Ο Ρομπέρτο χαρακτηρίζει το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Μπενφίκα ως το κορυφαίο βράδυ της καριέρας του και ονειρεύεται επιστροφή στο «Ντα Λουζ» για τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ.

Ο Ρομπέρτο χαρακτηρίζει το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τη Μπενφίκα ως το κορυφαίο βράδυ της καριέρας του και ονειρεύεται επιστροφή στο «Ντα Λουζ» για τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ.

Ο Ισπανός τερματοφύλακας σταμάτησε τους Πορτογάλους την περασμένη Τρίτη στο «Γ. Καραϊσκάκης» και μιλώντας στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» περιγράφει τις στιγμές που έζησε.

Επίσης μιλάει για τη ζωή του στον Ολυμπιακό και την Ελλάδα αλλά και το μέλλον του.

Αναλυτικά:

Κατά τη διάρκεια του αγώνα, άκουγες τον κόσμο που φώναζε συνθήματα για σένα, όπως «Ρομπέρτο, αλάνι, για πάντα στο Λιμάνι»;

«Ναι, άκουγα το όνομά μου, καταλάβαινα ότι έλεγαν κάτι για εμένα, αλλά μετά το ματς έμαθα τι ακριβώς εννοούσαν. Είναι μεγάλη ανταμοιβή για έναν παίκτη, πόσω μάλλον για έναν τερματοφύλακα, να ακούω συνθήματα με το όνομά του. Ο σκόρερ συνήθως παίρνει συνήθως τη δόξα και ο γκολκίπερ το φταίξιμο για το γκολ που δέχεται. Ο κόσμος μού έδωσε δύναμη με τις εκδηλώσεις του και με έκανε άτρωτο. Εκείνη τη στιγμή νιώθεις ότι δεν μπορεί να σε νικήσει κανείς. Αμέσως, όμως, πρέπει να προσγειωθείς, να είσαι συγκεντρωμένος και να περιμένεις το τελικό σφύριγμα. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαλαρώσεις, να δεχθείς γκολ και να χαλάσεις όλη την εικόνα σου. Πρέπει να ξεχάσεις αμέσως τι έκανες και να συνεχίσεις να παίζεις. Ο κόσμος, πάντως, μού έδωσε πολλή δύναμη να συνεχίσω. Η θέρμη με την οποία με αντιμετώπισαν ήταν για μένα μία τεράστια αγκαλιά».

Είχες ποικιλία στις αποκρούσεις σου. Το μόνο που έλειπε από το. ρεπερτόριό σου ήταν η απόκρουση ενός πέναλτι, όπως έκανες με την Παρί και την Άντερλεχτ. Θα απέκρουες και πέναλτι αν χρειαζόταν;

«Καλύτερα που δεν μπήκα σε τέτοια δοκιμασία. Όταν αποκρούσεις ένα-δύο πέναλτι, την επόμενη φορά που δεν θα το καταφέρεις ο κόσμος θα λέει “γιατί δεν έπιασε κι αυτό;”. Προτιμώ εξάλλου τις αποκρούσεις σε διαφορετικές φάσεις, παρά μία σε εκτέλεση πέναλτι, που θα θυμάται ο κόσμος. Στο πέναλτι εξάλλου παίζει ρόλο και η τύχη, εκτός από τη σωστή απόφαση που πρέπει να πάρεις».

Τι μετράει περισσότερο σε μία απόκρουση πέναλτι;

«Η τύχη, η συγκέντρωση και η επιλογή που θα κάνεις εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να ξέρεις και τις σκέψεις του αντιπάλου».

Μελετάς επομένως και τον τρόπο που εκτελεί το πέναλτι κάθε παίκτης;

«Αυτό είναι μυστικό».

Τελειώνει το ματς και πέφτεις κάτω, χτυπώντας με μανία τις γροθιές σου στο χόρτο. Ποια ήταν εκείνη τη στιγμή τα συναισθήματά σου;

«Λύτρωση και απελευθέρωση. Ήξερα ότι έκανα κάτι καλό, ανά πάσα στιγμή όπως μπορούσαν να χαθούν όλα. Όταν άκουσα λοιπόν το τελευταίο σφύριγμα, κατέρρευσα. Ήταν η καλύτερη στιγμή του αγώνα για εμένα».

