Ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ΠΑΕ ΠΑΟΚ παρουσιάζει τον βίο και την πολιτεία του κάθε ποδοσφαιριστή της, φιλοξενώντας άγνωστες πτυχές από τη ζωή τους και τις καριέρες τους στην επίσημη ιστοσελίδα της. Σήμερα ήταν η σειρά του Γιώργου Τζαβέλλα. Αναλυτικά: «Μπήκε στη ζωή μας με…φασαρία! Μια παρεξήγηση πριν την συμφωνία, ένα Σαββατοκύριακο χωρισμένοι και τη Δευτέρα. «ζευγάρι»! Κανείς δεν περίμενε ότι αυτή η σχέση θα έδειχνε τόσο μεγάλη «χημεία», τόσο γρήγορα. Όταν ο Γιώργος Τζαβέλλας έπαιρνε το αεροπλάνο από το Μονακό για να υπογράψει στον ΠΑΟΚ, ερχόταν γεμάτος όνειρα. Όταν παραλίγο η μεταγραφή να ναυαγήσει φάνηκε πόσο ήθελαν και οι δυο πλευρές να γίνει ο γάμος. Και έγινε…
Η ορμητική διάθεση του Γιώργου, ο αυθορμητισμός και οι εν θερμώ αντιδράσεις είναι ήδη σήμα κατατεθέν. Οι…πονηροί πήγαν να του χρεώσουν λαϊκισμό, προσπάθεια σαγήνευσης της απαιτητικής ΠΑΟΚτσήδικης κερκίδας, απόπειρα να μετατραπεί σε λαϊκό ήρωα και να εξασφαλίσει το ποδοσφαιρικό του μέλλον στην Τούμπα. Αυτούς τους πονηρούς ο Γιώργος τους έχει καλά κλειδωμένους έξω από τη ζωή του. Όπως και τους περισσότερους άλλους. Έτσι είναι ως άνθρωπος..
Γεννημένος στα τέλη του ΄87 στο Βύρωνα, από τον Δημήτρη και τη Ματθίλδη έγινε από τα δύο του παιδί χωρισμένων γονιών. Και μάλιστα μοναχοπαίδι. Οι δυο γονείς κράτησαν άψογες σχέσεις, ο Γιώργος τους είχε δίπλα του και τους δυο και σήμερα έχει κι έναν αδερφό από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, τον Παναγιώτη, πιθανότατα τον μεγαλύτερο θαυμαστή του.
Ο Δημήτρης Τζαβέλλας -«κολόνα» όπως τον αποκαλεί ο πρωτότοκος γιος του – μύησε τον κανακάρη του στο ποδόσφαιρο. Σκάρτα πέντε ήταν ο μικρός όταν γραφόταν στις ακαδημίες της Δόξας Βύρωνα. Επίσης σκάρτα 15 έπαιξε στην πρώτη ομάδα, στο Β’ τοπικό. Έφτανε για να πάρει την πρώτη του μεταγραφή. Λίγο νοτιότερα, η Τερψιθέα Γλυφάδας θα έπαιρνε το δελτίο του έφηβου πια Τζαβέλλα. Στα τρία χρόνια που έμεινε εκεί απέκτησε και την πρώτη του.εξ αγχιστείας σχέση με τον ΠΑΟΚ. Ο Γιώργος Σκαρτάδος ήταν προπονητής του και έκανε προσπάθεια να τον πάει στη Θεσσαλονίκη, αλλά η προσπάθεια έπεσε στο κενό από τους τότε παράγοντες του Δικεφάλου.
