Ο 78χρονος Κώστας Ζολώτας γνωρίζει τον Όλυμπο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο.
Ο 78χρονος Κωνσταντίνος Ζολώτας μπορεί να περηφανεύεται -και όχι άδικα- πως μετά τον Δία γνωρίζει τον Όλυμπο καλύτερα από τον καθένα. Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε σε κορυφές και χαράδρες, αφού για περισσότερα από 50 χρόνια ήταν οδηγός βουνού. Γνωρίζει τον Όλυμπο σαν την … παλάμη του χεριού του και οι ιστορίες που διηγείται -άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες- είναι μοναδικές και άκρως ενδιαφέρουσες.
Μας υποδέχτηκε στο Λιτόχωρο του νομού Πιερίας και η πρώτη εντύπωση ήταν πως παρά την ηλικία του, πρόκειται για έναν “αιώνιο έφηβο”! Φορώντας κοντομάνικο και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, μας οδήγησε στο αυτοκίνητό του, με το οποίο μας αποκάλυψε κάθε γωνιά της άγριας, μοναδικής ομορφιάς του βουνού.
Πρώτος σταθμός ήταν η θέση Σταυρός, σε υψόμετρο 990 μέτρων, όπου βρίσκεται ένα μικρό, ξύλινο, καταφύγιο για τους ορειβάτες. “Η περιοχή αυτή πήρε το όνομα της από ένα δέντρο που υπήρχε παλαιότερα εδώ και ήταν σε σχήμα Σταυρού”, μας είπε ο 78χρονος, σε μια πρώτη, τυπική αναφορά στην περιοχή, για να “σπάσει ο πάγος”.
Καθώς ο χρόνος κυλά, η ατμόσφαιρα χαλαρώνει και ο κ. Ζολώτας αρχίζει σιγά-σιγά να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Οι μνήμες τον οδηγούν πολλά χρόνια πίσω όταν ο ίδιος και αρκετοί ακόμη φίλοι του, σε ηλικία 16 και 17 ετών, αποφάσισαν με τα βαριά σακίδια τους να ανέβουν τον Όλυμπο.
“Ξεκινήσαμε κάποια μέρα, το 1952, από το Λιτόχωρο, μια παρέα 8 – 10 ατόμων. Με τα πόδια φτάσαμε έως το καταφύγιο και την επομένη κατακτήσαμε την κορυφή του Μύτικα, στα 2.918 μέτρα. Από τότε γεννήθηκε και μεγάλωσε η αγάπη μας για το βουνό. Έτσι, δημιουργήσαμε την πρώτη ορειβατική ομάδα στο Λιτόχωρο και στη συνέχεια τον τοπικό Ορειβατικό Σύλλογο”.
Ο μπαρμπα-Κώτσος, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, δηλώνει ότι είναι αδύνατο να υπολογίσει πόσες φορές περπάτησε το βουνό στα πενήντα χρόνια της σταδιοδρομίας του, όμως ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να βλέπει πράγματα και συνθήκες που τον μαγεύουν: “Ο Όλυμπος είναι πάντα διαφορετικός. Καμιά φορά δεν έχει την ίδια μορφή. Κάθε μέρα είναι διαφορετική. Τα σύννεφά του, οι ανατολές του, οι δύσεις του, οι καταιγίδες του . Δεν ξέρουμε την άλλη μέρα τι θα ξημερώσει στον Όλυμπο. Είναι απρόβλεπτος”.
Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια παρουσίας του, ο 78χρονος έχει περισσότερες από 110 διασώσεις στο ενεργητικό του. Το 1995, όταν συμπλήρωσε τις εκατό διασώσεις, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. “Υπάρχουν αρκετά περιστατικά να θυμάμαι. Διασώσεις, απεγκλωβισμούς, μεταφορά νεκρών. Σώσαμε αρκετούς ανθρώπους, κάποιοι όμως δεν άντεξαν. Θυμάμαι ένα ζευγάρι νεαρών Πολωνών τουριστών, που ξεκίνησαν να πάνε στο καταφύγιο με εξάρτυση θαλάσσης, ενώ πάνω ήταν χιονισμένα. Η κοπέλα γλίστρησε στο χιόνι και έμεινε ανάπηρη. Επέστρεψε στον Όλυμπο 15 χρόνια μετά, για να έρθει να μας βρει και να μας ευχαριστήσει”.
