Στο δέσιμο που έχει με τον Ολυμπιακό αναφέρεται ο Αντώνης Νικοπολίδης, στην αυτοβιογραφία του.

Στο δέσιμο που έχει με τον Ολυμπιακό αναφέρεται ο Αντώνης Νικοπολίδης, στην αυτοβιογραφία του. Στο νέο μέρος της που προδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», αναφέρεται στη φυγή του από τον Παναθηναϊκό και στην καριέρα του στους «ερυθρολεύκους». Αναλυτικά:

Για την μεταγραφή του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό:

«Εκείνη την εποχή δεν πίστευα ότι ο Ολυμπιακός θα ενδιαφερόταν για μένα. Και επειδή ήμουν αρκετά μεγάλος, αλλά και γιατί προερχόμουν από τον Παναθηναϊκό, τον οποίο τον θεωρούσαν και κατώτερο. Πίστευα, επίσης, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε, πως υπήρχε μία άτυπη συμφωνία ανάμεσα σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό να μην κτυπάει ο ένας παίκτες του άλλου.

Στις 20 Ιανουαρίου, λοιπόν, πήγα με το μάνατζέρ μου στην ΠΑΕ και συναντηθήκαμε με τον Μήτσου και τον Ζάετς να συζητήσουμε για το συμβόλαιο. Με τον Μήτσου είχε συζητήσει και νωρίτερα ο μάνατζέρ μου και του είπε ότι ήμουν διατεθειμένος να κάνω υποχωρήσεις στο οικονομικό, αφού ακόμη εκείνο τον καιρό ο Παναθηναϊκός ήταν πρώτη μου επιλογή. Ο Μήτσου του είχε πει ότι θα μπορούσε να ανεβάσει λίγο την προσφορά της η ομάδα και πως θα μπορούσαμε να τα βρούμε κάπου στη μέση.

Είχα αποφασίσει να μείνω και με 500 χιλιάδες. Όμως, εκείνη τη μέρα όλη τη συζήτηση την έκανε ο Ζάετς. Αυτός είχε τον τελευταίο λόγο στα συμβόλαια και τις μεταγραφές. Η πρότασή του ήταν 250 χιλιάδες για τετραετές συμβόλαιο. Μου είπε ότι η ομάδα είχε χρέη και δεν μπορούσε να κάνει μεγαλύτερη προσφορά. Πιθανόν γιατί είχε υπόψη του κάποιον άλλον τερματοφύλακα με αυτά τα χρήματα και θεωρούσε πως είναι προτιμότερο να έχει δύο τερματοφύλακες με 500 χιλιάδες. Αυτή ήταν η δουλειά του, να μειώσει τα κόστη. Ο Ζάετς, μάλιστα, μου είπε ότι θα ήμουν ελεύθερος να φύγω για ομάδα του εξωτερικού, οποιαδήποτε στιγμή έβρισκα ομάδα στη διάρκεια του συμβολαίου μου, το οποίο μπορούσα να το πάρω σπίτι. Αρκεί να υπέγραφα ένα χαρτί που να έλεγε ότι δεν θα πήγαινα σε καμία άλλη ελληνική ομάδα.

Αυτή η συμπεριφορά με ενόχλησε. Ήμουν τόσα χρόνια στην ομάδα. Δεν μου άξιζε κάτι τέτοιο. Έτσι, επέμεινα στην αρχική μου θέση, από πείσμα και επαγγελματική αξιοπρέπεια. Βέβαια, η ανακοίνωση που μοίρασε μετά η ΠΑΕ έλεγε ότι η πρόταση ήταν τριετές συμβόλαιο με 400 χιλιάδες το χρόνο και το δικαίωμα να μείνω ελεύθερος, αν έρθει πρόταση από το εξωτερικό».

Για το πρώτο του παιχνίδι ως αντίπαλος του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο:

«Ο Μπάγεβιτς με βοήθησε πάρα πολύ ειδικά στο πρώτο παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, που ήταν ένα παιχνίδι με πολλές ιδιαιτερότητες από όλες τις πλευρές. Σε κάθε ντέρμπι αιωνίων υπάρχει μια ένταση, αλλά σε εκείνο το συγκεκριμένο θα περπατούσα σε ένα χώρο που λίγους μήνες πριν τον ένιωθα σπίτι μου, γνωρίζοντας ότι θα με αντιμετώπιζαν σαν εχθρό.

