Διαβάστε αναλυτικά την συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης του Κανός:
Για τον τραυματισμό στον Ολυμπιακό:
«Ναι, όταν μου συνέβη, σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο σοβαρό από ό,τι ήταν πραγματικά. Ήδη προπονούμαι με την ομάδα, φαίνεται ότι θα μπω ξανά στις προπονήσεις. Ήμουν πολύ τυχερός. Από αυτό που είχα μέχρι αυτό που πίστευα, δεν ήταν τίποτα, νόμιζα ότι υπήρχε ρήξη στους συνδέσμους, αλλά ήταν διάστρεμμα».
Στην Ελλάδα πήγες δανεικός γιατί στη Μπρέντφορντ δεν είχες πολλά λεπτά. Βρήκες ξανά τον καλό σου εαυτό;
«Ναι, έφυγα από την Μπρέντφορντ γιατί ο προπονητής ήθελε περισσότερο να παίξω ως ακραίος μπακ και δεν είμαι ακραίος μπακ. Είμαι πολύ ομαδικός και δίνω τα πάντα για την ομάδα, μάλιστα όταν ανεβήκαμε με την Μπρέντφορντ έπαιζα ως ακραίος μπακ, αλλά ξέρω ποιος είμαι και πώς είμαι. Είπα στον προπονητή ότι μπορούσε να βασιστεί σε εμένα ως εξτρέμ, αλλά πίστευε ότι δεν ήμουν στο επίπεδο για να γίνω εξτρέμ. Τότε άρχισα να μην απολαμβάνω το ποδόσφαιρο γιατί δεν είμαι αμυντικός».
Για την παρουσία του στην Μπρέντφορντ και την άνοδο στα μεγάλα σαλόνια:
«Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ σημαντικό στον σύλλογο. Έχουμε περάσει πολλά μαζί και είμαι πολύ καιρό στην ομάδα. Έφτασα σε ηλικία 20 ετών, αποτελώντας το πιο ακριβό απόκτημα στην ιστορία του συλλόγου. Υπήρχαν παίκτες με μόλις 3 εκατομμύρια και τώρα κοιτάξτε πού βρίσκονται, παίρνοντας παίκτες 20 εκατομμυρίων. Αυτό για μένα είναι πηγή υπερηφάνειας, γιατί ήρθα σε έναν σύλλογο που πάλευε να μην πέσει από τη δεύτερη κατηγορία στην τρίτη κατηγορία και τώρα ήμασταν μόνιμα στην Premier League. Μου αρέσουν πολύ, είμαι πολύ ευχαριστημένος με όλα όσα μου έχουν δώσει».
Που βασίστηκες για να περάσεις τον θάνατο της μητέρας σου;
«Μόλις έγινε, δύο μέρες μετά, ήρθα ξανά στην Ελλάδα. Ο Μίτσελ ήταν μεγάλο στήριγμα, ο Μπιέλ, ο Χάμες ήταν επίσης απίστευτοι… Ήρθα αμέσως για να παίξω ποδόσφαιρο, γιατί ήθελα η οικογένειά μου, να μαζευτεί για να με παρακολουθήσει να παίζω. Έτσι, τρεις μέρες αφότου πέθανε η μητέρα μου, η οικογένεια ήταν μαζί στο σπίτι του θείου μου γιορτάζοντας το γκολ μου. Φαντάσου, μετά τα όσα ένιωθα που έχασα τη μητέρα μου, γιατί είναι είναι πολύ άσχημα, να μπορώ να βάλω ένα γκολ αμέσως και να χαρίσω στην οικογένειά μου αυτή τη στιγμή ευτυχίας… Αυτό με βοήθησε πολύ να συνεχίσω».
Σε εκείνο το γκολ σήκωσες τη μπλούζα σου και από κάτω έγραφε: «Σ’ αγαπώ μαμά»
«Ήταν πολύ δυνατό. Η φίλη μου η Βαλέρια ήταν στο γήπεδο και ξέσπασε σε κλάματα. Είχα επίσης τη συγκίνηση των ημερών που έζησα και είχα όλα τα πολύ πρόσφατα συναισθήματα όταν ήμουν με την οικογένειά μου στην πόλη. Είναι μια φωτογραφία που μένει εκεί και σίγουρα η μητέρα μου το έχει δει. Είμαι σίγουρος».
Για τον τραυματισμό του 2019 και γιατί φοβήθηκε;
«Δεν φοβάμαι να έχω ξανά αυτόν τον τραυματισμό (ρήξη χιαστού), γιατί χάρη σε αυτόν τον τραυματισμό που είχα είμαι αυτός που είμαι σήμερα και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ καλύτερο από ό,τι πριν. Αλλά τη φετινή σεζόν όταν ένιωσα το «κλακ» στο γόνατό μου, ο κόσμος έπεσε πάνω μου. Σκέφτηκα, ‘Δεν μου φτάνουν αυτά που έχω και τώρα αυτό’…
Όταν μου συνέβη το 2019, ο γιατρός μου είπε ότι δεν ήταν τίποτα και συνέχισα να παίζω, παρόλο που είχα έναν τραυματισμένο σύνδεσμο. Αυτή τη φορά, ήταν το ίδιο. Δηλαδή ο γιατρός μου είπε ότι δεν ήταν τίποτα και φυσικά, έκανα ένα κρύο ντους και θυμήθηκα τι έζησα το 2019… Το συναίσθημα ήταν πολύ δυνατό και άρχισα να κλαίω σαν παιδί. Φέτος έχω συσσωρεύσει πολλά πράγματα και το ποδόσφαιρο ήταν ο τρόπος μου να ξεφύγω λίγο από τα πάντα».
Το 2019 τι συνέβη μόλις επέστρεψες από τον τραυματισμό;
«Κατά τη διάρκεια του τραυματισμού, τις πρώτες εβδομάδες ήμουν σε κακή κατάσταση αλλά μετά έβαλα έναν τόσο σταθερό στόχο στον εαυτό μου να επιστρέψω και να επιστρέψω καλύτερα από ό,τι έφυγα, που αυτός ο στόχος με έκανε να έχω κίνητρο κάθε μέρα. Εκείνη την εποχή με βοήθησε η οικογένειά μου, η μητέρα μου, η αδερφή μου κλπ. Όταν λοιπόν επέστρεψα και δεν ήμουν καλύτερος, καθώς είχα να παίξω καιρό, χρειάστηκα τη βοήθεια από τον Μπέρνι (τον ψυχολόγο του). Μου πήρε πολύ χρόνο για να γίνω ξανά ο εαυτός μου, όχι απλώς καλύτερος από πριν. Κάναμε πολλή, πολλή δουλειά».
Τι συνέβη και πώς το αντιμετώπισες;
«Ο διαλογισμός με βοήθησε πολύ, με απομόνωσε. Υπέφερα πολύ μετά τον Covid-19, γιατί όταν τραυματίστηκα οι εξέδρες ήταν γεμάτες, με την οικογένειά μου. Είμαι ένας παίκτης που μου αρέσουν πολύ οι εξέδρες, η ατμόσφαιρα…
Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει η βοήθεια του κοινού, παίζω για αυτούς. Όταν επιστρέφεις και όλα τα παιχνίδια είναι σαν φιλικά, είναι κάτι που με κράτησε 12-14 παιχνίδια χωρίς να σκοράρω. Ήταν δύσκολο, γιατί τραυματίστηκα σε μια Μπρέντφορντ που αγωνιζόταν στο δεύτερο μισό του βαθμολογικού πίνακα και επιστρέφω σε μια Μπρέντφορντ με προσδοκίες ανόδου αλλά με άδεια γήπεδα. Εκείνα τα 14 παιχνίδια χωρίς να σκοράρω με βάραιναν πολύ και με αποσταθεροποίησαν, το βάρος γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Το Twitter γινόταν βαρύδι, το Instagram…»
Σε αποδοκίμαζαν στο twitter;
«Ναι, αρκετά. Ήταν ένα σωρό πράγματα τότε: δεν σκόραρα, ο Covid-19, το γόνατο… Και ήρθε σε μια στιγμή που θα έπαιζα ξανά και όχι μόνο σκεφτόμουν να μην τραυματιστώ, αλλά και στο Twitter, η κριτική που θα μπορούσε να πέσει πάνω μου. Εκεί με βοήθησε πολύ ο ψυχολόγος μου και έπρεπε να δουλέψουμε πολύ».
Στην Ισπανία όλο και περισσότεροι παίκτες απομακρύνονται από τα δίκτυα…
«Δεν είχα συνηθίσει να δέχομαι κριτική, οπότε με επηρέασε περισσότερο. Τώρα, δεν θα έσβηνα το Twitter ή το Instagram. Μερικές φορές αποσυνδέομαι λίγο επειδή είναι τοξικό, αλλά μετά επιστρέφω. Μου αρέσει το Twitter γιατί μαθαίνεις πολλά, υπάρχουν πολλά νέα, υπάρχουν πολύ καλοί άνθρωποι… Πρέπει να είσαι ανάμεσα, οι οπαδοί πρέπει να κάνουν κριτική, οι παίκτες πρέπει να είναι εκεί, ούτε να το κοιτάς πολύ ούτε να μην το κοιτάς καθόλου. Προφανώς, όποιος δεν θέλει να είναι στο Twitter δεν πρέπει να είναι».
Νομίζεις ότι στις μέρες μας υπάρχει υπερβολικό μίσος στα κοινωνικά δίκτυα;
«Μπορεί να είναι, αλλά γιατί όλα είναι πιο εύκολα. Τώρα μπορείς να λες ότι θέλεις και να κάνεις ότι θέλεις, δεν υπάρχει όριο και αυτό είναι το κακό, δεν υπάρχουν όρια. Επικεντρώνομαι σε αυτούς που με υποστηρίζουν».