“Κόκκινη κάρτα” έδειξε στην κυβέρνηση η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας με αφορμή την ψήφιση της τροπολογίας με την οποία ουσιαστικά νομιμοποιούνται όλες οι λίστες φοροδιαφυγής.
Σε ανακοίνωση τους κάνουν λόγο για “σχεδόν λάθρα και εν κρυπτώ κατάθεση προς ψήφιση διατάξεων χωρίς προηγούμενη διαλογική επεξεργασία που απαξιώνει το θεσμό της διαβούλευσης”. Μάλιστα, εκφράζουν φόβους ” ότι με την ψηφισθείσα διάταξη ανοίγει ο δρόμος για την ελεύθερη κυκλοφορία άγνωστης προελεύσεως λιστών, οι οποίες θα αξιοποιούνται αδιακρίτως σε βάρος δικαίων και αδίκων για την απόδειξη οικονομικών εγκλημάτων” και καταλήγουν: “Το Δικηγορικό Σώμα θεωρεί ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς οφείλει να διεξάγεται με τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων και σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδιώκεται με οποιοδήποτε τίμημα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα”.
Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:
” Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε ότι στον ψηφισθέντα την 22/12/2015 νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης συμπεριλήφθηκε διάταξη, η οποία τροποποιεί το άρθρο 177 ΚΠΔ και επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (δηλαδή τα λεγόμενα «σκάνδαλα διαφθοράς»).
Τόσο η διαδικασία ψηφίσεως όσο και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάταξης εγείρουν σοβαρότατες αντιρρήσεις θεσμικού και δικαιοκρατικού περιεχομένου, τις οποίες το Δικηγορικού Σώμα αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει. Πρέπει να σημειωθεί ότι:
1. Η συγκεκριμένη διάταξη κατατέθηκε από τον αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης αιφνιδιαστικά ολίγες ώρες πριν από την ψήφιση του νόμου για το «σύμφωνο συμβίωσης» χωρίς να έχει περιληφθεί στο σχέδιο νόμου που τέθηκε υπό διαβούλευση και χωρίς οποιοδήποτε έστω και άτυπο προηγούμενο προϊδεασμό για την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αναλάβει τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία. Η σχεδόν λάθρα και εν κρυπτώ κατάθεση προς ψήφιση διατάξεων χωρίς προηγούμενη διαλογική επεξεργασία απαξιώνει το θεσμό της διαβούλευσης, ο οποίος καθίσταται ακόμη περισσότερο αναγκαίος , όταν προτείνονται διατάξεις, όπως η προκείμενη, οι οποίες ρυθμίζουν ευαίσθητα δικαιοπολιτικά ζητήματα και άπτονται συνταγματικών δικαιωμάτων .
2. Η ψηφισθείσα διάταξη διευρύνει (και μάλιστα σημαντικά) τα δικαιοκρατικά ελλείμματα, που ήδη καταγράφονται για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της διαφθοράς. Η θέση της αιτιολογικής έκθεσης ότι το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ περιορίζει υπερβολικά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και εμποδίζει τη διερεύνηση και τιμώρηση των οικονομικών εγκλημάτων και των εγκλημάτων διαφθοράς εμπεριέχει την απροκάλυπτη και θεσμικώς επικίνδυνη διακήρυξη ότι σε αυτόν τον τομέα εγκληματικότητας παρέχονται ελάσσονες εγγυήσεις σε σχέση με τα λοιπούς τομείς εγκληματικότητας. Φοβούμεθα ότι με την ψηφισθείσα διάταξη ανοίγει ο δρόμος για την ελεύθερη κυκλοφορία άγνωστης προελεύσεως λιστών, οι οποίες θα αξιοποιούνται αδιακρίτως σε βάρος δικαίων και αδίκων για την απόδειξη οικονομικών εγκλημάτων.
Το Δικηγορικό Σώμα θεωρεί ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς οφείλει να διεξάγεται με τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων και σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδιώκεται με οποιοδήποτε τίμημα. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα”