Ο Πέδρο Μαρτίνς μαθαίνει και μεγαλώνει μαζί με την ομάδα του, έπαθε κι έμαθε στην Τούμπα, ενώ η ποιότητα και η προσωπικότητα των ερυθρολεύκων οδήγησαν τον Ολυμπιακό από την κόλαση στον παράδεισο.

Πολλά μπορεί να είναι τα συμπεράσματα μετά το Κυριακάτικο, παρανοϊκό είναι η αλήθεια, ντέρμπι ανάμεσα στον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Άλλα μπορεί να είναι βιαστικά, άλλα με βάση το συναίσθημα και άλλα καθαρά με γνώμονα την ποδοσφαιρική λογική. 
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Ευρισκόμενος στο αγωνιστικό χώρο του Γεώργιος Καραϊσκάκης, για λογαριασμό των καναλιών Novasports, είχα τη δυνατότητα να αφουγκραστώ τον κόσμο, τους ανθρώπους γύρω από τις δύο ομάδες αλλά και τους ίδιους τους παίκτες. 

Ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα δεδομένος, αφού το παιχνίδι θα έκρινε πολλά για τηδεύτερη θέση, πέρα από το γόητρο, αλλά για να είμαστε πιο ξεκάθαροι, μόνο ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να πει ότι όντως θα κέρδιζε κάτι «καπαρώνοντας» τη δεύτερη θέση, βάση κατάταξης στην UEFA. Αλλά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα. 

Από την άφιξη των ομάδων μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς ποιος είναι πολύ πιεσμένος, ποιος αισθάνεται το βάρος της «υποχρεωτικής» νίκης και ποιος όχι. Ο Μαρτίνς, ίσως να το κάνει πάντα, περίμενε να κατέβουν όλοι οι παίκτες της ομάδας και μετά να κατέβει εκείνος, όμως δεν είναι αυτό το… ξεχωριστό, αλλά η έκφραση του προσώπου του. Η πίεση που είχε ήταν δεδομένη. Κάθε σύσπαση στο πρόσωπό του έδειχνε πως «πάλευε» να καταλαγιάσει αυτή την πίεση. 

Ο δύσκολος οργανισμός που λέγεται Ολυμπιακός και το κερδισμένο στοίχημα 

Γενικά ο οργανισμός Ολυμπιακός είναι κάτι πολύ δύσκολο, κάτι που γίνεται αβάσταχτο για κάποιους (υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα) που έδειξαν ότι δεν αντέχουν. 
Ο Πέδρο Μαρτίνς από την πρώτη μέρα λοιπόν, σ’ αυτόν τον δύσκολο οργανισμό, έδειξε να «κουμπώνει» καλά. Να «δένει» κι αυτό γιατί έκανε καλή και δίκαιη δουλειά. Τρανό παράδειγμα ο Γκιλιέρμε, που αν και… καψούρα του Μαρτίνς, έμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον πάγκο γιατί ήταν ανέτοιμος. Όταν ο Βραζιλιάνος έφτασε στο σημείο που έπρεπε μπήκε και δεν ξαναβγήκε από την 11άδα δικαιολογημένα καθώς πρόκειται για τον έναν εκ των δύο πυλώνων του Ολυμπιακού (ο άλλος είναι ο Φορτούνης).

Τη φετινή σεζόν ο Ολυμπιακός έχει καταφέρει να «αναγκάσει» τους αντιπάλους του, όχι όλους αλλά τους περισσότερους, να μιλούν με κολακευτικά σχόλια για το ποδόσφαιρο που παίζει. Έργο του προπονητή του που κέρδισε αρχικά το στοίχημα με τους ίδιους του ποδοσφαιριστές του. Πάτησε γερά από την πρώτη στιγμή και έδειξε ότι χτίζει κάτι πολύ καλό. 
Όμως στην Ελλάδα όλοι και όλα κρίνονται από ένα και μόνο πράγμα, όσο κυνικό κι αν είναι, το αποτέλεσμα. 
Έτσι μετά την Τούμπα, αλλά και το 2-2 με την Ντιναμό Κιέβου, ο Πέδρο Μαρτίνς μπήκε στην διαδικασία της αμφισβήτησης, αν και πολλοί το θεωρούσαν λάθος. 
Αυτό λοιπόν, φάνηκε ξεκάθαρα στο ματς με την ΑΕΚ. Πίεση και πάλι πίεση για το αποτέλεσμα. 

