον.
ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ
Δικαιοπραξία: “δήλωση βουλήσεως που κατευθύνεται στην παραγωγή κάποιου εννόμου αποτελέσματος, το οποίο επέρχεται, γιατί το θέλησε ο δηλών” Δηλαδή Δικαιοπραξία είναι μία σύμβαση, π.χ σύμβαση πώλησης, μίσθωσης κλπ.
Δήλωση βουλήσεως: εξωτερίκευση ορισμένης βουλήσεως, έτσι ώστε να καταστεί γνωστή και να παραχθούν τα έννομα αποτελέσματα που προβλέπονται από το νόμο. Για παράδειγμα δήλωση βουλήσεως αποτελεί η διαθήκη, με την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα, αφού η περιουσία του αποβιώσαντος περνάει στον κληρονόμο του σύμφωνα με τη τελευταία δήλωση βουλήσεως του, δηλαδή τη διαθήκη.
Οιονεί δικαιοπραξία: η εξωτερίκευση βουλήσεως, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας, ανεξάρτητα από το αν ο πράττων την επεδίωξε, μόνο επειδή αυτό προβλέπεται νομοθετικά.
Για παράδειγμα, η όχληση δανειστή προς οφειλέτη (εξώδικο που κοινοποιεί ο δανειστής στον οφειλετη) είναι οιονεί δικαιοπραξία, διότι είναι ανθρώπινη πράξη που επιτρέπει το Δίκαιο (νόμιμη πράξη δικαίου),αλλά το αποτέλεσμα που επιδιώκει αυτός που την τελεί (είσπραξη της απαιτήσεως από τον οφειλέτη) δεν είναι η έννομη συνέπεια που επέρχεται. Δηλαδή δεν σημαίνει ότι με το εξώδικο ο δανειστής θα επιτύχει την είσπραξη της απαιτήσεως που έχει από τον οφειλέτη.
Δικαιοπρακτική παράλειψη: παράλειψη δικαιοπρακτικής δήλωσης βούλησης, η οποία εξομοιώνεται από το νόμο ως προς τα αποτελέσματα με ενέργεια δικαιοπραξίας.
Δικαιοπρακτική παράλειψη, που συµπληρώνεται µε διάταξη του νόµου. Π.χ. συµφωνήθηκε ο Α να εργασθεί στην επιχείρηση του Β, αλλά δεν συµφωνήθηκε µισθός. Σύµφωνα µε το άρθρο 649 ΑΚ λογίζεται ότι σιωπηρά έχει συµφωνηθεί µισθός, διότι η εργασία κατά τις συνηθισµένες περιστάσεις παρέχεται µόνο µε µισθό.
Προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας: προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (σύμβασης) για να είναι αυτή έγκυρη.
Όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας: όροι που πρέπει να συντρέξουν μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (σύμβασης) για να αποκτήσει αυτή ενέργεια, δηλαδή για να μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
Τύπος: το μέσο με το οποίο απαιτείται μερικές φορές – από το νόμο ή με τη συμφωνία των μερών – να εξωτερικεύεται η δήλωση βουλήσεως. Για παράδειγμα για τη μεταβίβαση ακινήτου απαιτείται έγγραφος τύπος, δηλαδή συμβολαιογραφική πράξη.
Απευθυντέα δήλωση βουλήσεως: η δήλωση βουλήσεως που αποκτά νομική ισχύ από τη στιγμή που θα περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί. Για παράδειγμα η καταγγελία σύμβασης εργασίας πρέπει να απευθύνεται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη στο άλλο αντίστοιχα μέρος της σύμβασης εργασίας προκειμένου να έχει έννομα αποτελέσματα.
Διακρίσεις δικαιοπραξιών: οι κυριότερες:
- Μονομερείς (περιέχουν τη δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου, π.χ η διαθήκη) και πολυμερείς (περιέχουν περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως, π.χ η πώληση, η μίσθωση κλπ)
- Απευθυντέες(απαιτείται η περιέλευση της δήλωσης βούλησης σε κάποιο πρόσωπο, πχ πώληση ο πωλητής δηλώνει τη βούλησή του για την πώληση στον αγοραστή) και μη απευθυντέες (δεν απαιτείται αυτή η περιέλευση, π.χ η διαθήκη)
- Εν ζωή (οι συνέπειες επέρχονται όσο ζει ο δικαιοπρακτών, δηλαδή αυτός που καταρτίζει τη σύμβαση, δωρεά εν ζωή) και αιτία θανάτου (οι συνέπειες επέρχονται μετά το θάνατο του δικαιοπρακτούντος, π.χ διαθήκη)
- Ενοχικές (μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα, π.χ η σύμβαση πώλησης) και εμπράγματες (μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα). Οι ενοχικές δικαιοπραξίες. είναι ταυτόχρονα υποσχετικές(ιδρύεται ενοχική υποχρέωση και το αντίστοιχο δικαίωμα), ενώ οι εμπράγματες εκποιητικές(μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται ή καταργείται δικαίωμα, πχ μεταβίβαση κυριότητας κινητού ή ακινήτου).