Η αστυνομική παρουσία ήταν πολύ μεγάλη και το καταλάβαμε όταν κατεβήκαμε από το λεωφορείο για να μπούμε στο γήπεδο, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να μας πλησιάσει κανείς. Βέβαια, οφείλω να πω ότι οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού ήταν πολύ ζεστοί απέναντί μου και δε νομίζω ότι το έκαναν από υποχρέωση. Έχω το συνήθειο να μη βγαίνω πριν από το ζέσταμα για να δω το γήπεδο, όπως κάνουν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές. Προτιμώ να τακτοποιώ τα πράγματά μου, να ετοιμάζομαι και να συγκεντρώνομαι.

Εκείνο το βράδυ άκουσα βρισιές και διάφορα συνθήματα, όπως το «πού είναι η κότα», αλλά ακόμη και με εκείνες τις συνθήκες αποφάσισα να βγω μόνος, χωρίς την ομάδα για να τους δείξω ότι δεν τους φοβόμουν και πως ήμουν έτοιμος να τους αντιμετωπίσω. Και όχι μόνο αυτούς αλλά και το ίδιο το παιχνίδι που ήταν ένα παιχνίδι τίτλου. Δεν είμαι υπεράνθρωπος.

Την ώρα που ανέβαινα τα σκαλιά για να βγω έξω είχα έναν εκνευρισμό και μία ανησυχία, αφού δεν ήξερα τι θα μπορούσε να συμβεί, αν κάποιος από τους οπαδούς ξέφευγε και έμπαινε στον αγωνιστικό χώρο. Βγήκα στο γήπεδο και προσπάθησα να κρατήσω λίγο χαμηλά το κεφάλι για να μη δω τι συνέβαινε στις κερκίδες και επηρεαστώ. Ήταν, φυσικά, αδύνατο. Είδα, λοιπόν, ένα γήπεδο που έβραζε και φωτοβολίδες να πέφτουν από παντού. Στο τέρμα από πίσω είδα και δύο ανεγκέφαλους που με σημάδευαν με πιστόλια φωτοβολίδων, αλλά θες το πείσμα μου, η υπερηφάνεια μου, η ανοησία μου, δεν έκανα καμία προσπάθεια να τους αποφύγω. Έλεγα μέσα μου «προτιμώ να με κτυπήσουν από το να τους δείξω ότι τους φοβάμαι».

Για την πιο ασυνήθιστη εκδήλωση λατρείας

«Θυμάμαι ένα περιστατικό στο Ναύπλιο όπου είχα βρεθεί με την γυναίκα μου τη Βάσω και το γιο μου. Καθόμασταν στο τραπέζι ενός καφέ, όταν ήρθε ένας κύριος με μία κοπέλα και αφού μου έδωσε συγχαρητήρια για το Euro, άρχισε να μου επαινεί την κοπέλα, που ήταν ανύπαντρη, που ήταν προκομμένη, ηθική, από καλή οικογένεια, μορφωμένη, με προίκα. Μου προξένευε την κοπέλα! Εκείνη τη στιγμή κλώτσησα τη Βάσω διακριτικά κάτω από το τραπέζι για να μην αντιδράσει και του εξήγησα ότι βρισκόμουν εκεί με τη γυναίκα μου και το παιδί μου και πως θα θέλαμε να μείνουμε για λίγο μόνοι, σαν οικογένεια, αλλά ο τύπος δεν καταλάβαινε τίποτε. Και συνέχιζε το ίδιο ποίημα, μέχρι που αναγκαστήκαμε να αποχωρήσουμε διακριτικά».

Για το Euro 2004:

«Είχα την αλλόκοτη αίσθηση πως ό,τι σκεφτόμουν, ό,τι ήθελα να συμβεί, συνέβαινε. Ότι η μπάλα όταν ερχόταν προς το τέρμα έπαιρνε την πορεία που ήθελα, σαν να την καθοδηγούσα με ένα αόρατο λέιζερ. Μετά τη λήξη του αγώνα δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι συγκεκριμένο, μόνο το ότι έπεσα στο χορτάρι γιατί δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ότι είχαμε γίνει πρωταθλητές Ευρώπης. Η λογική μού έλεγε ότι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Η πραγματικότητα έδειχνε το αντίθετο. Την έκταση των πανηγυρισμών στην Ελλάδα την καταλάβαμε με την επιστροφή. Φανταζόμασταν πως το Καλλιμάρμαρο θα είχε κόσμο, αλλά αυτό που ζήσαμε στη διαδρομή προς το στάδιο ήταν πάνω και πέρα από κάθε φαντασία. Από την υποδοχή με την εντυπωσιακή αψίδα νερού που είχαν κάνει τα πυροσβεστικά στο διάδρομο προσγείωσης του αεροπλάνου, μέχρι τα ελικόπτερα που πετούσαν διαρκώς σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, πάνω από το πούλμαν μέσα στο οποίο βρισκόμασταν. Μετά ήταν ο κόσμος. Η χαρά του, ο ενθουσιασμός του, το πάθος του, αυτή η λαχτάρα της ευτυχίας που μας μετέδιδε δεν ξέρω αν μεταφέρεται στο χαρτί, όσο καλά και αν διηγηθείς μία ανάμνηση».

