Ο Λέο Μάτος υπογράμμισε πως ορισμένοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα παίζουν σαν «κορίτσια», θέλοντας να δικαιολογήσει το δικό του στυλ παιχνιδιού με τη φανέλα του ΠΑΟΚ.

Ο Λέο Μάτος υπογράμμισε πως ορισμένοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα παίζουν σαν «κορίτσια», θέλοντας να δικαιολογήσει το δικό του στυλ παιχνιδιού με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Ο Βραζιλιάνος παίκτης υπογράμμισε πως θέλει να παραμείνει για πολλά ακόμα χρόνια στην Ελλάδα, ενώ εξέφρασε την επιθυμία να φτάσει ακόμα και τους 400 αγώνες με την ασπρόμαυρη φανέλα. Ο Μάτος μίλησε στην εφημερίδα «Metrosport», με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό αγώνων με τη φανέλα του «Δικέφαλου» του Βορρά. Αναλυτικά:

– Στο ματς με τον Αρη συμπληρώνεις 100 συμμετοχές. Περίμενες ότι θα μείνεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην ομάδα όταν ήρθες στην Τούμπα;
«Οι 100 συμμετοχές σε μία ομάδα δεν είναι λίγο πράγμα. Είμαι 2,5 χρόνια στον ΠΑΟΚ, εύχομαι να παίξω 300, ακόμη και 400 παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα αγωνίζομαι, αλλά πιστεύω ότι μπορώ να φθάσω τις 400 συμμετοχές. Η ομάδα θα παίξει ένα σημαντικό παιχνίδι εναντίον του Άρη, κάτι που δεν συνέβη τα προηγούμενα χρόνια καθώς ο αντίπαλός μας δεν ήταν στην μεγάλη κατηγορία.  Οι φίλαθλοί μας περιμένουν αυτό το ματς και ακούω πως το συζητούν έντονα, γιατί είναι ένα παραδοσιακό ντέρμπι στην Ελλάδα. Εμείς θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε, όπως κάνουμε σε κάθε παιχνίδι, για να πάρουμε τον τίτλο».

– Από τους 99 αγώνες, ποιον ξεχωρίζεις και έχεις κρατήσει πιο έντονα στην καρδιά σου;
«Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, αν και δεν έπαιξα καλά σε εκείνο το παιχνίδι, την κατάκτηση του πρώτου Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, στον τελικό εναντίον της ΑΕΚ, στον Βόλο. Εκείνη την σεζόν, είχαμε πολύ πίεση από τους φιλάθλους, από τον πρόεδρο, από όλους, γιατί για πολλά χρόνια ο ΠΑΟΚ δεν είχε κατακτήσει ένα τρόπαιο. Για εκείνο το παιχνίδι είμαι πολύ χαρούμενος. Δεν μπορώ να διαλέξω κάποιο ξεχωριστό, ίσως αυτό εναντίον της Σπαρτάκ Μόσχας το καλοκαίρι. Ένα ακόμη που θυμάμαι είναι εναντίον του Παναθηναϊκού όταν πέτυχα γκολ την πρώτη χρονιά μου. Εχω τρείς – τέσσερις επιλογές για να διαλέξω».
– Η φωτογραφία που έχει γίνει viral από τους αγώνες Πρωταθλήματος που έχεις δώσει, είναι εκείνη που σε δείχνει να πανηγυρίζεις στον περσινό αγώνα Πρωταθλήματος με τον Πανιώνιο όταν στις καθυστερήσεις έκανες το 2-2. ‘Ηταν μια από τις πιο έντονες στιγμές;
«Δεν είναι μόνο το γκολ. Εχω πετύχει αρκετά. Υπήρχε πολύ πίεση τότε, ο Λουτσέσκου είχε έρθει δύο μήνες νωρίτερα, μιλάω για εκείνη την περίοδο, δεν βγάζαμε μέσα στο γήπεδο, όσα κάναμε στις προπονήσεις. Εκείνο ήταν ένα τρελό παιχνίδι, σκόραρα στο τέλος, πανηγύρισα έντονα. Πολλοί λόγοι με έκαναν να πανηγυρίσω με πάθος».