- Τυπικές(απαιτείται τύπος, π.χ έγγραφος τύπος ) και άτυπες(δεν απαιτείται τύπος)
- Αμφοτεροβαρείς(δημιουργείται υποχρέωση και στα δύο μέρη της σύμβασης, για παράδειγμα στην πώληση υπάρχει υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει το πράγμα και υπάρχει και υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα για το πράγμα )και ετεροβαρείς(μόνο στο ένα μέρος, πχ στη δωρεά δημιουργείται υποχρέωση του δωρητή να μεταβιβάσει το πράγμα ενώ αυτός που το αποκτά δεν έχει κάποια υποχρέωση)
- Eπαχθείς(η επίδοση του πράγματος γίνεται με αντάλλαγμα, όπως π.χ στην πώληση ή στη μίσθωση) και χαριστικές(χωρίς αντάλλαγμα, δηλαδή οι δωρεές). κλπ
Ανυπόστατη δικαιοπραξία: όταν λείπει κάποιο από τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της. Είναι ανύπαρκτη ως δικαιοπραξία και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Δηλαδή είναι ανυπόστατη η δικαιοπραξία της πώλησης ακινήτου χωρίς την ύπαρξη γραπτής σύμβασης με την οποία γίνεται η μεταβίβαση του πράγματος.
Άκυρη δικαιοπραξία: έχει μεν την εξωτερική μορφή της δικαιοπραξίας, αλλά εξαιτίας ελαττώματος που υπάρχει σε αυτή δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκει η δήλωση βούλησης, παρά μόνο αυτά που παράγει απευθείας ο νόμος. Λόγοι ακυρότητας είναι:
- η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας (ΑΚ 128 επ.) π.χ κάποιος είναι ανήλικος ή αποδεδειγμένα δεν έχει σώας τας φρένας για να καταρτίζει συμβάσεις.
- η έλλειψη τύπου (ΑΚ 159) πχ λείπει ο έγγραφη σύμβαση στην πώληση ακινήτου, άρα η σύμβαση της πώλησης ακινήτου είναι άκυρη
- η αντίθεση στο νόμο απαγορευμένη δικαιοπραξία (ΑΚ 174), δηλαδή μία σύμβαση που παραβιάζει διάταξη νόμου είναι άκυρη.
- η αντίθεση στα χρηστά ήθη, ανήθικη δικαιοπραξία (ΑΚ 178-179)
- η εικονικότητα εικονική δικαιοπραξία (ΑΚ 138- φαινομενική δήλωση βούλησης), κάποιος προβαίνει εικονικά σε μία δικαιοπραξία ενώ στην πραγματικότητα δεν την θέλει, οπότε σε αυτή την περίπτωση η δικαιοπραξία (σύμβαση) είναι άκυρη.
Επικύρωση δικαιοπραξίας: η επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας, δηλαδή σύμβασης, ισχύει σαν νέα κατάρτισή της.
Ακυρώσιμη δικαιοπραξία: η δικαιοπραξία που λόγω ελαττώματος (ΠΛΑΝΗ-ΑΠΑΤΗ-ΑΠΕΙΛΗ) μπορεί να ακυρωθεί δικαστικώς ( αλλά όχι αυτόματα), οπότε εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη. Δηλαδή αν κάποιος εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε προκειμένου να υπογράψει μία σύμβαση, έχει δικαίωμα να ζητήσει δικαστικώς την ακύρωση της σύμβασης αυτής.
Αίρεση αναβλητική: όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η επέλευση των αποτελεσμάτων της αναβάλλεται έως το χρονικό σημείο που θα συμβεί και εφόσον συμβεί γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο.Παράδειγμα αναβλητικής αίρεσης :
Η κατακύρωση του Δώρου στο νικητή αυτού, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της προσκόμισης στην εταιρεία A από τον εν λόγω νικητή των στοιχείων που αναφέρονται στον όρο 4 κατωτέρω εντός της προθεσμίας που εκεί ορίζεται. Για να πάρεις, δηλαδή, το δώρο σου, πρέπει να προσκομίσεις στην παραπάνω εταιρεία τα στοιχεία που ορίζονται στον όρο 4 της συμμετοχής στο συγκεκριμένο διαγωνισμό.