Για το ποια ομάδα υποστηρίζει:

«Νιώθω ότι είμαι Ολυμπιακός… Επτά χρόνια έζησα, αγαπήθηκα και το αισθάνθηκα. Ότι με αγάπησε ο κόσμος. Με αγάπησε η ομάδα και μου το έβγαζε… Αν με ρωτήσεις πώς το καταλαβαίνεις, η απάντηση είναι εύκολη. Φαινόταν ότι η ομάδα περίμενε από εσένα. Να καθοδηγήσεις, όχι μόνο την ομάδα από το τέρμα, αλλά και όλο το σύνολο… Με την παρουσία σου, με την ομιλία σου, με την εμψύχωση. Μου έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο. Πίστεψε σε εμένα. Αντιθέτως με τον Παναθηναϊκό… Θα μου πεις, τώρα, τον αδικείς… Ξεκίνησα από 17-18 χρονών, δεν μπορούσαν να με πιστέψουν, βρισκόμουν πάντα στον πάγκο, στο μυαλό τους ήμουν πάντα αναπληρωματικός, δεν κατάλαβαν ποτέ τι άνθρωπος ήμουν. Δεν φρόντισαν ποτέ να με γνωρίσουν, να με πλησιάσουν, να τους πω τι αισθάνομαι, πώς βλέπω τα πράγματα. Πάντα με κρατούσαν απέναντι. Με έβλεπαν ως … υπάλληλο. Απλά ήμουν κι εγώ εκεί. Υπήρχα. Κι αυτό με στεναχώρησε.

Είμαι, όμως, ευγνώμων στον Παναθηναϊκό γιατί ήταν το δημοτικό, το γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο μαζί. Μέσα σε 15 χρόνια. Και περίμενα την κατάλληλη στιγμή αποφοιτώντας από αυτό το πανεπιστήμιο, μετά από όλες αυτές τις σπουδές που είχα κάνει, να μου δώσουν την ευκαιρία να τους αποδείξω ότι μπορώ να κάνω παραπάνω πράγματα. Κι όμως, ούτε τότε πίστεψαν σε εμένα. Και ήρθε μία ομάδα «εχθρική», ο μεγάλος αντίπαλος, να με πιστέψει και να μου δώσει όλα αυτά που περιέγραψα… Τι θα έπρεπε να ήμουν; Και εγώ και η οικογένειά μου είμαστε Ολυμπιακοί».

Για τον πατέρα του:

«Στη ζωή μου, πάντα όταν έχω να αντιμετωπίσω μία δυσκολία, αν τον δω στον ύπνο μου το προηγούμενο βράδυ το έχω για καλό οιωνό. Τον είχα δει πριν από το παιχνίδι με τη Χάιντουκ στη Ριέκα, το πρώτο μου στο Τσάμπιονς Λιγκ. Τον είδα και το βράδυ πριν από το εναρκτήριο ματς με την Πορτογαλία στο Euro. Για μένα ήταν οιωνός αλλά δεν μπορούσα να το πω σε κανέναν. Από όλη την πορεία μου στα γήπεδα μία φορά ένιωσα την απουσία του, με πίκρα μεγάλη. Μετά τον τελικό με την Πορτογαλία, όταν συνειδητοποίησα τι είχαμε καταφέρει, γύρισα και κοίταξα στις κερκίδες και έψαχνα να τον βρω.

Ήθελα όσο τίποτε να ήταν εκεί. Να χαρεί, να νιώσει περήφανος. Να μοιραστούμε και οι δυο το γεγονός ότι είχαμε φύγει τόσο μακριά από το βάλτο. Μερικές φορές σκέφτομαι «υπάρχει κάτι που δεν πρόλαβα να του πω; Κάτι που θα ήθελα και δεν του το είπα;» και λέω πως, όταν έρθει και η δική μου η ώρα να φύγω μετά από χρόνια, μπορεί να μείνουν πίσω όσοι αγαπώ αλλά θα τον συναντήσω και θα του πω «πατέρα, τα κατάφερα… Έφυγα από το βάλτο και τα πήγα καλά».