Ωστόσο, υπάρχουν κι αυτοί που ξεχνούν . Ο κ. Ζολώτας δεν κρύβει το παράπονό του γι’ αυτούς, που στάθηκαν τυχεροί, μέσα από μια περιπέτεια, αλλά ξεχνούν τις διασώστες. “Ένα μικρό ποσοστό μας θυμάται. Δεν μετριούνται ούτε στα δάχτυλα ενός χεριού. Μια φορά, ένας Αμερικανός μας έγραψε μια ευχαριστήρια κάρτα, ενώ κάποιους χρειάστηκε να τους κουβαλήσαμε χιλιόμετρα στην πλάτη μας γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος μεταφοράς. Ίσως, όμως, να μην θέλουν να θυμούνται αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής τους”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 78χρονος.
Η ανάβαση στον Όλυμπο συνεχίζεται έως τη θέση Πριόνια, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων. Το σκηνικό είναι μοναδικό, με τον μικρό καταρράκτη και τον Ενιπέα ποταμό να μαγεύουν. “Στο βουνό έχουν καταγραφεί ορειβάτες από 70 εθνικότητες. Ο Δίας ήξερε και είχε προβλέψει ότι τον χώρο αυτό θα τον επισκεπτόταν ομορφιές απ’ όλη την Ευρώπη. Είχε αδυναμία στις ωραίες γυναίκες άλλωστε .”, αναφέρει, χαριτολογώντας, ο κ.Ζολώτας.
Στα Πριόνια τελειώνει η άσφαλτος και οι ορειβάτες, αναγκαστικά, εγκαταλείπουν τα οχήματα τους. Προμηθεύονται από το αναψυκτήριο-εστιατόριο που υπάρχει στην περιοχή το τελευταίο νερό και πρόχειρα φαγητά, προτού ξεκινήσουν το ανηφορικό μονοπάτι με τα πόδια.
“Δεν προμηθεύουμε απλά τους ορειβάτες με καφέδες και φαγητό. Σε θέματα διάσωσης, είμαστε εδώ και βοηθάμε όσο χρειάζεται, γιατί γνωρίζουμε καλά το βουνό και τα μονοπάτια του”, δηλώνει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, Δημήτρης Κυρίτσης.
Στο χώρο βρίσκεται και ο αγωγιάτης, Ευρυπίδης Σκρέτας, ο οποίος από τις αρχές Μαΐου έως και τον Οκτώβριο πραγματοποιεί μεταφορές με τα γαϊδουράκια του στο καταφύγιο. “Με εφτά τον αριθμό μουλάρια, πηγαίνω τρόφιμα, διάφορα υλικά, ψυγεία, οτιδήποτε χρειαστεί στο καταφύγιο. Η δουλειά είναι δύσκολη, όταν τα μουλάρια . μουλαρώνουν και στο μέσο της διαδρομής θέλουν να γυρίσουν πίσω”, μας λέει.
Το μονοπάτι για το καταφύγιο “Σπήλιος Αγαπητός”, το οποίο διαχειρίζεται, σήμερα, η Μαρία Ζολώτα, μια από τις τέσσερις κόρες του 78χρονου, είναι σημειωμένο με πινακίδες και κόκκινα σημεία. Από εδώ αρχίζουν τα όρια του Εθνικού Δρυμού, όπου απαγορεύεται το κόψιμο κάθε φυτού. Είναι μια διαδρομή 6 χιλιομέτρων, με υψομετρική διαφορά 1.000 μέτρων και η διάρκεια της διαρκεί από 1,5 έως 3 ώρες, ανάλογα με το ρυθμό πορείας του ορειβάτη.