Η καθιέρωση και οι μεταγραφές
Ένας άλλος ποδοσφαιράνθρωπος όμως δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ο Καλογιάννης της Κέρκυρας πλήρωσε 20.000 ευρώ στην Τερψιθέα για να τον πάρει στο νησί. Ήταν τα λίγα πρώτα, από τα πολλά χρήματα που θα τζιράρουν ομάδες για να αποκτήσουν τον μετέπειτα αριστερό μπακ της Εθνικής. Εμεινε 1,5 χρόνο στους Φαίακες, τον πρώτο στην Α’ Εθνική, στην οποία πραγματοποίησε τις πρώτες του 15 συμμετοχές. Το επόμενο καλοκαίρι έφτασε μια ανάσα από την ΑΕΚ αλλά η μεταγραφή χάλασε κι ο ίδιος συνέχισε για έξι μήνες στη Β΄Εθνική. Τον Ιανουάριο του 2008 άλλαξε ομάδα, «επαναπατρίστηκε» στην Αθήνα για τον Πανιώνιο.
Στην πλατεία έμεινε τρία χρόνια σε μια εξαιρετική φουρνιά ποδοσφαιριστών κι έφτασε στο σημείο να βγει πρώτος στις ασίστ στο πρωτάθλημα, να κληθεί πρώτη φορά στην Εθνική, να γίνει κοινώς αποδεκτός από τους συμπαίκτες του, παρότι ακόμη 21-22 χρονών. Ξανά η ΑΕΚ, τώρα και ο Ολυμπιακός έκαναν κίνηση να τον αποκτήσουν. Ο Πολ Κουτσολιάκος του έφερε πρόταση και τον.πήρε σηκωτό για την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, που πλήρωσε 1,2 εκατομμύρια ευρώ συν μπόνους στον Πανιώνιο.
Ο «Τζάβε» ήταν προσαρμοστικός και κάνει γεμάτη χρονιά με 25 ματς και 2 γκολ. Το ένα -εναντίον της Σάλκε- το πέτυχε από τα 73,5 μέτρα (πήγαινε για βαθιά μπαλιά στον Γκέκα), που είναι το μακρύτερο γκολ που έχει επιτευχθεί ποτέ στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα! Προς τη λήξη της σεζόν παθαίνει χιαστό και ουσιαστικά η καριέρα του στην Άιντραχτ τελειώνει με το που επιστρέφει στα γήπεδα. Η Μονακό τον αποκτά αρχικά δανεικό και στη συνέχεια με μεταγραφή. Στο πριγκιπάτο μένει 1,5 σεζόν, δένεται με την ομάδα, κάνει 41 συμμετοχές με 3 γκολ, συνομιλεί με τον Πρίγκιπα Αλβέρτο στα αποδυτήρια, ανοίγει νέους ορίζοντες, αλλά σαν την Ελλάδα δεν έχει! Παράλληλα στην Εθνική μονιμοποιείται και φτάνει αισίως τις 12 συμμετοχές με το Εθνόσημο.
Ο ΠΑΟΚ και η Θεσσαλονίκη
Τέλη Αυγούστου του 2013 μπαίνει επεισοδιακά στη ζωή του ο ΠΑΟΚ. Και φαίνεται ότι η σχέση αυτή έχει μέλλον. Βρίσκει σπίτι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, φέρνει συχνά πυκνά τον μοναδικό κολλητό του -κι αυτόν από τα παιδικά του χρόνια στο Βύρωνα-, τον Θανάση, μαθαίνει τα καλά εστιατόρια της πόλης, πηγαίνει συνέχεια σινεμά (έστω κι αν ξεχνάει τα ονόματα των ταινιών που βλέπει, με αγαπημένη πάντως τους -τι περίεργο!- 300.), κάνει στέκια, παρέες, ψάχνει αντιπάλους για μπιλιάρδο. Αν δεν ξέρεις τον Τζαβέλλα μπορεί να τον πεις και υπερκοινωνικό!
Κι όμως. Πέρα από την οικογένειά του και τον Θανάση, άντε και κανα δυο ακόμη από τα. μικράτα του, ίσως να μην αφήνει κανέναν άλλον να μπει στη ζωή του. Κατά καιρούς του έχουν χρεώσει σχέσεις, όμως ο ίδιος παραμένει αμετανόητος εργένης και -παρότι του αρέσει η οικογένεια – ένας Θεός ξέρει αν και πότε θα κάνει δική του.
