Το έθιμο του «Γληγοράκη» στη Βόνιτσα

Στη Βόνιτσα αναβιώνει κάθε χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα, το έθιμο του «Αχυρένιου-Γληγοράκη». Η επικρατέστερη άποψη για την προέλευση του εθίμου είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά, ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και αναζήτησε την τύχη του στη στεριά. Όμως η θάλασσα τον εκδικήθηκε και τον έστειλε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να βρει μια σταθερή δουλειά.

Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, οι ψαράδες θυμούνται τον ψαρά, τον Γληγοράκη. Αφού πρώτα μασκαρευτούν από το Σάββατο της Τυρινής, έως την Καθαρά Δευτέρα «βλέπουν» τον Γληγοράκη να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν στα χέρια, για να τον πάνε στο κοιμητήριο της ψαράδικης συνοικίας.

Ο Γληγοράκης, ο οποίος είναι φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα, κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο, που τον τραβά ένας αγροφύλακας και τον βοηθούν δύο βοσκοί. Στην αναβίωση του εθίμου υπάρχουν παράλληλα οι ρόλοι της μάνας, της γυναίκας, του παπά, των συγγενών, του γιατρού και των μοιρολογίστρων. Σε κάθε στάση που κάνει Γληγοράκης δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση.

Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση, κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Όμως με το πέρασμα των χρόνων η ιατρική γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε διακωμώδηση της επικαιρότητας.

Ταυτόχρονα, μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του είναι παραλλαγμένα αποσπάσματα της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το βράδυ στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η μεγάλη παράσταση, που συνδυάζεται με γλέντι.Σε μία διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που
είναι στην ουσία μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Στη συνέχεια ο Γληγοράκης που ήδη βρίσκεται μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά ενώ γύρω του, γίνεται το γλέντι.

Λεχαινά Ηλείας: Ο Γενιτσαρίστικος χορός

Ο Γενιτσαρίστικος χορός είναι ένα από τα παλαιότερα έθιμα της Αποκριάς, στην περιοχή των Λεχαινών και χορεύεται ασταμάτητα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70.

Οι ρίζες του φθάνουν στην αρχαιότητα, ως κατάλοιπο των Διονυσίων, αλλά αναβίωσε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, όπου οι αγωνιστές τον χρησιμοποιούσαν για να ανταλλάσουν μεταξύ τους μηνύματα. Χορευόταν από μια ομάδα κατοίκων του χωριού, που αποτελούσαν τη Γκοτσαριά.

Τις ημέρες εκείνες οι γειτονιές των χωριών και η αγορά «γέμιζαν» από τις καραμούζες και το ρυθμικό χτύπο της ταβουλόβεργας. Οι μικροί ακολουθούσαν για να μαθαίνουν και οι μεγάλοι για να απολαύσουν το χορό. Ο Γενιτσαρίστικος χορός χορεύεται από μία ομάδα χορευτών την τσετιά ή γκοτσαριά πού αποτελείται από εννέα φουστανελοφόρους χορευτές, τους Γκότσηδες, χωρισμένους ανά τριάδες.

Στο κέντρο χορεύει ο γενίτσαρης, πού κρατάει ένα διπλό τσεκούρι σκεπασμένο με ένα μεταξωτό μαντήλι και δίνει στους υπόλοιπους τα παραγγέλματα του χορού. Οι Γκότσηδες κρατούν ανάποδα στα χέρια τους μασάκια, δηλαδή τις λίμες με τις οποίες οι κρεοπώλες λιμάρουν τα μαχαίρια τους.

Την «τσετιά» συμπληρώνουν δύο μπούλες, άνδρες ντυμένοι γυναίκες και ο γέρος με τη γριά. Φέτος στις 26 Φεβρουαρίου στις 20:00 το βράδυ, θα γίνει στην πλατεία Αγίου Δημητρίου των Λεχαινών το αντάμωμα των Γενίτσαρων, με την συμμετοχή επτά γκοτσαριών.