“Στο καταφύγιο καταγράφονται κάθε χρόνο περίπου 7.500 διανυκτερεύσεις- οι μισοί περίπου Έλληνες. Το πρόβλημα του Ολύμπου, όμως, είναι η προστασία του. Είναι ένα μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας, όμως δεν υπάρχει φύλαξη. Αρκετοί ανεβαίνουν επάνω, ανάβουν φωτιές και πετάνε τα σκουπίδια τους. Το βουνό είναι σπίτι μας και πρέπει να το προστατέψουμε”, αναφέρει ο κ.Ζολώτας.
Από το καταφύγιο έως και τη ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα, απαιτούνται άλλες 2,5 ώρες ανάβασης. Εκεί, βρίσκεται και ο θρόνος του Δία, σύμφωνα με τη μυθοπλασία των αρχαίων Ελλήνων. “Αυτό είναι το σημείο που επέλεξαν να ζήσουν οι θεοί. Θα έλεγα ότι αυτοί το γνωρίζουν καλύτερα, όμως μετά τον Δία μπορώ να πω ότι έχω την πιο μακρόχρονη θητεία στον Όλυμπο”, αναφέρει ο κ. Ζολώτας, ο οποίος ακόμη και σήμερα, παρά τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του, πραγματοποιεί -κάποιες φορές το χρόνο- την ορειβατική διαδρομή.
Μάλιστα, ο ίδιος έχει αναπτύξει μια ξεχωριστή σχέση με τους Ολύμπιους θεούς και γι’ αυτό, όταν τον ρωτάμε για πόσο ακόμη θα συνεχίσει ν’ ανεβαίνει το βουνό, μας λέει: “Πρώτα ο Δίας.”.
Η πρώτη ανάβαση στον Όλυμπο
Η πρώτη ανάβαση στον Όλυμπο έγινε τον Αύγουστο του 1913. Δύο Ελβετοί, ένθερμοι φιλέλληνες, οι Frederic Boissonnas και Daniel Baud – Bovy συνάντησαν στο Λιτόχωρο τον Χρήστο Κάκκαλο, υλοτόμο και κυνηγό. Οι τρεις τους κατέκτησαν την “κατοικία” των θεών του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Η κατάκτηση των κορυφών του Ολύμπου προσελκύει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης της εποχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι υπέροχες φωτογραφίες που τράβηξε ο Boissonnas κάνουν το γύρο του κόσμου.
“Ο Όλυμπος είναι σημαντικός για όλη την Ελλάδα, όχι μόνο για τη δική μας περιοχή. Είναι το ‘άλφα και το ωμέγα’, η ύπαρξη και η ταυτότητα της χώρας μας”, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Δίου-Ολύμπου, Γιώργος Παπαθανασίου.
“Παλαιότερα- προσθέτει- είχαμε δώσει ένα ερωτηματολόγιο ως Δήμος Λιτοχώρου στις εισόδους της Ελλάδας για να το συμπληρώνουν οι αλλοδαποί τουρίστες. Και στο ερώτημα τι ξέρουν από τη χώρα μας, το 96% απαντούσε τον Όλυμπο και στη συνέχεια την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ο Όλυμπος είναι η ταυτότητα που δεν την έχουμε αναδείξει όσο πρέπει στο εξωτερικό”. Ο Χρήστος Κάκκαλος πραγματοποίησε την τελευταία του ορειβασία στον Όλυμπο σε ηλικία 93 ετών. Ήταν παρέα με την 3χρονη τότε, Χριστίνα Ζολώτα. “Αποτέλεσαν την ομάδα του γηραιότερου και του νεότερου ορειβάτη, που πάτησαν την κορυφή του Ολύμπου”, θυμάται, έμπλεος χαράς και περηφάνιας, ο Κωνσταντίνος Ζολώτας.