Στη γαλλική ιστοσελίδα francsjeux που ασχολείται με αθλητικά και Ολυμπιακά θέματα έδωσε συνέντευξη ο πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής Σπύρος Καπράλος, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Forum του οργανισμού Peace and Sport που έγινε στη Ρόδο.
Μεταξύ άλλων ο κ Καπράλος τόνισε ότι ο αθλητισμός μπορεί να αποτελέσει ένα καθοριστικό στοιχείο στη διαδικασία ένταξης των προσφύγων, ενώ προτεραιότητα της διοίκησης της ΕΟΕ είναι να εξασφαλίσει το μέλλον του ελληνικού αθλητισμού. Επίσης επεσήμανε ότι είναι ακόμη νωρίς για να θέσει η χώρα μας ξανά υποψηφιότητα, ώστε να φιλοξενήσει μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, ενώ φιλοδοξία της ΕΟΕ είναι να μετάσχουν τουλάχιστον 100 αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 2020.
FrancsJeux: Ως Έλληνας πολίτης και πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, πώς σας εμπνέει η έννοια της ειρήνης μέσω του αθλητισμού;
Σπύρος Καπράλος: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Η χώρα μας παραμένει η κοιτίδα της Φλόγας. Ενσαρκώνει την ιδέα της Ολυμπιακής εκεχειρίας. Αισθάνομαι λοιπόν πολύ κοντά στην έννοια της ειρήνης μέσω του αθλητισμού. Και στηρίζω απόλυτα όλες τις πρωτοβουλίες. Είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να αποδείξουμε, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τη δέσμευσή μας σ’ αυτόν τον σκοπό. Πριν από τους Ολυμπιακούς του Ρίο, την άνοιξη του 2016, είχαμε την επιθυμία, η Ολυμπιακή Φλόγα να περάσει από τη δομή φιλοξενίας προσφύγων κοντά στην Αθήνα, πριν φύγει για τη Βραζιλία. Διατηρώ μία ανάμνηση εξαιρετικά δυνατή. Συνεισφέραμε στη δημιουργία ομάδων μπάσκετ και ποδοσφαίρου σε αυτή τη δομή. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο αθλητισμός μπορεί να αποτελέσει ένα καθοριστικό στοιχείο στη διαδικασία ένταξης των προσφύγων».
Η Ελλάδα ανησυχεί ιδιαίτερα για την προσφυγική κρίση, ειδικά τον τελευταίο χρόνο. Ποιό ρόλο έχετε παίξει, με την Ολυμπιακή Επιτροπή, για να βρείτε λύσεις;
«Δουλέψαμε χέρι-χέρι με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και την Ολυμπιακή Αλληλεγγύη στο νησί της Λέσβου, όπου ο προσφυγικός καταυλισμός της Μόρια φιλοξένησε τον περασμένο χρόνο περισσότερους από 6.000 πρόσφυγες. Με την οικονομική ενίσχυση αυτών των δύο εταίρων, μπορέσαμε να κατασκευάσουμε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Από τότε, οι τοπικές ομάδες και αυτές που δημιούργησαν οι πρόσφυγες συμμετέχουν τακτικά σε αγώνες».
Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή πέρασε μία δύσκολη περίοδο το 2017. Σε ποια κατάσταση βρίσκεται σήμερα;
«Πραγματοποιήθηκαν προεδρικές εκλογές. Εκλέχθηκα χωρίς αντίπαλο για μια νέα θητεία. Σήμερα, η προτεραιότητα είναι να εξασφαλίσουμε το μέλλον του ελληνικού αθλητισμού. Οι ενδείξεις είναι πολύ ενθαρρυντικές. Οι αθλητές μας κατέκτησαν τρία χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες Νέων του Μπουένος Άιρες, τα τρία πρώτα της Ελλάδας σε αυτή τη διοργάνωση. Σήμερα είμαστε στραμμένοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκυο 2020, με τη φιλοδοξία να στείλουμε τουλάχιστον 100 αθλητές. Σχεδόν 15 χρόνια έχουν περάσει από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004».
Η Ελλάδα είναι έτοιμη να θέσει ξανά υποψηφιότητα για μεγάλες διοργανώσεις που να εντάσσονται στο διεθνές καλεντάρι;
«Όχι. Είναι ακόμα πολύ νωρίς. Μετά την οικονομική κρίση που βιώσαμε, ο κόσμος δεν θα καταλάβαινε το να εξετάζουμε την υποβολή υποψηφιοτήτων για μεγάλα αθλητικά γεγονότα. Θα διοργανώσουμε του χρόνου τους Μεσογειακούς Παράκτιους Αγώνες. Θα δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα».
Είστε πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Αγώνων του 2019 στο Μινσκ. Ένα τέτοιο γεγονός θα ενδιέφερε την Ελλάδα στο κοντινό μέλλον;
«Όχι. Επαναλαμβάνω δεν είμαστε έτοιμοι. Θα μπορούμε να σκεφτούμε μια υποψηφιότητα για τους Ευρωπαϊκούς Αγώνες μεσοπρόθεσμα, αλλά σήμερα ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση το 2010 σταμάτησε να επιχορηγεί την Ολυμπιακή Επιτροπή. Από τότε δεν παίρνουμε ούτε ένα ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για να αντεπεξέλθουμε, δημιουργήσαμε προγράμματα ενίσχυσης αθλητών υψηλού επιπέδου. Ένα από αυτά, το «Υιοθετήστε έναν Αθλητή» εφαρμόστηκε πριν από τους Αγώνες του Ρίο. Το ανανεώσαμε για το Τόκιο 2020. Έφερε ορατά αποτελέσματα: στους Αγώνες του Ρίο 2016, οι έξι Έλληνες μεταλλιούχοι είχαν όλοι επωφεληθεί από το πρόγραμμα».