Τα «κόκκινα» δάνεια των ιταλικών τραπεζών μειώθηκαν τον Ιούλιο κατά 18 δισ. ευρώ ή σχεδόν 10% σε σύγκριση με τον Ιούνιο και διαμορφώθηκαν στα 173 δισ. ευρώ, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση από το 1998, όταν η Τράπεζα της Ιταλίας άρχισε να καταγράφει τα σχετικά στοιχεία, με το ποσοστό των κόκκινων δανείων να υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2014. Η εξέλιξη αυτή, αναφέρει το δημοσίευμα, αποτελεί ένδειξη ότι ο προβληματικός χρηματοπιστωτικός τομέας της Ιταλίας αρχίζει να ωφελείται από την ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των επενδυτών.
Ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρέασε αρνητικά τις τράπεζες τα τελευταία χρόνια, κάνοντας δυσκολότερη τη χορήγηση νέων πιστώσεων σε πελάτες. Αυτό συγκράτησε την ανάκαμψη της ιταλικής οικονομίας, προκαλώντας ανησυχίες στους αρμόδιους Ιταλούς και Ευρωπαίους πολιτικούς. Η πρόσφατη μείωση σημειώθηκε σε μία περίοδο που υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών στην Ιταλία, συμβάλλοντας σε μία ευρύτερη εμπιστοσύνη για την επάνοδο της Ευρωζώνης σε κατάσταση οικονομικής ευρωστίας. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, το ιταλικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αυξήθηκε με τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό από το 2011.
Η μείωση του όγκου των κόκκινων δανείων σημειώνεται, επίσης, μετά την αυξημένη ζήτηση από επενδυτές για την αγορά τέτοιων δανείων και τη μεγαλύτερη πίεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στις τράπεζες για τη βελτίωση των ισολογισμών τους.
Τον Ιούλιο, η Unicredit ολοκλήρωσε την πώληση κόκκινων δανείων, ύψους 17,7 δισ. ευρώ, στις Pimco και Fortress, ενώ μικρότερες τράπεζες επεδίωξαν να τιτλοποιήσουν – ή να πακετάρουν για πώληση – χαρτοφυλάκια δανείων.
Στην Ιταλία αντιστοιχούσε ο μεγαλύτερος αριθμός συμφωνιών για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που έγιναν παγκοσμίως στο πρώτο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte, η οποία αναφέρει ότι η Ιταλία αναμένεται να είναι «η πιο ενεργή αγορά προβληματικών δανείων στην Ευρώπη» φέτος. Οι επενδυτές καθησυχάστηκαν από μεταρρυθμίσεις που βοήθησαν στην επιτάχυνση των διαδικασιών πτώχευσης και αναγκαστικής εκτέλεσης και στην ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών.