Έτοιμος να αποχωρήσει από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού εμφανίστηκε ο Παναγιώτης Μπιτσαξής.

Έτοιμος να αποχωρήσει από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού εμφανίστηκε ο Παναγιώτης Μπιτσαξής. Ο Γενικός Γραμματέας τόνισε πως η πολιτική που ακολουθείτε σχετικά με τον αθλητισμό, τον αναγκάζουν να βρεθεί προς την πόρτα της εξόδου. Όπως υπογράμμισε, έχει συρρικνωθεί η χρηματοδότησης από την πλευρά της Πολιτείας και έθεσε την 7η Δεκεμβρίου, ως καταληκτική ημερομηνία για να δοθεί λύση στο πρόβλημα.

Αρχικά, ο Μπιτσαξής τόνισε: «Στις 4 Αυγούστου μετά από ψήφιση του μεσοοπρόθεσμου του Υπουργείου Οικονομικών, περιόρισε τις χρηματοδοτήσεις για τον Αθλητισμό, κατά 51%. Ουσιαστικά πρόκειται για συρρίκνωση 30 εκατομμύρια ευρώ. Ουσιαστικά μας είπαν να λειτουργήσουμε με το 25% των χρημάτων που δίνονταν το 2008. Ο Αθλητισμός καλύπτει το 0,2% του τακτικού προϋπολογισμού του κράτους. Στο πεδίο των επενδύσεων καλύπτει μόλις το μισό χιλιοστό. Είναι αδύνατο να προχωρήσει έτσι ο Αθλητισμός».

Στην συνέχεια συμπλήρωσε: «Θέλει την μπακέτα του Χάρι Πότερ. Δεν μπορεί να γίνει. Το έχω καταστήσει σαφές στην ελληνική Κυβέρνηση. Εγώ θεωρώ ότι ο Αθλητισμός είναι ένα δημόσιο αγαθό, ισοδύναμο με την Υγεία και την Παιδεία. Αν είχα την πεποίθηση ότι η χώρα θα σωθεί με αυτή την μείωση, θα ήμουν ο πρώτος που θα το υποστήριζε. Δεν με βρίσκει αυτή η πολιτική σύμφωνο. Οι πόροι του Αθλητισμού που χρησιμοποιούνται είναι ελάχιστοι. Και ο φόρος που καταβάλλεται βαρύς. Οι Έλληνες αθλητές στενάζουν από υποχρηματοδότηση. Το μέλλον των αθλητικών εγκαταστάσεων δεν είναι μόνο αβέβαιο, αλλά οδηγούνται σε κλείσιμο. Σε μαρασμό. Εκτιμώ ότι αυτή η πολιτική οφείλει να τροποποιηθεί. Έγινε σύσκεψη με τους τρεις εκπροσώπους των κομμάτων (σ.σ. που είναι στην Κυβέρνηση), Εμινίδη από το ΠΑΣΟΚ, Ιωαννίδη από τη Νέα Δημοκρατία και Ανατολάκη από το ΛΑ.Ο.Σ. Ενημέρωσα όλους τους υπεύθυνους και υπάρχει μια ακτίδα φωτός ότι θα γίνει αντιληπτό. Πρέπει να υπάρξει μια συναίνεση για να διορθωθεί. Ο Ελληνικός Αθλητισμός οφείλει να λειτουργήσει. Δεν είναι σωστό η συρρίκνωση του. αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, σημαίνει και τη δεδομένη αποχώρηση μου. Θα περιμένω μέχρι και την ψήφιση του προϋπολογισμού, η οποία έχει οριστεί στις 7 Δεκεμβρίου».

Σχετικά με το ποσό που χρειάζεται για να μην υπάρξει πρόβλημα στον αθλητισμό τόνισε: «100 εκατομμύρια ευρώ είναι αναγκαία για την παραγωγική δράση του Αθλητισμού. Μακάρι να έρθει κάποιος και να κάνει διαχείριση. Εγώ δεν μπορώ. Αν είναι να κλείσεις 20 αθλητικά κέντρα, τότε γίνεται».

Και συμπλήρωσε: «Απαιτείται επανεξέταση λειτουργίας των δύο μεγάλων κέντρων, του Ολυμπιακού Σταδίου και του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας. Ενδεικτικά, στο ΟΑΚΑ από τα 23 εκ. ευρώ που ήταν τα έξοδά του, φτάσαμε στα 10-11 εκατομμύρια».

