Την εφαρμοστική εγκύκλιο για τους ελεύθερους επαγγελματίες που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και των οποίων το εισόδημα προέρχεται από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά), υπέγραψε ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τάσος Πετρόπουλος.

Την εφαρμοστική εγκύκλιο για τους ελεύθερους επαγγελματίες που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και των οποίων το εισόδημα προέρχεται από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά), υπέγραψε ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τάσος Πετρόπουλος.

Στην εγκύκλιο ορίζεται ανώτατη και κατώτατη βάση υπολογισμού εισφορών: Το ανώτατο όριο αποδοχών για τον υπολογισμό των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών είναι για περιπτώσεις ασφαλισμένων με ετήσια διάρκεια σύμβασης το ποσό των 70.320 ευρώ. Για συμβάσεις με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους, οι εισφορές θα υπολογίζονται αναλογικά ανά μήνα, ανάλογα με τη συμφωνημένη αμοιβή, με ανώτατο όριο τα 5.860,80 ευρώ.
 
Σε περίπτωση που υπάρχουν διαφορές για εργαζόμενους και εργοδότες, ο εργαζόμενος θα επιβαρύνεται με ασφαλιστική εισφορά 20%. Επίσης, 20% θα πληρώνουν και όσοι έχουν μισθωτή εργασία, αλλά διατηρούν και σχέση με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών με άλλο εργοδότη.
 
Τι ισχύει για έναν ή δύο το πολύ εργοδότες
Εάν το εισόδημα «προέρχεται από την άσκηση διαρκούς -και όχι ευκαιριακής- επαγγελματικής δραστηριότητας, και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά)», τότε προκύπτει ουσιαστικά αποκλειστικότητα ως προς το πρόσωπο που αποδέχεται αυτές τις υπηρεσίες. Άρα, οι εισφορές 20% επί του εισοδήματος, κατανέμονται 6,67% για τον ασφαλισμένο και 13,33% για τον «αντισυμβαλλόμενο» (τον εργοδότη). 
 
Ανάλογη κατανομή θα πρέπει να γίνεται και για τις εισφορές για υγειονομική περίθαλψη, εφάπαξ και επικούρηση, όπου υπάρχει η σχετική υποχρέωση.
 
Τι γίνεται όταν οι εργοδότες είναι πάνω από δύο
Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος στη διάρκεια ενός έτους, είτε αποκτήσει περισσότερους από δύο, είτε δεν έχει κανένα αντισυμβαλλόμενο, τότε για το διάστημα που έπεται της έκπτωσης από τη σχετική ρύθμιση, θα καταβάλλει εισφορές στο 20% του εισοδήματός του, ως μη μισθωτός- δηλαδή θα πληρώνει ολόκληρη την εισφορά μόνος του. 
 
Σε κάθε περίπτωση, στο τέλος κάθε έτους θα πραγματοποιείται εκκαθάριση και συμψηφισμός μεταξύ των καταβληθεισών κατά τους ανωτέρω μήνες εισφορών και των οφειλόμενων εισφορών, με βάση το πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας (όπως αυτό προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος).
 
Αν ο εργοδότης δεν είναι “εντάξει”, ο εργαζόμενος πρεπει να τον καταγγείλει στον ΕΦΚΑ
 
Στην εγκύκλιο ορίζεται μια γραφειοκρατική διαδικασία, με το βάρος της απόδειξης για τη συγκεκριμένη σχέση εργασίας να πέφτει εξ ολοκλήρου στον εργαζόμενο.
Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος «που απαιτεί την ένταξή του στο καθεστώς επιμερισμού των εισφορών με τον εργοδότη του», θα πρέπει να το αναγράφει στο δελτίο παροχής υπηρεσιών.
 
Αντίστοιχα, ο εργοδότης θα πρέπει να υποβάλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών που αντιστοιχούν σε αυτόν και τον εργαζόμενο. Αν δεν το κάνει, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση – καταγγελία στον ΕΦΚΑ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟ
Ποσοστά εισφορών

Ειδικότερα, εφόσον το εισόδημα προέρχεται από την άσκηση διαρκούς -και όχι ευκαιριακής- επαγγελματικής δραστηριότητας και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά), προκύπτει ουσιαστικά αποκλειστικότητα ως προς το/τα πρόσωπο/α που αποδέχεται/ονται τις σχετικές υπηρεσίες.

Επομένως, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές, ύψους 20%, για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου. Αντίστοιχα, κατανέμονται οι εισφορές υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ, σε όσες κατηγορίες ασφαλισμένων υφίσταται υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των κλάδων αυτών, (δηλαδή επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ), λόγω της ιδιότητάς τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή αυτοαπασχολούμενοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία και, σε κάθε περίπτωση, οι εισπραττόμενες εισφορές καταβάλλονται στους αρμόδιους κατά περίπτωση φορείς στους οποίους και έχει υπαχθεί ο ασφαλισμένος.

Ανώτατη – κατώτατη βάση υπολογισμού εισφορών

Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τις περιπτώσεις που υπάγονται στην οικεία ρύθμιση ελέγχεται σε συνάρτηση με τη διάρκεια της σύμβασης μεταξύ των μερών.

Συγκεκριμένα, για όσους έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 με ετήσια διάρκεια σύμβασης ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ, συνεπώς οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του δελτίου παροχής υπηρεσιών (ΔΠΥ), ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,8 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ετησίου ορίου.

Σε περιπτώσεις συμβάσεων με διάρκεια μικρότερη του έτους, καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στην κατανομή της συμφωνημένης αμοιβής ανά μήνα, ενώ και το ανώτατο όριο λαμβάνεται υπόψη σε μηνιαία βάση (5.860,80 ευρώ). Στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό του/των ΔΠΥ που εκδίδεται/ονται, μηνιαίως, από ασφαλισμένο που υπάγεται στη ρύθμιση της παρ.9 του άρθρου 39, υπολείπεται της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών, ο εν λόγω ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλει τις εισφορές που υπολείπονται του ελάχιστου ποσού κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής υποχρέωσης, οπότε και θα οριστικοποιούνται οι αναλογούσες σε αυτόν ασφαλιστικές εισφορές.