-Οι Βαρέλα και Μπίσεσβαρ δήλωσαν πως οι ξένοι διαιτητές και το VAR είναι ότι καλύτερο για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τo VAR δεν το είδαμε ακόμη. Είναι πετυχημένη η απόφαση για τους ξένους διαιτητές;
«Συμφωνώ πως πρέπει να τοποθετηθεί το VAR. Είδα και άλλα ματς στο εξωτερικό όπου οι διαιτητές συμβουλεύτηκαν το VAR για πέναλτι και μετά άλλαξαν την απόφασή τους. Πιστεύω όμως, ότι μπορεί να βοηθήσει. Δεν περιμένω πολλά από τους Ελληνες διαιτητές, όμως η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά για να μειωθούν τα λάθη που γίνονται».

– Η ομάδα σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, 11 σερί νίκες στο Πρωτάθλημα (από πέρσι) έξι στα έξι φέτος. Παίζουν ρόλο τα ρεκόρ; Δείχνουν κάτι;
«Ναι, είναι ένα σημάδι. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τα ρεκόρ ακόμη κι αν τα σπάμε. Εφόσον αυτό συμβαίνει, δείχνει πως δουλεύουμε καλά. Είναι ένα σημάδι πως έχουμε μία συμπαγή ομάδα, δεν δεχόμαστε εύκολα γκολ, αυτό είναι σημαντικό. Αν δεν μπορέσουμε να σκοράρουμε, χάνουμε βαθμούς. Το Πρωτάθλημα είναι πολύ σημαντικό για όλους μας και θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν μέσα στο γήπεδο για να τα καταφέρουμε».

-Τι έλειψε από τον ΠΑΟΚ και δεν κατάφερε να μπει στους ομίλους του CHL;
«Ολοι κάνουμε λάθη. Στα κρίσιμα ματς με την Μπενφίκα, είχε καλή απόδοση στο δεύτερο ημίχρονο της πρώτης αναμέτρησης και πήραμε την ισοπαλία. Στον δεύτερο αγώνα σκοράραμε πρώτοι, δεχθήκαμε όμως γρήγορα την ισοφάριση και η ψυχολογία μας επηρεάστηκε. Δεν μπορώ να πω ότι κάναμε λάθη, ο αντίπαλός μας ήταν πολύ δυνατός και το έδειξε. Μπορεί να χάσαμε την πρόκριση, κερδίσαμε όμως σε εμπειρία και θα προσπαθήσουμε να την αξιοποιήσουμε για να προκριθούμε στους ομίλους την επόμενη σεζόν».

-Το πλήρες ρόστερ για το οποίο γίνεται λόγος πιστεύεις ότι το έχουμε δει στην πράξη; Πολύ κουβέντα γίνεται για το ότι ο ΠΑΟΚ δεν έχει πάρει βοήθεια από τους νεοαποκτηθέντες με εξαίρεση τον Ζαμπά. Θεωρείς ότι χρειάζονται απλά χρόνο προσαρμογής;
«Δεν έχουν όλοι οι παίκτες την ίδια δυνατότητα προσαρμογής σε ένα γκρουπ. Άλλοι τα καταφέρνουν σε τρείς μήνες, κάποιοι άλλοι χρειάζονται έξι μήνες, ορισμένοι περισσότερο. Εξαρτάται από τον κάθε παίκτη, την κάθε κατάσταση. Μερικές φορές έρχεται ένας παίκτης για να καλύψει μία θέση που είναι κενή. Ερχεται, παίζει απευθείας και είναι καλός. Κάποιοι άλλοι έρχονται και πρέπει να ξεπεράσουν εκείνους που ήδη είναι βασικοί. Οσοι ήρθαν είναι μέσα στην ομάδα, είναι πολύ σημαντικοί, ανεξάρτητα πόσα λεπτά παίζει ο κάθε ένας. Πρέπει να είναι έτοιμοι, γιατί όταν έρθει η ευκαιρία, πρέπει να την εκμεταλλευτούν».

-Γιατί πήγες και έπαιξες μπάλα στην Ουκρανία, ενώ θα μπορούσες να είχες πάει σε άλλα πρωταθλήματα;
«Είχα μία καλή πρόταση από την Ουκρανία και τη δέχθηκα. Από τη στιγμή που δεν είχα μία πρόταση από μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα, προτίμησα να πάω στην Ουκρανία. Ξεκίνησα από τις ακαδημίες της Φλαμένγκο και στη συνέχεια η ομάδα μου με παραχώρησε στη Μαρσέϊγ, εκεί έμεινα για τρία χρόνια και στη συνέχεια πήγα στην Ουκρανία όπου έμεινα για επτά χρόνια. Στο διάστημα παραμονής μου εκεί, δεν ήρθε μία πρόταση από τη Μίλαν ή τη Ρεάλ Μαδρίτης. 
Η επιθυμία μου ήταν να παίξω σε μεγάλα κλαμπ. Από τη στιγμή που δεν ήρθε μία τέτοια πρόταση, αποφάσισα να μείνω στην Ουκρανία. Θα προτιμούσα να παίξω στην Ισπανία ή την Ιταλία ακόμη και με λιγότερο μισθό. Όμως ήθελα να εξασφαλίσω την οικογένειά μου γιατί δεν παίζεις για πάντα ποδόσφαιρο. Η αλήθεια είναι πως έζησα όμορφες στιγμές στην Ουκρανία, η γυναίκα μου ήταν ευχαριστημένη. Και από τη στιγμή που δεν ήρθαν οι προτάσεις που ήθελα, αφενός πήγα, αφετέρου παρέμεινα για πολλά χρόνια».

-Ο Γκουερίνο ήρθε και έμεινε στην Ελλάδα. Το φαντάζεσαι και εσύ αυτό για τον εαυτό σου; Θα το ήθελες;
«Για τον Νέτο ήταν πιο εύκολο, γιατί παντρεύτηκε Ελληνίδα. Εγώ με τη γυναίκα μου είμαστε μαζί από το σχολείο. Στο μέλλον πάντως, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Εχω στο μυαλό μου, όταν τελειώσω την καριέρα μου, να επιστρέψω πίσω στη Βραζιλία. Εάν δεν μείνω στον ΠΑΟΚ ή σε άλλο κλαμπ για να δουλέψω, θα επιστρέψω στη Βραζιλία για να βρεθώ δίπλα στους γονείς μου. Πρέπει να γνωρίζουμε όμως, πως κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον».

-Είχες πει παλαιότερα ότι θέλεις να παίζεις μέχρι τα 38 σου ποδόσφαιρο σε καλό επίπεδο. Να υποθέσουμε στον ΠΑΟΚ;
«Φυσικά, εύχομαι, θέλω να παίζω μέχρι τα 38 μου στον ΠΑΟΚ. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν πίνω, σπάνια απολαμβάνω ένα ποτήρι κρασί σε δείπνο με την γυναίκα μου. Προετοιμάζω τον εαυτό μου εδώ και καιρό για να παίξω μπάλα για πολλά χρόνια. Μπορώ να παίξω άνετα μέχρι τα 37 μου ή τα 38 μου. Υπάρχουν παραδείγματα Βραζιλιάνων παικτών που αγωνίστηκαν μέχρι το 41ο έτος της ηλικίας τους και είχαν πολύ καλό επίπεδο. Προσεύχομαι κάθε ημέρα για να μην τραυματιστώ και να παίξω μπάλα για πολλά ακόμη χρόνια».