Επίσης, ο Μπιτσαξής τόνισε: «Ανοίξαμε τρία μέτωπα. Της βίας, των «στημένων» και του ντόπινγκ. Ξεκινάμε με τη βία. Προσπαθήσαμε με ένα μέτωπο αντί-βίας να την αντιμετωπίσουμε. Έχοντας στο πλευρό μας τις υγιείς δυνάμεις του ποδοσφαίρου. Όταν αυτό έδειχνε να μην αποδίδει, θέσαμε τις οικονομικές επιχορηγήσεις ως μέτρο αντιμετώπισης. Ορισμένοι έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Στη συνέχεια, κάναμε πιο αυστηρό το Πειθαρχικό Δίκαιο της ΕΠΟ. Η Αστυνομική αποτελεσματικότητα έδειξε τάσεις βελτίωσης παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πάντα πολλά κενά. Είναι γνωστό πως στον χώρο του ποδοσφαίρου, δρουν συμμορίες κοινού εγκλήματος. Πάμε στα «στημένα». Το απόστημα έσπασε. αυτό είναι το συμπέρασμα της διετίας. Χάρις στην συντονισμένη δράση του κρατικού μηχανισμού, έσπασε, δίνοντας ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ποινική έρευνα στην ιστορία της χώρας. Δεν θα κάνω κανένα σχόλιο για την ουσία της ποινικής έρευνας. Από εδώ και πέρα η Δικαιοσύνη έχει τους δικούς της ποινικούς μηχανισμούς. Ενεργοποιήθηκε Αθλητική Δικαιοσύνη. Έχουμε για πρώτη φορά, μετά από 30 χρόνια, πλήθος επιπτώσεων σε πολλές ομάδες. Η προσπάθεια εξυγίανσης δεν αφορούσε μόνο τα «στημένα». Από την αθλητική Δικαιοσύνη βγήκε ένα συμπέρασμα: Τακτικοί Δικαστές. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όσο δεν γίνεται αυτό, θα υπάρχουν αμφιβολίες, «ομίχλες», ελληνική καχυποψία. Ενεργοποιήθηκε ξανά και η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού. Έλεγχε με απόλυτη προσήλωση στη νομιμότητα των ομάδων. Σε μία μεγάλη τομή, που έγινε μετά από 30 χρόνια, δεν μπορεί να μην υπάρχουν λάθη και αδικίες. Αν κοιτάξουμε το δένδρο, μπορούμε να πούμε το Α και το Β λάθος. Αν κοιτάξουμε το δάσος, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι κάτι σημαντικό έγινε στο θέμα αυτό».

Ο Μπιτσαξής μίλησε και για την αθλητική δικαιοσύνη: «Υπήρξαν περιπτώσεις αποφάσεων που με απασχόλησαν. Εκτιμώ ότι δεν αδικήθηκε καμία ομάδα, όμως εκτιμώ ότι έπρεπε να τιμωρηθούν κι άλλοι. Εκτιμώ και το έργο των ποδοσφαιρικών Εισαγγελέων που βοήθησαν στην εξυγίανση. Άστοχη τοποθέτηση της Super League για την αντικατάστασή τους. Για τον Πιλάβιο πιστεύω ότι βοήθησε αποφασιστικά για την διαλεύκανση του σκανδάλου με τα «στημένα».

Σχετικά με το ντόπινγκ δήλωσε: «Δεν υπήρξαν κραυγές στην πολιτική για το ντόπινγκ. Υπήρχαν ψίθυροι. Υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα, κυρίως από συσσώρευση χρεών στους δειγματολήπτες. Υπάρχουν και αστοχίες στον χειρισμό μας. Είναι λίγα αυτά που έχοθυμε κάνει με τις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις που ανοίξαμε. Σώσαμε κάποιες αλλά υπάρχουν ι άλλες. Στην Ελλάδα, όποιος σέβεται τον εαυτό του, δεν έπρεπε να βάλει τα επόμενα 10 χρόνια, ούτε μία πέτρα σε νέα αθλητική εγκατάσταση. Θα έπρεπε να αξιοποιήσει τις υπάρχουσες».

Τέλος, ο Μπιτσαξής τόνισε: «Έκλεισε ένας «κύκλος». Προσπαθήσαμε να λειτουργήσουμε με ένα σχέδιο, με όραμα, με μεράκι και τα αποτελέσματα είναι στην κρίση των πολιτών. Ακριβώς πριν από δύο χρόνια, αναλάβαμε έξι συγκεκριμένες γενικές δεσμεύσεις:

1. Να μετατρέψουμε την Γ.Γ.Α. σε μία ευνομούμενη δημόσια υπηρεσία.
2. Να τερματίσουμε τη σπατάλη της ανομίας.
3. Να κρατήσουμε όρθιο τον ελληνικό, ερασιτεχνικό αθλητισμό.
4. Να προχωρήσουμε στον εθνικό αθλητικό σχεδιασμό.
5. Να συγκρουστούμε με βία, στημένα, αναβολικά,
6. Να κάνουμε πράξη τη θέση ότι ο αθλητισμός είναι δημόσιο αγαθό και ανήκει σε όλους.

Παραλάβαμε μία Γ.Γ.Α. που δεν ήξερε, που, τι και γιατί το χρωστάει. Αυτή τη στιγμή η Γ.Γ.Α. λειτουργεί υπό όρους νομιμότητας. Τα σωματεία – μαϊμούδες αποτελούν πια παρελθόν. Παραδείδουμε μια ευπρεπή δημόσια υπηρεσία. Ακόμα όχι καλή αφού έχει πολύ δρόμο να διανύσει».