Ήταν 10 Σεπτέμβρη του 1960, όταν ο Αμπέμπε Μπικίλα, τρέχοντας ξυπόλητος, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Ρώμη και έγινε ο πρώτος Αφρικανός που το κατάφερε.

Ήταν 10 Σεπτέμβρη του 1960, όταν ο Αμπέμπε Μπικίλα, τρέχοντας ξυπόλητος, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Ρώμη και έγινε ο πρώτος Αφρικανός που το κατάφερε.

Υπήρξε ο πρώτος αθλητής που κέρδισε τον Μαραθώνιο Δρόμο σε δύο συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες (1960 και 1964) και ο πρώτος μαύρος Αφρικανός, που κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Μια ζωή που μοιάζει με παραμύθι, μια ζωή με πολύ τρέξιμο, επιτυχίες και τραγικό τέλος.
Ο Αμπέμπε Μπικίλα γεννήθηκε στο Γιάτο της Αιθιοπίας στις 7 Αυγούστου 1932, την ημέρα που γινόταν ο Μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Ήταν γιος ενός φτωχού βοσκού και σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να καταταγεί στον στρατό για να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του. Ξεκίνησε με τα πόδια για την πρωτεύουσα Αντίς Άμπαμπα και επιλέχθηκε για την Αυτοκρατορική Φρουρά του Χαϊλέ Σελασιέ, όπου υπηρέτησε ως στρατιώτης.

Η γνωριμία που άλλαξε τη ζωή του Μπικίλα, ήταν εκείνη με τον Όνι Νισκάνεν. Ο Φινλανδός προπονητής, είχε προσληφθεί από την Κυβέρνηση της Αιθιοπίας, προκειμένου να γυμνάσει την φρουρά και να διαπιστώσει το αν μέσα σε αυτήν, υπήρχαν αξιόλογοι αθλητές.    
Παρά το ότι ο Μπικίλα έδειχνε χαρισματικός, η είσοδός του στην Ολυμπιακή ομάδα της πατρίδας του, το 1960,   ήταν καθαρά θέμα τύχης. Στην θέση του Αμπέμπε, είχε επιλεγεί ο Γουάμι Μπιράτου, ο οποίος λίγες ώρες πριν από   την αναχώρηση για τη Ρώμη, είχε σπάσει τον αστράγαλό του, κατά την διάρκεια αγώνα ποδοσφαίρου.  Έτσι , την θέση του πήρε ο 28χρονος τότε Μπικίλα, που μαζί με τον Μάμο Γουόλντε, εκπροσώπησαν την χώρα.
Την ημέρα διεξαγωγής του Μαραθωνίου στην Αιώνια Πόλη, τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά για τον Μπικίλα. Κάθε παπούτσι που φορούσε ή δεν του έκανε ή τον στένευε πολύ. Έτσι αποφάσισε με τον προπονητή του Νισκάνεν να τρέξει ξυπόλητος, όπως το συνήθιζε στις προπονήσεις.

Ο Φινλανδός, γνώριζε καλά πως απόλυτο φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού, ήταν ο Ραντί Μπεν  Αμπντεσελάμ, από το Μαρόκο, ο οποίος έτρεχε πάντα με το νούμερο 26. Έτσι λοιπόν, από την στιγμή που ο Μπικίλα,δεν υπολογιζόταν ως φαβορί για τον αγώνα, του ζήτησε να ψάξει το νούμερο 26 και να προσπαθήσει να μείνει κοντά του.
Το πρόβλημα σε αυτό, ήταν το ότι ο Μαροκινός, έκανε την έκπληξη και αντί για το 26, φόρεσε το νούμερο 185. Η κούρσα ξεκίνησε και ο ξυπόλυτος Μπικίλα, αφού είδε τους αντιπάλους του να τον χλευάζουν για το ότι έτρεχε έτσι, περνούσε τον ένα μετά τον άλλο, αναζητώντας το νούμερο 26. Έτσι λοιπόν, από τα μέσα του αγώνα και μετά, ο Μπικίλα ήταν μαζί με τονΑμπντεσελάμ στις πρώτες δύο θέσεις, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ότι εκείνος ήταν ο     μεγάλος του αντίπαλος, συνεχίζοντας να ψάχνει το νούμερο 26!! Το αποτέλεσμα ήταν το ότι οι δυο τους, συνέχισαν να προηγούνται μέχρι τα τελευταία 500 μέτρα του Μαραθωνίου. Εκεί, ο Μπικίλα με ένα σπριντ, πήρε τη νίκη, με   χρόνο 2:15:16, κάνοντας ρεκόρ, ενώ ταυτόχρονα γινόταν ο πρώτος έγχρωμος που κέρδιζε σε Μαραθώνιο.

