Στενή συνεργασία των κτηνοτρόφων αλλά και όσων ασχολούνται στο παραγωγικό σύστημα της αιγοπροβατοτροφίας με τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, για την εκρίζωση της πανώλης των μικρών μηρυκαστικών ζητά η Ελληνική Κτηνιατρική Εταιρία.

Αυτό όπως τονίζει θα πρέπει να γίνει «ώστε να αποφευχθούν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις – όπως συνέβη σε άλλες χώρες – στην αιγοπροβατοτροφία».

Η πανώλη χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας (90 έως 100%), ιδιαίτερα στις χώρες όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά, και προκαλεί μεγάλες οικονομικές απώλειες.

Η μετάδοση γίνεται κυρίως μέσω στενής άμεσης επαφής με μολυσμένα ζώα ή τα κόπρανά τους, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί αερογενώς μέσω της εισπνοής μικροσταγονιδίων που απελευθερώνονται στον αέρα με τις εκκρίσεις των μολυσμένων ζώων.

Ο κτηνοτροφικός εξοπλισμός, ποτίστρες, ταΐστρες, στρωμνή, τα διάφορα εργαλεία και οι ζωοτροφές όταν μολύνονται από εκκρίσεις των ζώων μπορούν να αποτελέσουν εστίες μόλυνσης. Επιπλέον η μετάδοση του ιού μέσω του γάλακτος είναι δυνατή.

Όπως σημειώνει, η νόσος ενδημεί για πολλά χρόνια σε αρκετές χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας όπου για τον έλεγχό της εφαρμόζονται προγράμματα εμβολιασμού.

Στην Ευρώπη, επίσημες καταγραφές κάνουν λόγο για κρούσματα στη Γεωργία (2016) και στη Βουλγαρία (2018). Φέτος το καλοκαίρι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στη Θεσσαλία και έχει επεκταθεί στην ορεινή Κορινθία, στον Ασπρόπυργο Αττικής και πρόσφατα στην Κρήτη. Η πολιτική που ακολουθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εντοπισμός των θετικών ζώων – εκτροφών και εκρίζωση.

Τέλος, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Κτηνιατρική Εταιρία «η νόσος δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο και δεν αποτελεί απειλή για τη Δημόσια Υγεία αλλά αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την οικονομία».

Πηγή: AMNA.GR