Ήταν επομένως και η καλύτερη βραδιά της καριέρας σου;

«Ναι, για πολλούς και σπουδαίους λόγους».

Με τη λήξη, είδαμε μία σπάνια σκηνή. Ο Μίτσελ έτρεξε να σε αγκαλιάσει, να σε φιλήσει, να σου μιλήσει και να σηκώσει ψηλά το χέρι σου, όπως κάνουν οι διαιτητές πυγμαχίας στους νικητές. Τι σου είπε εκείνη την ώρα;

«Συγχαρητήρια, έκανε πολύ καλή δουλειά. Σου άξιζε μία τέτοια εμφάνιση, όπως και σε όλη την ομάδα».

Και ο προπονητής της Μπενφίκα είχε κολακευτικά σχόλια για σένα και είπε ότι δεν του έχει ξανατύχει να παίζει ένας τερματοφύλακας μόνος του μία ομάδα. Ήταν μία αναγνώριση για σένα;

«Με χαροποίησε που ο πρώην προπονητής μου μίλησε με θαυμασμό για τις αποκρούσεις μου. Έχω πολύ καλές σχέσεις μαζί του και με στήριξε όταν ήμουν στην Μπενφίκα».

Ένα άλλο γεγονός που έμεινε στη μνήμη μας είναι η κίνηση του Λουιζάο, που έτρεξε να σε αγκαλιάσει και να σε συγχαρεί, παρά την ήττα της ομάδας του.

«Ήταν από τους πρώτους που μου έδωσαν συγχαρητήρια, παρότι έχασε ένα δύσκολο ματς. Και άλλοι πρώην συμπαίκτες μου με συνεχάρησαν. Με τον Λουιζάο, όμως, με συνδέει μία πολύ καλή φιλία. Με είχε βοηθήσει όταν ήμουν στη Λισαβόνα, οι σύζυγοί μας είναι φίλες και έχω άριστες σχέσεις με ανθρώπους της Μπενφίκα. Και εγώ θα του έδινα συγχαρητήρια αν κέρδιζε η ομάδα του».

Και επιστέγασμα όλων αυτών ήταν η δήλωση του Μίτσελ ότι δεν είσαι άγιος, αλλά Παπάς!

«Ο Μίτσελ συνηθίζει να αστειεύεται. Η δήλωσή του ήταν ό,τι πιο ιδιαίτερο ειπώθηκε για μένα».

Η απόδοσή σου ήταν απάντηση στους Πορτογάλους δημοσιογράφους που σε λοιδόρησαν για το πρώτο παιχνίδι;

«Όχι. Εγώ κάνω τη δουλειά μου και οι δημοσιογράφοι τη δική τους. Εγώ δεν δίνω απαντήσεις σε δημοσιεύματα. Αυτό θα ήθελαν οι επικριτές μου, για να πάρουν αξία και να δώσουν συνέχεια, αλλά δεν τους έκανα το χατίρι».

Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο Ολυμπιακός;

«Όνειρό μου είναι να παίξω στον τελικό στο “Ντα Λουζ”. Όχι γιατί είναι έδρα της πρώην ομάδα μου, αλλά επειδή εκεί γίνεται φέτος ο τελικός. Είναι, όμως, περισσότερο από όνειρο, καθώς δύσκολα θα φτάσουμε ως εκεί. Δουλεύουμε, όμως, όλοι μαζί, με όλες μας τις δυνάμεις, για να τα καταφέρουμε».

Φυσικά δεν μπορούμε να μην σε ρωτήσουμε αν θα μείνεις στον Ολυμπιακό.

«Είναι πολύ νωρίς ακόμη και δεν είναι αποκλειστικά δική μου απόφαση, γιατί ανήκω στην Ατλέτικο. Περνάω, πάντως, πολύ καλά, τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου, στην Ελλάδα και όταν έρθει η ώρα θα δούμε».

Δεν έχεις κουραστεί με τις συνεχείς μετακινήσεις; Θα ήθελες να μείνεις για χρόνια σε μία ομάδα;

«Ναι. Περισσότερο για την οικογένειά μου, γιατί εγώ όπου κι αν παίζω είμαι σπίτι, ταξίδια, προπόνηση, αγώνες. Τα παιδιά μου σε ένα-δύο χρόνια θα πηγαίνουν σχολείο και καλό θα ήταν να εγκατασταθούμε κάπου μόνιμα. Η οικογένειά μου παίζει μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις μου και περνάμε καλά στην Ελλάδα. Τους αγαπώ και για αυτό έχω γραμμένα τα ονόματά της γυναίκας μου και των παιδιών μου στα γάντια μου, στα ματς του πρωταθλήματος. Δυστυχώς, στα παιχνίδια του Champions League δεν επιτρέπεται λόγω πρωτοκόλλου».

