Ήταν ήδη 19 χρονών αλλά όταν του έδωσαν ένα πιάτο ζεστή σούπα δεν ήξερε τι να το κάνει. Έτσι, ο Μάρκος έβαλε το χέρι του μέσα για να πιάσει αυτό το περίεργο πράγμα που είχε μπροστά του. Κάηκε όμως και πέταξε το μπωλ στο πάτωμα.
Μέχρι εκείνη την ηλικία ο -68 ετών σήμερα- άνδρας, δεν είχε φάει ποτέ στο τραπέζι.
Όταν ήταν έξι ετών, ο μπαμπάς του Ισπανού Μάρκος Ροντρίγκες Παντόγια τον πούλησε σε ένα βοσκό. Ο βοσκός έπαιρνε το μικρό αγόρι στα βουνά να τον βοηθά με τη βοσκή των κοπαδιών. Γρήγορα ο βοσκός πέθανε. Η γυναίκα του – και μητριά του Μάρκος- τον χτυπούσε συνέχεια. Έτσι το αγόρι αποτραβήχτηκε και έμενε μόνο στα βουνά με μοναδική παρέα τους λύκους και άλλα ζώα.
Είχε μάθει τα βασικά από τον ηλικιωμένο βοσκό: να κυνηγά πουλιά και λαγούς και να τρέφεται.
Όμως οι λύκοι και άλλα ζώα τον “καθοδηγούσαν να βρω τροφή. Ό,τι έτρωγαν αυτά, το έτρωγα και εγώ” λέει στο BBC. “Τα αγριογούρουνα έτρωγαν βολβούς που βρίσκονταν θαμμένοι στο χώμα. Τους έβρισκαν από τη μυρωδιά. Όταν έσκαβαν το χώμα, αναζητώντας τους, εγώ τους πετούσα πέτρες. Έφευγαν μακριά και εγώ έκλεβα τους βολβούς” λέει.
Παίζοντας με τους λύκους
Όμως μια μέρα μπήκε σε μια σπηλιά. Βρίσκονταν εκεί μερικά μωρά λυκάκια. Έπαιξε μαζί τους, χαλάρωσε και τον πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγμή η μητέρα τους, τους έφερε φαγητό. “Ξύπνησα. Με πρόσεξε και με κοίταξε άγρια. Η λύκαινα άρχισε να σκίζει το κρέας σε κομμάτια. Ένα λυκάκι με πλησίασε και εγώ προσπάθησα να του κλέψω το φαγητό γιατί πεινούσα. Η μητέρα του μου επιτέθηκε με τα νύχια της. Έκανα πίσω” λέει.
Όταν όμως τα μικρά έφαγαν, η λύκαινα πέταξε ένα κομμάτι κρέας και στον Μάρκος. Εκείνος όμως είχε φοβηθεί από πριν και δεν το πήρε. Η λύκαινα το έσπρωχνε με τη μύτη της προς τον Μάρκος.
” Το πήρα, το έφαγα και σκεφτόμουν ότι θα με δάγκωνε. Ωστόσο, εκείνη έβγαλε τη γλώσσα της και άρχισε να με γλύφει. Μετά από αυτό ήμουν μέρος της οικογένειας” λέει ο Ισπανός.
Απέκτησε όμως και άλλο φίλο, ένα φίδι. Ο Μάρκος το τάιζε γάλα κατσίκας και το φίδι τον ακολουθούσε παντού.
Σιγά σιγά έμαθε να μιμείται τους ήχους των ζώων για να του απαντούν. Ξέχασε να μιλά (με ποιον να το έκανε άλλωστε;).
Η επιστροφή στην κοινωνία των ανθρώπων
Όταν μετά από πολλά χρόνια τον ανακάλυψε μια περίπολος της Πολιτοφυλακής τον πήγε στο αστυνομικό τμήμα στο χωριό Φουεντσιαλέντε.
Η αστυνομία βρήκε το βιολογικό πατέρα του Μάρκος και τον κάλεσε να τον αναγνωρίσει. Ο Μάρκος λέει ότι δεν αισθάνθηκε τίποτε όταν τον είδε. Αντίθετα η πρώτη εποχή που πέρασε και πάλι μεταξύ των ανθρώπων ήταν η πιο τρομακτική της ζωής του. Έτρεμε το ψαλίδι του κουρέα, γρύλιζε στις καλόγριες που τον φρόντιζαν όταν τον έβαζαν να κοιμάται σε κρεβάτι.
“Δεν μπορούσα να αντέξω τόσο θόρυβο. Τα αυτοκίνητα… και ο κόσμος να πηγαινοέρχεται σαν τα μυρμήγκια. Τουλάχιστον τα μυρμήγκια πηγαίνουν όλα στην ίδια κατεύθυνση. Ο κόσμος πήγαινε παντού! Φοβόμουν ακόμα και να διασχίσω τον δρόμο!” λέει.
Ο ίδιος λέει στο BBC ότι σκέφτηκε πολλές φορές να γυρίσει στα βουνά. Αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που τον κρατούν πια εδώ. Τα δυο πιο βασικά, όπως λέει, είναι η μουσική και οι γυναίκες.
Πηγή: www.news.gr