Ο Μπικίλα επέστρεψε με το φωτοστέφανο του ήρωα στην πατρίδα του, ενώ η νίκη του χαιρετίστηκε σε όλη την Αφρική. Ο αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ τον παρασημοφόρησε και τον προήγαγε στον βαθμό του δεκανέα. Το 1961 κέρδισε μαραθωνίους στην Ελλάδα, την Ιαπωνία και την Τσεχοσλοβακία και στη συνέχεια αποσύρθηκε για δύο χρόνια από τους στίβους. Στο διάστημα αυτό παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν χωρίς τη θέλησή του πήρε μέρος σ’ ένα αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του αυτοκράτορα. Καταδικάσθηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, αλλά σώθηκε με τη χάρη που του απένειμε ο Χαϊλέ Σελασιέ, λόγω των εξαιρετικών του υπηρεσιών προς την πατρίδα.
Από το 1961 και μετά, ο Μπικίλα έτρεξε σε πολλούς μαραθωνίους (ένας από αυτούς και στην Ελλάδα),   κατακτώντας τη νίκη. Σε όλους, εκτός από εκείνον της Βοστώνης, το 1963, στον οποίο τερμάτισε πέμπτος. Ήταν ο πρώτος αγώνας της καριέρας του Μπικίλα που δεν κατάφερε να πάρει τη νίκη.

Τότε 40 ημέρες πριν από την έναρξη των αγώνων του Τόκιο, κατά την διάρκεια προπόνησης, ο Μπικίλα αισθάνθηκε έντονους πόνους, ωστόσο συνέχισε την προπόνησή του, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Αιτία αυτού, ήταν μια  κρίση σκωληκοειδίτιδας, με τον 32χρονο να περνάει από το χειρουργείο και να ξεκινάει προπονήσεις πριν καν «δέσουν» τα ράμματα.

Το 1964, ο Μπικίλα έτρεξε κανονικά στον Μαραθώνιο. Αυτή τη φορά μάλιστα, δύο εταιρείες έδωσαν μάχη για να  τον προμηθεύσουν με παπούτσια, με τον Αφρικανό να βρίσκει –επιτέλους- αθλητικά στο νούμερό του. Έτσι λοιπόν, έτρεξε κανονικά την κούρσα του, κατακτώντας το Χρυσό Μετάλλιο, με χρόνο 2.12.11 ο οποίος αποτελούσε και νέο Παγκόσμιο Ρεκόρ. Κατά την είσοδό του στο στάδιο, 70.000 κόσμος τον αποθέωσε, ενώ λίγο αργότερα μάθαινε πως ήταν ο πρώτος Μαραθωνοδρόμος που κατακτούσε χρυσό μετάλλιο σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η επιστροφή του στην Αιθιοπία, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Ο Μπικίλα επέστρεψε ως ήρωας στην χώρα του, με τον αυτοκράτορα Χάιλε Σελασιέ να τον προβιβάζει και να παίρνει και προσωπικό αυτοκίνητο ως δώρο, έναν λευκό σκαραβαίο.

Η μοίρα, όμως, έπαιξε άσχημο παιγνίδι στον μεγάλο αθλητή, ένα χρόνο αργότερα. Στην προσπάθειά του να αποφύγει μια ομάδα διαδηλωτών, που εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά του, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, που έπεσε σε χαντάκι. Ανασύρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος από τον «σκαραβαίο» και έμεινε παράλυτος, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Στις 25 Οκτωβρίου 1973 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 41 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία, επιπλοκή από το αυτοκινητιστικό ατύχημα του 1969.

Ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.