ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Λίγες ώρες πριν την Ανάσταση και κανείς δεν γνωρίζει ακόμη αν θα πραγματοποιηθεί το φαντασμαγορικό πλην επικίνδυνο έθιμο του ρουκετοπόλεμου στο Βροντάδο της Χίου.
Η… τήρηση του εθίμου έχει πολλούς υποστηρικτές, μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης του νησιού, Μάρκος.
Ο δήμαρχος Χίου έχει ήδη ξεκαθαρίσει πως το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου θα βρίσκεται στο Βροντάδο για την Ανάσταση, επιβεβαιώνοντας την πρόθεσή του να στηρίξει με κάθε τρόπο την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χίου και της Δημοτικής Κοινότητας Βροντάδου για πραγματοποίηση του εθίμου. Ο δήμαρχος, Μανώλης Βουρνούς, ζήτησε από τις αρχές (Αστυνομία και Εισαγγελία) να σταθμίσουν όλα τα δεδομένα μέχρι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και να πάρουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Ο ρουκετοπόλεμος είναι ένα έθιμο με μακρά, πολύ μακρά ιστορία
Ο ρουκετοπόλεμος είναι ένα φαντασμαγορικό έθιμο που κρατά από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και σύμφωνα με το οποίο αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη» ξεκινά ένας πόλεμος ρίψης «ρουκετών» από τους κατοίκους των δυο ενοριών, του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας Ερυθιανής.
Οι δύο εκκλησίες είναι κτισμένες σε δύο αντικρινά υψώματα που απέχουν περίπου πεντακόσια μέτρα και στόχος για τους «Παναγούσους» είναι ο τρούλος (κουμπές) και το λιονταράκι του Αγίου Μάρκου (το έμβλημα του Αγίου Μάρκου πάνω από την πύλη του ναού) και ο στόχος των «Αγιομαρκούσων» είναι το ρολόι στο καμπαναριό της Παναγίας Ερυθιανής.
Με εξαίρεση τα χρόνια της γερμανικής κατοχής και τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, το έθιμο λόγω της μοναδικότητας του και του φαντασμαγορικού θεάματος, συνεχίζονταν μέχρι πέρυσι. Αυτό όμως ήταν η αφορμή και για την έντονη εμπορευματοποίηση του, οπότε και οι ρουκέτες που έπεφταν πλήθυναν, ξεπερνώντας κάποια στιγμή κατά πολύ και τον αριθμό των 100.000! Αποτέλεσμα ήταν να προκαλούνται φθορές σε ιδιοκτησίες γειτονικών στους ναούς περιουσιών και φυσικά κάποιοι να αντιδράσουν.
«Εθιμικώ δικαίω…»
Το έθιμο όλο αυτό το διάστημα καλύπτονταν από το…«εθιμικό δίκαιο» δηλαδή η τήρησή του επαφίονταν στη βούληση της διατήρησής του από όλους, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ορίζουν οι νόμοι. Μέχρι πέρυσι, που υπό το βάρος των πολλών δεκάδων χιλιάδων ρουκετών, οι περίοικοι των ναών με εξώδικά τους ζήτησαν τη μη τήρησή του. Και το πέτυχαν. Από πέρυσι μέχρι και φέτος η διατήρηση του εθίμου πέρασε από πολλά στάδια. Συζητήσεις για νομιμοποίηση με τροπολογία, προτάσεις εκατέρωθεν, προσπάθειες συνεννόησης. Έως ότου κάποιοι κάτοικοι, με εξώδικά τους, επανέλαβαν την περσινή αξίωσή τους.
Οι «ρουκετάδες» στα εξώδικα αντιπρότειναν τη μείωση των ρουκετών σε ανεκτά επίπεδα, στα επίπεδα πριν το 1990. Όταν και όπως χαρακτηριστικά λένε τα μέλη των συνεργείων των «ρουκετατζήδων» των δυο ενοριών.
«Οι ρουκετατζήδες δεν είναι οι “περιθωριακοί” του Βροντάδου, όπως ίσως κάποιοι θιγόμενοι θα ήθελαν να τους παρουσιάσουν. Πολλοί από μας είμαστε οικογενειάρχες με παιδιά, που προσπαθούμε να δώσουμε σ’ αυτά ότι μας άφησαν οι παππούδες μας. Θα είναι ντροπή μας όταν ένα έθιμο δεν σταμάτησε σε πολύ δυσκολότερες εποχές, να σβήσει στα χέρια μας. Αν κάτι σήμερα κρατάει τους ανθρώπους δεμένους είναι η παράδοση. Κι ο ρουκετοπόλεμος έχει μια ιδιαιτερότητα: είναι μια παράδοση, όχι συντηρημένη στη φορμόλη, σύμφωνα με τα “γούστα” κάποιων, δήθεν αρχηγών, αλλά μια παράδοση ζωντανή, που ακούει την αγνή καρδιά των μερακλήδων ρουκετατζήδων, που δεν ξεχνούν ούτε τους παλιούς, ούτε τους καινούριους τους φίλους, ούτε αυτούς που ταξιδεύουν και λαχταρούν να ακούσουν στο τηλέφωνο τη ρουκέτα, ούτε και αυτούς που “ταξίδεψαν”», όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά με ανακοίνωση τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