Αίρεση διαλυτική: όρος που προστίθεται στη δικαιοπραξία, βάσει του οποίου τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση , όταν και εφόσον συμβεί γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο από το οποίο και αυτή εξαρτήθηκε.Δηλαδή στις διαλυτικές αιρέσεις, επέρχονται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας, αλλά στη συνέχεια αίρονται, αν πραγµατοποιηθεί το µελλοντικό και αβέβαιο γεγονός.
Π.χ. ο Π δίνει δέκα χιλιάδες Ευρώ στον Φ, τις οποίες θα υποχρεωθεί να του αποδώσει, αν δεν πάρει το πτυχίο του
Άμεση αντιπροσώπευση: η παρεχόμενη σε κάποιον (αντιπρόσωπο) δυνατότητα να εκφράσει δήλωση βούλησης στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου), μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσώπευσης, η οποία ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου (ΑΚ 211). Δηλαδή ο πληρεξούσιος κάποιου έχει την άμεση αντιπροσώπευση να τον αντιπροσωπεύσει σε μία σύμβαση αγοραπωλησίας.
Πληρεξουσιότητα: η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται από τον αντιπροσωπευόμενο στον αντιπρόσωπο η εξουσία αντιπροσώπευσης, δηλαδή το κοινώς λεγόμενο πληρεξούσιο με το οποίο ο εντολέας δίνει την εξουσία αντιπροσώπευσης του σε ένα άλλο πρόσωπο, δηλαδή τον εντολοδόχο. (ΑΚ 216). Το πληρεξούσιο είναι συνήθως συμβολαιογραφικό.
Συναίνεση: συγκατάθεση τρίτου που είναι απαραίτητη (κατά το νόμο) για να καταστεί έγκυρη μία δικαιοπραξία και παρέχεται πριν την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 236).
Έγκριση: η συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 238). Εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας.
Ενοχικό και Εμπράγματο Δίκαιο
Ενοχή: η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή. Η παροχή μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη (ΑΚ 287).
Αδικοπραξία: Η παράνομη και υπαίτια (με δόλο ή αμέλεια, ανάλογα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του νόμου) συμπεριφορά (ΑΚ 914).
Υπαιτιότητα (στο Αστικό Δίκαιο):
- Αμέλεια: η μη καταβολή της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας. Διακρίνεται σε: ελαφριά και βαριά.
- Δόλος: η επιδίωξη του αποτελέσματος της συμπεριφοράς εν γνώσει των εννόμων συνεπειών.
Αποζημίωση: η αποζημίωση καλύπτει (ανάλογα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του νόμου) την Θετική Ζημία και το Διαφυγόν Κέρδος. Θετική ζημία είναι η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (ΑΚ 298), ενώ αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι το κέρδος που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκτούσε αν δεν έχει συμβεί το άδικο γεγονός.
Υπερημερία του οφειλέτη: η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή (ΑΚ 340). Δηλαδή κάποιος οφειλέτης χρωστάει στο δανειστή, ο δανειστής του κοινοποιεί εξώδικο και από τη στιγμή που του κοινοποιείται το εξώδικο ή μία διαταγή πληρωμής (δηλαδή δικαστική απόφαση που του ζητάει να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό στον δανειστή του), γίνεται υπερήμερος έναντι του δανειστή του.Του δανειστή: η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο δανειστής, αν δεν αποδέχεται την πραγματική και προσήκουσα παροχή που του προσφέρεται (ΑΚ 349). Δηλαδή ο οφειλέτης είναι πρόθυμος να καταβάλει τα χρωστούμενα στο δανειστή και ο δανειστής τα αρνείται, οπότε τότε λέμε ότι γίνεται υπερήμερος έναντι του οφειλέτη του.
Καταβολή: υλική πράξη προς εκπλήρωση της παροχής και ικανοποίηση του δανειστή κατά το σκοπό της ενοχής. Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή (ΑΚ 416). Για παράδειγμα καταβολή τιμήματος στην αγορά πράγματος, οπότε όταν καταβάλλεται το τίμημα αποσβήνεται η ενοχή της καταβολής, δηλαδή αποσβήνεται πλέον η υποχρέωση καταβολής του τιμήματος.