Για το πως ξεκίνησε ως τερματοφύλακας

«Εκείνο που παραμένει μυστήριο είναι η πρώτη φορά που συναντιέσαι με τη μοίρα σου και δεν υποψιάζεσαι ότι αυτή η συνάντηση μπορεί να σου σφραγίσει τη ζωή. Όπως συνέβη με εμένα και τη θέση του τερματοφύλακα. Μία απίστευτη σύμπτωση. Στην ομάδα του χωριού τερματοφύλακας έπαιζε ένας ξάδερφός μου, ο οποίος είχε φύγει για να παντρευτεί αλλά δεν γύρισε την ημέρα που τους είχε υποσχεθεί. Η ομάδα του χωριού έδινε παιχνίδι και σκέφτηκαν να βάλουν εμένα τερματοφύλακα, το ίδιο επώνυμο, ήμουν ψηλό παιδί και έδειχνα μεγαλύτερος από την ηλικία μου, οπότε η αντικατάσταση δεν θα προκαλούσε υποψίες. Από μία μικρή πλαστογραφία ξεκίνησαν όλα. Το άλλο χωριό με το οποίο παίζαμε, ένα κεφαλοχώρι, δηλαδή, μεγαλύτερο από το δικό μας, έχασε το παιχνίδι, δεν έκανε ένσταση, αλλά ήθελε να με πάρει την ομάδα του».

Για τη γυναίκα του, Βάσω:

«Αρκετές φορές, επειδή ήμουν απόλυτα προσηλωμένος στο στόχο μου, στη δουλειά μου, σε εκείνο που ήθελα να πετύχω, παραμελούσα την προσωπική μου ζωή. Εκείνη η εποχή ήταν μία πολύ έντονη περίοδος όπου ήμουν δοσμένος, ολόψυχα, στο ποδόσφαιρο. Τότε, συζούσα με μία κοπέλα, η δεύτερη σοβαρή σχέση μετά από εκείνη στην Άρτα. Μία σχέση ήρεμη, χωρίς εντάσεις από την οποία, όμως, εγώ απουσίαζα. Η σκέψη μου ήταν προσανατολισμένη στο ποδόσφαιρο, μονίμως. Και αυτό ήταν άδικο για την κοπέλα.

Συναντηθήκαμε τυχαία ένα βράδυ όταν κάποιοι κοινοί γνωστοί μας είχαν καλέσει σε μια νυχτερινή έξοδο. Εκείνη την εποχή ήμουν αρραβωνιασμένος και δεν έκανα κανένα σχέδιο στο μυαλό μου. Μεσολάβησε ένας ολόκληρος χρόνος, χώρισα και την ξαναπήρα τηλέφωνο να βγούμε.

Ήταν – και παραμένει – ωραία γυναίκα, γοητευτική, ευχάριστη στη συζήτηση και σταματώ εδώ, αλλιώς θα αφιερώσουμε κεφάλαια ολόκληρα στη Βάσω. Με είχε προσέξει από την πρώτη μας τυχαία συνάντηση και αφού έκανα έναν ολόκληρο χρόνο να της τηλεφωνήσω, συχνά με πειράζει, λέγοντάς μου «και με αυτά τα ανακλαστικά παίζεις τερματοφύλακας;». Η Βάσω έλεγε ότι ήμουν πολύ ντροπαλός και σοβαρός και ότι η τάση μου να ελέγχω τα πάντα φαίνεται και στη συμπεριφορά μου στις προσωπικές μου σχέσεις, όπου βάζω τη λογική πάνω από τα συναισθήματα. Το γεγονός ότι υπήρξε αθλήτρια, μπασκετμπολίστρια που έκανε πρωταθλητισμό, βοηθούσε πολύ στο να με καταλαβαίνει. Ήξερε πώς και πότε το παιχνίδι ή ένα αποτέλεσμα επηρέαζε τη συμπεριφορά μου, με έκανε να κλείνομαι στον εαυτό μου ή να εμφανίζομαι απόμακρος.

Η γυναίκα μου είναι τελείως διαφορετικός άνθρωπος από μένα. Έχει μία τρομερή αυτοπεποίθηση, ως γυναίκα, στα όρια της αλαζονείας και πάντα υποστηρίζει με πειστικότητα την άποψη και τα πιστεύω της. Είναι το κομμάτι που μου έλειπε για να ολοκληρωθώ. Συμπλήρωνε τα δικά μου κενά του χαρακτήρα. Είναι ο άνθρωπος που μου έδωσε τη σιγουριά, την αυτοπεποίθηση στη συμπεριφορά που δεν είχα.

Με έμαθε πώς να μετατρέπω σε θετική ενέργεια όλο τον αρνητισμό και τις φοβίες ή ενοχές που είχα, με απάλλαξε από εκείνο που με εμπόδιζε να προχωρήσω. Να υποστηρίζω, δηλαδή, με τη σκέψη και τη συμπεριφορά μου, τις πράξεις μου και τον αγώνα για να πετύχω τους στόχους μου. Καταλάβαινε όλες τις ιδιαιτερότητες της ζωής ενός επαγγελματία αθλητή, φυσικά και τις οικονομικές».