Τον Τζαβέλλα ή θα τον αγαπήσεις ή θα τον μισήσεις. Είναι απ΄αυτούς. Αν είσαι φίλος του, πιθανότατα να δουλεύεις στο καφέ που διατηρεί στο Βύρωνα -«έλειπε ένα μαγαζί
σαν το SASS στην περιοχή, έλειπαν και δουλειές από τους φίλους μου» λέει χαριτολογώντας- και θα έχεις για αφεντικό τη μαμά του και μόνιμο πελάτη τον πατέρα του! Ο ίδιος, από το Δεκέμβρη του 2012 που άνοιξε το μαγαζί εμφανίζεται σε κάθε ρεπό του. Πιστός στον αγαπημένο του Βύρωνα, τους λιγοστούς παιδικούς φίλους του και την οικογένειά του.
Αυτή ήταν η πρώτη του επιχείρηση και τώρα σκέφτεται το επόμενό του βήμα. Πολύ πιθανόν αυτό να γίνει στη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου του αρέσει να επενδύει τα λεφτά του. Είναι γενναιόδωρος απέναντι στην οικογένεια και τους φίλους του, ενώ για εκείνον είναι αρκετά προς το παρόν ένα καινούριο σπίτι στη Βούλα και μια Πόρσε για να εκτονώνει την ανάγκη του για ταχύτητα.
Είναι από τους συνεπέστερους ποδοσφαιριστές στη χρήση των social media και εξωτερικεύει εκεί ό,τι θέλει να πει, καθώς αποφεύγει τις συνεντεύξεις και τις επαφές με τα ΜΜΕ. Φροντίζει ο ίδιος για την εικόνα του, ίσως γιατί δυσκολεύεται να εμπιστευτεί γενικά.
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος ποτέ. Άλλαξε έξι σχολεία πριν τελικά τελειώσει (στην ώρα του πάντως) το λύκειο. Το απολυτήριο το πήρε εν μέσω καπνογόνων! Οι γειτονιές γύρω από το Βύρωνα βουίζουν για έναν έφηβο έτοιμο να καυγαδίσει, παρότι ο ίδιος δεν το επιβεβαιώνει ποτέ. Δεν θαυμάζει και δεν χρωστάει σε πολλούς ανθρώπους στη ζωή του. Όμως αν τον ρωτήσεις, θα σου πει ότι γνώρισε στη διαδρομή του και πήρε από ανθρώπους «παλιάς κοπής». Από «αρσενικούς». Αυτές οι εκφράσεις ίσως καθρεφτίζουν και τη στάση ζωής του.
Στα 26 του έχει προλάβει να γίνει ποδοσφαιριστής υψηλού επιπέδου, διεθνής, με καριέρα σε δυο ιστορικές ομάδες στο εξωτερικό, ιδιοκτήτης επιχείρησης, ιδιοκτήτης ομάδας (της Δόξας Βύρωνα φυσικά), αγαπητός στους απαιτητικούς Πάνθηρες, εξίσου αγαπητός στους ΠΑΟΚτσήδες, μισητός στους αντιπάλους του, κόκκινο πανί για όσους δεν συμβαδίζουν με την ευθύτητά του. Σε όσους τον παρεξηγούν απαντά: «με νοιάζει τι πιστεύουν μόνο αυτοί που με ξέρουν».
Αυτοί που τον ξέρουν λοιπόν, πίνουν νερό στο όνομά του. Κι όσοι τώρα τον μαθαίνουν, τον συμπαθούν ή όχι, συμφωνούν σε ένα: Ο Τζαβέλλας κουβαλάει την αύρα του «αρσενικού παλιάς κοπής».Κι αυτό για εκείνον μοιάζει να είναι το μεγαλύτερο παράσημο!».