Ενοχή εις ολόκληρον: η ενοχική σχέση, στην οποία οφειλέτες είναι πρόσωπα περισσότερα από ένα και το καθένα από αυτά ευθύνεται για το σύνολο της ενοχής και όχι κατά ίσα μέρη. Συνεπώς, ο δανειστής μπορεί να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε οφειλέτη και να απαιτήσει ολόκληρη την παροχή.
Δωρεά: η σύμβαση, με την οποία παρέχεται σε κάποιον ένα περιουσιακό αντικείμενο, αν η παροχή γίνεται με συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα (ΑΚ 946).
Πώληση: η σύμβαση με την οποία ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα (που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης) και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε (ΑΚ 513).Μίσθωση πράγματος: η σύμβαση, με την οποία ο εκμισθωτής (ιδιοκτήτης ακινήτου) αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής (νοικιαστής) να καταβάλει το συμφωνημένο τίμημα (ΑΚ 574).
Σύμβαση εργασίας: η σύμβαση με την οποία ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό. Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδα της παρεχόμενης εργασίας ή κατ’αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο (ΑΚ 648).
Σύμβαση έργου: η σύμβαση, με την οποία ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή (ΑΚ 681).
Πράγμα: ενσώματο, απρόσωπο, αυθύπαρκτο αντικείμενο, δεκτικό ανθρώπινης εξουσίασης. Τα πράγματα διακρίνονται σε: α) κινητά και ακίνητα (ΑΚ 948), β)αντικαταστατά και μη αντικαταστατά (ΑΚ 950),γ) αναλωτά και μη αναλωτά (ΑΚ 951) (αναλωτά είναι π.χ τα φρούτα). Τα πράγματα μπορεί να είναι και συστατικά (π.χ Συστατικά ακινήτου είναι, τα πράγματα που έχουν συνδεθεί στερεά με το έδαφος, ιδίως τα οικοδομήματα) ή παραρτήματα (ΑΚ 953&956), καρποί και ωφελήματα (ΑΚ 961&962), εκτός συναλλαγής και κοινόχρηστα (π.χ αιγιαλός, πλατεία) (ΑΚ 966&967).
Εμπράγματα δικαιώματα: είναι 4 (κυριότητα, δουλείες, ενέχυρο και υποθήκη) και παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα (ΑΚ 973). Σχετικά με το ενέχυρο, σε ξένο κινητό πράγμα μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα. Σχετικά με την υποθήκη, πρόκειται για δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης του δανειστή.
Νομή: η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (ονομάζεται κατοχή αν αυτή ασκείται με διάνοια κυρίου, δηλαδή αν κάποιος έχει την εντύπωση ότι είναι κύριος, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα)-ΑΚ 974.
Κυριότητα: η αναγνωριζόμενη από το νόμο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα.
Δουλεία: το περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο πράγμα, που παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να αποκομίζει κάποια ή κάποιες ωφέλειες από την ουσία του πράγματος. Δουλεία είναι π.χ μία υποχρέωση που έχει κάποιος π.χ ιδιοκτήτης ακινήτου να αφήσει έναν άλλο να περνάει μέσα από το ακίνητο του διότι ο άλλος δεν έχει από πού αλλού να περάσει.
Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο
Γάμος: σύμβαση που ιδρύει μία μόνιμη συμβίωση ανάμεσα σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου.
Διαθήκη: η διάταξη τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου.
Νόμιμη μοίρα: το ελάχιστο κληρονομικό δικαίωμα που έχουν οι μεριδούχοι στην κληρονομία, ακόμα και παρά τη θέληση του κληρονομουμένου, και αντιστοιχεί στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Μεριδούχοι είναι οι κατιόντες (τέκνα) και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί , οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, αν δεν υπάρχει διαθήκη.
Εξ αδιαθέτου διαδοχή: η εξ αδιαθέτου διαδοχή επέρχεται από το νόμο στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά (ΑΚ 1710 παρ.2) για παράδειγμα, η διαθήκη προσβλήθηκε με αγωγή και ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση και β) όταν με τη διαθήκη διατεθεί περιοριστικά ένα μέρος μόνο από την κληρονομία (ΑΚ 1801) και ως προς το μέρος για το οποίο δεν υπάρχει ρύθμιση στη διαθήκη, καλούνται οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος.
Χρύσα Τσιώτση
Νομικός
chryssa.tsiotsi@gmail.com