Οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο εντείνουν τις συνομιλίες σχετικά με την αλλαγή του φορολογικού κώδικα στις ΗΠΑ, ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχει καταρτιστεί το νομοσχέδιο αναμόρφωσης της φορολογικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τον Ρεπουμπλικάνο ακτιβιστή Γκρόβερ Νορκουίστ.

Ο Νορκουίστ είναι επικεφαλής της κίνησης κατά της φορολόγησης (Americans for Tax Reform) αλλά και λομπίστας που βρίσκεται κοντά στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο ίδιος, δήλωσε ότι μία ομάδα έξι Ρεπουμπλικάνων κοινοβουλευτικών που είναι γνωστοί ως “Big Six” έχουν θέσει ως χρονικό περιθώριο, το τέλος Ιουλίου προκειμένου να έχουν καταρτίσει ένα βασικό πλαίσιο για το νομοσχέδιο που αναμένεται να παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο. “Η Βουλή των Αντιπροσώπων, ο Λευκός Οίκος και η Γερουσία πραγματοποιούν συναντήσεις εδώ και δύο μήνες. Θα έχουν ένα νομοθετικό πακέτο τον Σεπτέμβριο,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Νορκουίστ, που είναι γνωστός για τις συντηρητικές του απόψεις σε θέματα φορολογίας, αλλά έχει αναπτύξει και δράση ακτιβιστή υπέρ ενός μικρού κυβερνητικού σχήματος. Ο Νορκουίστ. συναντήθηκε επίσης, με την ομάδα των έξι κοινοβουλευτικών Ρεπουμπλικάνων που καταρτίζουν το νέο φορολογικό νομοσχέδιο.

Η ομάδα συναντήθηκε χθες το βράδυ και δύο μέλη της μετά την λήξη της συνάντησης που ήταν διάρκειας 45 λεπτών, δήλωσαν πως υπάρχει σύμπτωση απόψεων επί των φορολογικών αρχών του νομοσχεδίου, χωρίς όμως να σχολιάσουν εάν έχει επιτευχθεί συμφωνία και επί του φορολογικού πλαισίου. “Συμφωνούμε σε πολλά θέματα,” δήλωσε ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Γκάρι Κον. Το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μπρέιντι που προεδρεύει σε επιτροπή του αναφερόμενου νομοθετικού σώματος (House of Representatives Ways and Means Committee) επιβεβαίωσε ότι στην συνάντηση επικράτησε κλίμα ενότητας κι ότι αναμένει την έκδοση ανακοίνωσης εντός των επόμενων ημερών.

Στο επίκεντρο του οικονομικού ενδιαφέροντος των συζητήσεων βρίσκεται η μείωση του φόρου των εταιρικών κοινοπραξιών από το σημερινό ποσοστό του 35%, αναφορικά με το πόσο μπορεί να μειωθεί, αλλά και για το αν η μείωση αυτή, μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Ο Λευκός Οίκος επιδιώκει την μείωση του φόρου στο 15% για μία επταετία, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο, προσπαθούν να επιτύχουν ένα ποσοστό φορολογίας μόνιμης διάρκεια, το οποίο δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο έλλειμμα.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και οι εκπρόσωποί του στην ομάδα των έξι (ο Κον και ο υπουργός των Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν) υποστηρίζουν την μείωση του εταιρικού φόρου στο 15%, σύμφωνα με τον Νορκουίστ. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας των έξι, είναι ο Μπρέιντι, ο ηγέτης της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στην Γερουσία Μιτς Μακόνελ, ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν, αλλά και ο πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών στην Γερουσία Όριν Χατς.

Από την πλευρά του, ο Νορκουίστ έχει για χρόνια ουσιαστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τα οικονομικά θέματα που διεξάγονται στην Ουάσινγκτον, ενώ υποστηρίζει την άποψη του Τραμπ για την μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15%, προκειμένου να ενισχυθεί η προσπάθεια εισροής οικονομικών κεφαλαίων από το εξωτερικό στις ΗΠΑ, αλλά και να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, που αποτέλεσε κομβική προεκλογική εξαγγελία του Αμερικανού προέδρου.

Ωστόσο, η ομάδα των έξι συμφωνεί ότι η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων στο 15% δεν μπορεί να έχει μόνιμη εφαρμογή, χωρίς να αυξηθεί το δημόσιο έλλειμμα. Το οικονομικό κόστος της εφαρμογής του μέτρου για τα έσοδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, υπολογίζεται στα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια, μέσα σε μια δεκαετία, σύμφωνα με ανεξάρτητες έρευνες.

Από την άλλη μεριά, προκειμένου να μην υπάρξει θέμα με την αύξηση του δημοσίου ελλείμματος, ο Λευκός Οίκος είναι ανοιχτός για την εφαρμογή της μείωσης στο 15% για μία επταετία, σύμφωνα με τον Νορκουίστ. Η επιλογή μιας τέτοιας λύσης βρίσκει αντίθετους τους Ρεπουμπλικάνους που είναι μέλη του Κογκρέσου και επιδιώκουν την μόνιμη αναδιαμόρφωση του φορολογικού κώδικα. Ωστόσο, διαφαίνεται ότι δεν θα είχαν πρόβλημα στο να παραμείνει αμετάβλητο το ποσοστό της φορολογίας που θα συμφωνηθεί, για την περίοδο της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, αφήνοντας ανοιχτό το περιθώριο περαιτέρω διαπραγματεύσεων.