Πότε πρωτοάκουσες τη λέξη «Ολυμπιακός;»

«Από μικρό παιδί, γιατί μάθαινα τα πάντα για το ποδόσφαιρο. Ήξερα ότι είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη».

Και το καλοκαίρι;

«Μόλις τελείωσε το πρωτάθλημα και υποβιβάστηκε η Σαραγόσα, έπρεπε όλοι οι παίκτες να βρούμε νέα ομάδα. Με ενημέρωσε η Ατλέτικο για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, το συζήτησα με την οικογένειά μου και αποφάσισα να έρθω γιατί πρωταγωνιστεί στο πρωτάθλημα και διακρίνεται στο Champions League».

Ήξερες ότι μετά τον Νικοπολίδη δεν στέριωσε τερματοφύλακας στον Ολυμπιακό και ότι αυτή η θέση στη συγκεκριμένη ομάδα έχει πολλή πίθεση;

«Λογικό, αφού ο σύλλογος έχει υψηλές απαιτήσεις. Ο Νικοπολίδης, όπως ο Μπουφόν και ο Κασίγιας, είναι μία εμβληματική φιγούρα. Τον θυμάται ο κόσμος και η δουλειά του επόμενου τερματοφύλακα είναι πολύ δύσκολη. Ανέβασε ψηλά τον πήχη και το ένιωσα από την πρώτη ήμερα που ήρθα».

Στον σύλλογο υπάρχει και ένας σπουδαίος τερματοφύλακας, ο Κάρολ. Ποιες είναι οι σχέσεις σας;

«Είμαι πολύ τυχερός που συνάντησα τον Ρόι στον Ολυμπιακό. Έπαιξε σε υψηλό επίπεδο και τον συμβουλεύομαι συνέχεια, όχι μόνο για τη θέση που παίρνω κάτω από τα γκολπόστ, τις εξόδους και τις αποκρούσεις, αλλά για τα πάντα. Είναι ένας ευχάριστος άνθρωπος, που δημιουργεί καλό κλίμα στην ομάδα, ακόμη και στις προπονήσεις».

Είχες πει το 2012 στο site «sologoporteros» ότι πρέπει να βελτιωθείς στις εξόδους και στο παιχνίδι με τα πόδια. Το ίδιο ισχύει και τώρα;

«Βεβαίως. Όλοι δουλεύουμε καθημερινά για να βελτιωθούμε. Κανένας δεν είναι τέλειος και υπάρχουν πολλά περιθώρια για να γίνουμε καλύτεροι».

Έπαιξες σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, τρεις χώρες που περνούν κρίση. Σου αρέσει να προσφέρεις χαρά στον κόσμο σε δύσκολες στιγμές;

«Οι τρεις αυτές χώρες έχουν κοινά στοιχεία: τον καιρό, τις εξόδους για φαγητό και ποτό. Με χαροποιεί που βοηθάω τον κόσμο να ξεχνάει τα προβλήματά του. Αυτός, άλλωστε, είναι και ρόλος του ποδοσφαίρου: η διασκέδαση των φιλάθλων».

Πώς χαλαρώνεις πριν από τα παιχνίδια;

«Ακούω μουσική, παίζω μπιλιάρδο και αστειεύομαι με τους παίκτες για να μην σκέφτομαι το ματς. Μου αρέσει η ισπανική ποπ, το χιπ-χοπ, η R’n’B. Αγαπημένους μου είναι ο Kanye West».

Πώς σου φάνηκε το γήπεδο του Παναθηναϊκού;

«Έχω παίξει στην Ισπανία σε γήπεδα όπου ο κόσμος είναι κοντά και τον αισθάνεσαι. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ θερμή, αλλά ένιωσα ότι κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητά μου. Στο τέλος άκουσα έκπληκτος να λένε οι συμπαίκτες μου, όταν τους το ανέφερα, “πάλι καλά. Άλλες φορές ήταν πολύ χειρότερα”».