-Το συμβόλαιό σου με τον ΠΑΟΚ πότε ολοκληρώνεται; Απέρριψες προτάσεις από το εξωτερικό, όπως από την Γαλατά Σαράϊ όπως αναφέρθηκε και σε ξένα μέσα ενημέρωσης;
«Εξαρτάται από τον ΠΑΟΚ. Δεν σκέφτομαι κάτι αυτή την στιγμή. Ηρθαν ορισμένες προτάσεις στο κλαμπ, τόσο μετά το πρώτο χρόνο όσο και μετά το δεύτερο, αυτό το καλοκαίρι. Από τον ΠΑΟΚ μου είπαν πως δεν με πουλάνε, ενώ κι εγώ δεν ζήτησα να φύγω και να πάω σε άλλη ομάδα, παρά τις προτάσεις που ήρθαν. Εξαρτάται από τον πρόεδρο τι θα γίνει αν στο άμεσο μέλλον έρθουν και άλλες προτάσεις. Εδώ είμαι πολύ χαρούμενος, δεν το κρύβω. Οσο για το συμβόλαιό μου, έχω υπογράψει έως το 2020 με τον ΠΑΟΚ».

-Γιατί θέλησες να παίξεις μπάλα; Για την δόξα ή για το χρήμα;
«Γιατί πολύ απλά, αγαπώ το ποδόσφαιρο. Γεννήθηκα στις φαβέλες, έπαιζα ποδόσφαιρο από μικρό παιδί όταν δεν ήμουν στο σχολείο. Είχα την υπομονή, το πάθος για το ποδόσφαιρο το οποίο μου δίνει πολύ καλές συνθήκες διαβίωσης. Όμως δεν με ενδιαφέρει εάν είμαι διάσημος. Βλέπεις δεν έχω κανένα προσωπικό λογαριασμό στο facebook, στο Instagram. Για εμένα δεν είναι σημαντικό αυτό. 
Ασφαλώς και τα χρήματα είναι σημαντικά για να κάνεις την ζωή σου πιο εύκολη, όμως δεν φέρνουν την ευτυχία και την υγεία σε έναν άνθρωπο. Απλά κάνουν την ζωή σου καλύτερη. Διάλεξα το ποδόσφαιρο, γιατί είμαι παθιασμένος με αυτό».

-Γιατί, ενώ είσαι έμπειρος, δίνεις δικαιώματα στους διαιτητές για να σου βγάλουν κάρτες; Και πως μπορείς να τις αποφύγεις στο μέλλον;
«Επαιξα σε 99 παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ και πήρα μόλις μία φορά την κόκκινη κάρτα, στο ματς με την Μπενφίκα. Γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος, το σκορ ήταν 4-1 υπέρ της Μπενφίκα και έχασα το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Δεν πιστεύω ότι έχω κάτι να αποδείξω. Όταν ήμουν στην Ουκρανία, έπαιζα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο αγωνίζομαι στον ΠΑΟΚ. Και κανείς δεν μου είπε να αλλάξω. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξω το στιλ παιχνιδιού μου. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί παίκτες που παίζουν σαν κορίτσια, κάνουν θέατρο πως δήθεν τραυματίζονται από ένα απλό άγγιγμα ή μία απώθηση. Δεν ήρθα στην Ελλάδα για να κάνω θέατρο. Δεν είμαι ηθοποιός. Το άσχημο είναι πως οι διαιτητές πιστεύουν αυτούς τους θεατρινισμούς».

-Αισθάνεσαι πως εάν δεν παίζεις στη δεξιά πλευρά, υπάρχει πρόβλημα στην θέση σου; Ή μήπως δεν είναι έτσι;
«Όχι, έχουμε τον Κίτσιου, ο οποίος πριν έρθω, έπαιξε σε 40 και πλέον παιχνίδια. Όταν ένας παίκτης μείνει για διάστημα τριών ή τεσσάρων μηνών χωρίς παιχνίδια, τότε δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις, γιατί πρέπει να περιμένεις να προσαρμοστεί. Ο Κίτσιου είναι ένας πολύ καλός παίκτης, τον πιστεύω. Από την πρώτη σεζόν που έπαιξε με τον Ιβιτς προπονητή, είχε αγωνιστεί και στο αριστερό άκρο της άμυνας και στα χαφ. Τον πιστεύω πολύ».

-Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σου;
«Όταν πριν από 14 χρόνια γνώρισα την γυναίκα μου, ύστερα όταν παντρεύτηκα και στη συνέχεια όταν ήρθαν στον κόσμο τα παιδιά μου. Αυτά όλα που σας αναφέρω, αποτελούν τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου».

-Υποθετική η ερώτηση. Εάν σου πει η γυναίκα σου να φύγετε αύριο από την Ελλάδα, θα της κάνεις το χατίρι;
«Κοίταξε, για την καριέρα μου, αποφασίζω εγώ. Βεβαίως η γυναίκα μου, λέει τη γνώμη της, συζητάμε τα πάντα, όμως ακόμη κι αν ερχόταν πρόταση από το Καζακστάν και της έλεγα πως πρέπει να πάμε εκεί, θα με πίστευε και θα με ακολουθούσε. Δεν μου είπε ποτέ η γυναίκα μου πως θέλει να αλλάξουμε χώρα και αυτό συμβαίνει. Όπως γνωρίζετε, δεν έχω ατζέντη, δεν με εκπροσωπεί κάποιος μάνατζερ, διαλέγω μόνος μου. Στο σπίτι μου, η γυναίκα μου, λέει τα πάντα, εκτός από το κλαμπ στο οποίο θα παίξω».

-Είστε μία αγαπημένη οικογένεια, όπως δηλώνετε. Δηλαδή, 25 και πλέον άνθρωποι, δεν μαλώσατε ποτέ μεταξύ σας αυτά τα 2,5 χρόνια που είσαι στον ΠΑΟΚ;
«Φυσικά και μαλώσαμε. Ένα γκρουπ είναι σαν μία οικογένεια. Η ζωή δεν είναι μόνο λουλούδια και χαρά. Όταν κερδίζουμε τα παιχνίδια ή όταν χάνουμε, κάποιες φορές μπορεί να μιλήσουμε δυνατά, ή να ουρλιάξουμε για κάποιο λόγο, προκειμένου να εκτονωθούμε. Αλλά αυτό που γίνεται μας βοηθά, δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στην προσπάθειά μας. Ακόμη και όταν φωνάζουμε το κάνουμε για το καλό της ομάδας. Εάν για παράδειγμα φωνάξω δυνατά σε κάποιον συμπαίκτη μου, δεν θα το κάνω για να τον προσβάλλω, αλλά για να τον βοηθήσω να είναι στο κλίμα της ομάδας. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε προβλήματα στα αποδυτήρια. Επίσης στο ποδόσφαιρο δεν μπορείς να λες, παρακαλώ, κάνε αυτό, κάνε μία καλή πάσα. Τα συναισθήματα είναι έντονα. Όταν δεν υπάρχουν φωνές μέσα στην ομάδα, αυτό για εμένα, σημαίνει πως δεν υπάρχει πάθος και το πνεύμα του νικητή, για να κερδίσεις τίτλους. Οι φωνές, που υπάρχουν, συνδέονται με το πάθος».

-Υπάρχει κάποιος άνθρωπος ή κάποιοι άνθρωποι που θα τους ευγνωμονείς σε όλη σου την ζωή;
«Ναι, ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Χωρίς αυτούς δεν θα έκανα τίποτα. Δούλευαν ασταμάτητα, όταν ήμουν μικρός για να μου προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες για να μεγαλώσω και να παίξω μπάλα. Γεννήθηκα στην φαβέλα στο Ρίο, είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώσεις σε αυτό το περιβάλλον και να ανέβεις απότομα ψηλά. Οι γονείς μου, έδωσαν το «αίμα» τους για εμένα και τώρα εγώ δίνω τα πάντα για αυτούς».