Το “μούδιασμα” στο άκουσμα της 11άδας

Η επιλογή της αρχικής 11άδας, εδώ έρχεται αυτό που έγραφα πριν για το τί αφουγκράζεσαι όντας στο γήπεδο και όχι στο σπίτι σου, προκάλεσε μούδιασμα. «Δεν απέδωσε καλά την Πέμπτη», «είναι κουρασμένοι, μήπως θέλει φρεσκάρισμα η ομάδα», ήταν μερικές από τις ατάκες που άκουγες γύρω σου. 
Οι δύο ομάδες μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και από τα πρώτα δευτερόλεπτα, μ’ εξαίρεση ένα «άδειασμα» του Ποντένσε στο πρώτο λεπτό, φαινόταν πως οι “ερυθρόλευκοι” δεν πατούσαν καλά. Η πίεση του προπονητή είχε περάσει στην ομάδα, το λάθος του «σημαδεμένου» για την ατυχία του φέτος Βούκοβιτς, κάνει την ψυχολογία των γηπεδούχων σμπαράλια. Όλα και απ’ όλους λάθος. Η ΑΕΚ είναι μπροστά στο σκορ, αλλά αντιλαμβάνεσαι πως αυτό είναι το δεύτερο που ενδιαφέρει όσους βλέπουν το ματς στο γήπεδο. Η εικόνα των παικτών του Ολυμπιακού ήταν τέτοια που ο φόβος μίας… δύσκολης βραδιάς γιγαντωνόταν.

Η κατά το… ήμισυ βελτίωση του Μαρτίνς και οι αλλαγές νίκης 

Εδώ όμως έρχεται η βελτίωση του προπονητή που μαθαίνει και μεγαλώνει μαζί με την ομάδα του, καθώς είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του που βρίσκεται σε κλαμπ με το μέγεθος και τις απαιτήσεις του Ολυμπιακού. 
Ο Μαρτίνς έπαθε, στην Τούμπα κι έμαθε, στο Καραϊσκάκης. Στο ματς με τον ΠΑΟΚ ο Πορτογάλος τεχνικός άργησε να βγάλει αντίδραση. Ίσως και να μην έβγαλε καθόλου. Αυτό προφανώς, στην αυτοκριτική του, το κατάλαβε και στο ματς με την ΑΕΚ το διόρθωσε. Από το 25 οι Λάζαρος και Τοροσίδης κάνουν ζέσταμα. Ξέρει τί έχει πάει λάθος, ποιοι αποτελούν αδύναμο κρίκο, έτσι όπως είναι το ματς και περιμένει να φύγει το ημίχρονο χωρίς περαιτέρω προβλήματα ώστε να γίνουν οι αλλαγές. 
Ο Τοροσίδης μπαίνει αντί του Βούκοβιτς και πάει ως κανονικό μπακ στη θέση του Μεριά που με τη σειρά του πάει, ως κανονικό στόπερ, δίπλα στον Σισέ. Αυτό δημιουργεί αυτομάτως δύο αλυσιδωτές αντιδράσεις. 
Η μία έχει να κάνει με την ηρεμία στο κέντρο της άμυνας. Η άλλη έχει να κάνει με το γεγονός πως στα δεξιά του ο Ολυμπιακός έχει πλέον έναν έμπειρο μπακ με σπουδαίες επιθετικές ικανότητες που φαίνονται από το πρώτο λεπτό όταν από την σέντρα του, ο Χασάν δεν πιάνει την κεφαλιά όπως θα ήθελε και η μπάλα φεύγει προς το πλάγιο. 
Η δεύτερη αλλαγή, αυτή του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου, δημιουργεί επίσης τις δικές της αντιδράσεις. Απελευθερώνεται ο Φορτούνης ο οποίος δεν χρειάζεται να πηγαίνει πολύ πλάγια για να μπει στην ανάπτυξη, μπαίνει και παίζει ανάμεσα σε Σιμόες και Άλεφ που είναι φανερό πως δεν μπορούν να το περιορίσουν. 
Έτσι χαλάει αυτό που η ΑΕΚ είχε στο πρώτο ημίχρονο. Ο Ποντένσε παίζει πάνω στη γραμμή στα δεξιά, όπου επιβάλλεται να αγωνίζεται και είναι ξεκάθαρο πως μπορεί να κάνει όργια, Γκιλιέρμε και Καμαρά, από τη στιγμή που Ολυμπιακός κρατά μπάλα παίρνουν ανάσες και πλέον δεν χάνουν μάχη. 
Το γρήγορο γκολ αλλάζει και την ψυχολογία, μπαίνει και ο κόσμος στην εξίσωση και η ΑΕΚ δείχνει πως παραπαίει. Μένει από δυνάμεις, ιδέες και η κατηφόρα είναι απότομη. 
Στην ατμόσφαιρα αντιλαμβανόσουν πως το παιχνίδι είχε γυρίσει ξεκάθαρα υπέρ της ομάδας του Μαρτίνς. 