Η «Πετεγολέτσα» της Κέρκυρας

Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» ή πέντε γόλια ή, ως γνωστόν, κουτσομπολιά, είναι ένα μοναδικό δρώμενο της Αποκριάς στην Κέρκυρα, που αναβιώνει κάθε χρόνο την τελευταία Πέμπτη των Αποκριών.

Το έθιμο είναι βγαλμένο από τη διάθεση της σάτιρας που έχουν οι Κερκυραίοι και τις ρίζες του τις συναντά κανείς πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο.

Με τη σημερινή του μορφή φέρεται, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος του Οργανισμού Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων (ΟΚΕ), Γαβριήλ Χυρδάρης, «να ξεκινά το 1975, με τα λαμπρά κείμενα του Θόδωρου Ζαμάνη».

Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος θεάτρου δρόμου, με πολλά στοιχεία από την Κομέντια ντελ Άρτε. Το δρώμενο διεξάγεται πάντα σε υπαίθριο χώρο και στις «φανέστρες», τα παράθυρα δηλαδή των ιδιόμορφων κερκυραϊκών σπιτιών, όπου οι γυναίκες που είθισται να είναι ηθοποιοί, μέσα από τη σάτιρα και το κουτσομπολιό καυτηριάζουν ανθρώπους, γνωστούς και μη και διάφορες καταστάσεις που συμβαίνουν είτε στην Κέρκυρα, είτε ευρύτερα στην Ελλάδα.

Στόχος είναι να βγουν όλα «τα άπλυτα» της κάθε μιας νοικοκυράς στη φόρα… όλα τα εν οίκω, εν δήμω.Με την απαραίτητη αθυροστομία και την ντοπιολαλιά, τη διαλεκτό δηλαδή την κερκυραϊκή, διεξάγεται μία ωριαία και πολλές φορές μεγαλύτερη σε διάρκεια, παραθυρομαχία, που η φάρσα, ο σαρκασμός και η λαϊκή έμπνευση ξεπερνούν κάθε όριο, προκαλώντας ατέλειωτο γέλιο και μοναδική διάθεση στους θεατές.

Το δρώμενο, πλαισιώνεται και με σατιρικά τραγούδια από ιδιόμορφες επτανησιακές καντάδες της σύγχρονης και παλιάς εποχής, ενώ οι πρόζες που γίνονται από τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανεπανάληπτες.

Ιωάννινα: Νύχτα της Αποκριάς με το έθιμο της “Τζαμάλας”

Κάθε πλατεία και μία μεγάλη φωτιά. Τα κλαρίνα στενάζουν γύρω από τις φλόγες που φωτίζουν τα πρόσωπα. Το κρασί και το τσίπουρο ρέουν, με αφθονία. Μικροί, μεγάλοι, μασκαρεμένοι, παραδίδονται σε ένα ξενύχτι, που κρατάει μέχρι το ξημέρωμα.

Είναι μία ιεροτελεστία εξαγνισμού, που διώχνει το κακό και έρχεται από πολύ παλιά. Είναι η νύχτα της Αποκριάς στα Γιάννενα, που έχει τη δύναμη της φωτιάς, είναι το έθιμο της «Τζαμάλας», που κάθε εποχή έχει τον δικό του συμβολισμό.

Αμέσως μετά τον εσπερινό της Κυριακής της Αποκριάς ανάβουν οι φωτιές που καίνε μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας.

Κορμοί δένδρων και μεγάλα κούτσουρα, που τοποθετούνται σε κάθε πλατεία ή γειτονιά της πόλης, από τις προηγούμενες ημέρες, μέσα σε ένα μεγάλο κύκλο με ψιλή άμμο, λαμπαδιάζουν. Το γλέντι αρχίζει με χορό, κρασί και ζεστή φασολάδα.

Είναι ένα ξεφάντωμα, μία φυγή από την καθημερινότητα. Πειράγματα, αστεία και ευρηματικές ατάκες, ανεβάζουν το κέφι, ενώ τα κλαρίνα δίνουν τον ρυθμό σε όσους σέρνουν το χορό της φωτιάς.

Το έθιμο, αποτελεί μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, που με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής, έχει τον δικό της συμβολισμό. Επί Τουρκοκρατίας, ο χορός γύρω από τη φωτιά, έβγαζε τον πόθο των σκλαβωμένων για τη λευτεριά. Τότε, οι Γιαννιώτες, έπαιρναν ειδική άδεια από τη διοίκηση της πόλης για την τέλεση του εθίμου.

Οι ετοιμασίες για την αναβίωση του εθίμου αρχίζουν νωρίτερα. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι της κάθε γειτονιάς σε συνεργασία με τον Δήμο, φροντίζουν για τα ξύλα, την άμμο και το κρασί.

Η λέξη «τζαμάλα», όπως υποστηρίζουν ειδικοί, για τους Γιαννιώτες, μάλλον είναι ανερμήνευτη, ωστόσο, ορισμένοι λένε πως, είναι αρβανίτικη ή τουρκική. Ο λογογράφος Θοδωρής Σαμαράς, σε έρευνα του για την ετυμολογία της λέξης μεταξύ άλλων αναφέρει: «… και η λέξη τζαμάλα, συνειρμικά συγγενεύει με τη δαμάλα, λέξη αρχαία ελληνική, δηλαδή χοντρο­καμωμένη… Στα μάτια ενός σύγχρονου παρατηρητή, τα επίθετα αυτά δεν είναι διόλου άτοπα. Κάθε μια από αυτές τις συνοικιακές φωτιές, που καίνε τόσο πολλά και χοντρά κούτσουρα, είναι … δαμάλα -χοντροκαμωμένη!!! Πρόκειται για κούτσουρα με τέτοιες συνήθως διαστάσεις, που τα σηκώνουν δυο-δυο οι άντρες να τα ρίξουν στη φωτιά…».

Θράκη: Το έθιμο του «Μπέη»

Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών.

Περιγράφοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοπέκ Μπέη», ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος Δημήτρης Βραχιόλογλου αναφέρει πως «κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης».
Σημειώνει πως «Μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν, χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκες καινούριων στοιχείων».

Σύμφωνα με τον κ. Βραχιόλογλου την Κυριακή της Τυρινής, από νωρίς το πρωί, ο «Μπέης» Τούρκος αξιωματούχος μαζί με τη σύζυγό του, τη μπέινα και έναν ιδιόμορφο και πολυμελή θίασο με πρόσωπα που διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό (ο Αράπης, ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών, ο Κατής, δικαστής, με τους τέσσερις ακολούθους του, ο κλητήρας, ο χωροφύλακας, ο ταμίας, ο γιατρός, η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα, κ.α. όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι) επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, με πρώτο αυτό του ιερέα, με τον Μπέη να εισπράττει το φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή, να μοιράζει ευχές, να σατιρίζει τους πάντες και να δέχεται και ο ίδιος τα πειράγματα τόσο της συνοδείας του όσο και των συγχωριανών του στους οποίους εύχεται καλή σοδειά αλλά επιβάλλει και διάφορες ποινές. Στη σύντομη περιοδεία του ο θίασος συγκεντρώνει διάφορα κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει.

Το απόγευμα, ο θίασος αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.α. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως, διάθεση που αρμόζει σε ένα αποκριάτικο γλέντι.

Ο «Μπέης», ή «κιοπέκ Μπέης», ή « Καλόγερος», ή «Χούχουτος» ή «Βασιλιάς», το ίδιο δρώμενο με επιμέρους διαφορές ως προς την ονομασία, τις αμφιέσεις και τους ρόλους του θιάσου, πιθανόν κληροδοτήθηκε, όπως και τόσα άλλα έθιμα, στους Θρακιώτες από τους προγόνους τους ως παρακαταθήκη της δυναμικής της κοινωνικής συνοχής όπως αυτή αναδείχθηκε στις δύσκολες περιόδους της ιστορικής τους διαδρομής ή απλά, ως μία ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης στην περίοδο των Αποκριών, όπου τα «πρέπει» καταστρατηγούνται για λίγο και πριν την έναρξη της Μ. Σαρακοστής, της νηστείας και της εβδομάδας των Παθών του Χριστού.