Η αφέλεια της ΑΕΚ και οι επιλογές Χιμένεθ

Η ΑΕΚ στην κατάσταση που βρισκόταν πριν το ντέρμπι, έψαχνε μία ευκαιρία για να χτυπήσει. Ήθελε να βρει έναν ψυχολογικά πιεσμένο Ολυμπιακό για να μπορέσει να τον «τελειώσει». Οι “ερυθρόλευκοι” της κάνουν το… χατίρι όμως η ίδια παρουσιάζει και πάλι ένα πρόσωπο επιθετικά αφελές και άνευρο. 
Μία εβδομάδα πριν, στο παιχνίδι με τον ΟΦΗ, έδειξε ακριβώς το ίδιο. Γκολ πρώτη αλλά μετά  τίποτα. Έπαιζε με την φωτιά μένοντας σ’ εκείνο το 1-0 και κινδυνεύοντας να ισοφαριστεί αν ο ΟΦΗ ήταν ελάχιστα πιο αποτελεσματικός. 
Η Ένωση πέτυχε έναν «άθλιο» στο πρώτο μέρος Ολυμπιακό τον οποίο όμως δεν… σκότωσε. 
Οι επιλογές του Χιμένεθ χωρούν αρκετή κουβέντα, για παράδειγμα αυτή του Σιμόες. Ενός ποδοσφαιριστή που, δικαίως ή αδίκως, βρίσκεται μακριά από την ομάδα και τους αγωνιστικούς ρυθμούς. Επιστρέφει με την αλλαγή προπονητή και μπαίνει αμέσως στην ομάδα. Ένα ματς πριν το ντέρμπι δεν είναι αρκετό για να τον βάλει σωματικά και πνευματικά σε ετοιμότητα. Επιλέγει τον Άλεφ, βαρύ και ψηλό κορμί, όμως δίπλα στον ανέτοιμο Σιμόες αδυνατούσε να πάρει την πρώτη πάσα. Εδώ αναρωτιέσαι τι γίνεται με τον Κρίστισιτς. 
Το ντέρμπι κρίθηκε από τη δουλειά που έχει γίνει από την αρχή της σεζόν, από την ποιότητα και προσωπικότητα των ποδοσφαιριστών και από το γεγονός πως ο Μαρτίνς βελτιώθηκε και… κατάπιε την πίεσή του για το τελικό αποτέλεσμα.