Ο Έμλιν Χιούζ υπήρξε μια θρυλική μορφή της Λίβερπουλ, γεμάτος πάθος στο παιχνίδι του, που έκανε τάκλιν ακόμη και με το κεφάλι του.

Ο Έμλιν Χιούζ υπήρξε μια θρυλική μορφή της Λίβερπουλ, γεμάτος πάθος στο παιχνίδι του, που έκανε τάκλιν ακόμη και με το κεφάλι του.
Ο Άγγλος κεντρικός αμυντικός ή και μέσος Έμλιν Χιουζ (Emlyn Walter Hughes), γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου του 1947, στο Μπάροου, μια πόλη στις βορειοδυτικές αγγλικές ακτές, απέναντι από το νησάκι του Μαν, βόρεια του Λίβερπουλ.
Ξεκίνησε την καριέρα του το 1964 στην Μπλάκπουλ πριν μεταγραφεί στη Λίβερπουλ το 1967. Ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής που ξεκίνησε ως μέσος για να εξελιχθεί σε έναν αμυντικό ογκόλιθο, έναν μαχητή που έγινε ο ηγέτης της ομάδας, διαθέτοντας τα χαρακτηριστικά που χρειάζεται ο ρόλος του, ταχύτητα και σταθερή απόδοση. Έπαιξε 665 φορές για τους «κόκκινους» και ήταν ο Μεγάλος Αρχηγός της ομάδας που κατέκτησε τους πρώτους τίτλους στο Νησί και στην Ευρώπη. Τέσσερις τίτλοι πρωταθλητή και μια κατάκτηση αγγλικού Κυπέλλου την δεκαετία του 1970, σ’ αυτά να προστίθενται 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου, όταν οι «κόκκινοι» νίκησαν την Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ το 1977 και ακόμη δύο τίτλους Κυπέλλου UEFA. Κέρδισε το βραβείο του Παίκτη της Χρονιάς από τους Δημοσιογράφους το 1977 και ολοκλήρωσε ένα πλήρες σύνολο των τίτλων στο αγγλικό ποδόσφαιρο, με την κατάκτηση του Λιγκ Καπ με τη Γουλβς το 1980. Εκτός από τους «λύκους», αργότερα έπαιξε για τη Ρόδεραμ, τη Χαλ, τη Μάνσφιλντ και τη Σουόνσι.
Κέρδισε 62 διεθνείς συμμετοχές για την εθνική ομάδα της Αγγλίας, για την οποία διετέλεσε επίσης αρχηγός της. Μετά τη απόσυρσή του από το ποδόσφαιρο, ανέπτυξε μια καριέρα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κυρίως με το BBC. Τιμήθηκε ως Αξιωματικός του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (OBE) το 1980 για τις υπηρεσίες του στον αθλητισμό και πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, σε ηλικία μόλις 57 ετών, το 2004. Είχε το παρατσούκλι «Τρελό Άλογο», εξαιτίας ενός τάκλιν αλά ράγκμπι που είχε επιχειρήσει στον Άλμπερτ Μπένετ (Albert Bennett), εξτρέμ της Νιούκαστλ και που τον ακολούθησε σε όλη του την καριέρα!
Ο πατέρας του, Φρεντ Χιουζ, υπήρξε επαγγελματίας διεθνής παίκτης του ράγκμπι για τη Μεγάλη Βρετανία και την Ουαλία. Εντάχθηκε στη Μπλάκπουλ και έκανε το ντεμπούτο του μαζί της το 1964, μαζί με τους Τζίμι Άρμφιλντ (Jimmy Armfield) και Άλαν Μπολ (Alan Ball). Τον Φεβρουάριο του 1967, μετά από μόλις 28 εμφανίσεις για την Μπλάκπουλ, υπέγραψε στη Λίβερπουλ για 65.000 στερλίνες (περίπου 1.940.000 στερλίνες το 2013). Έκανε το ντεμπούτο του στους «κόκκινους», στη νίκη με 2-1 στο πρωτάθλημα επί της Στόυκ Σίτι στο Άνφιλντ, στις 4 Μαρτίου του 1967 και σημείωσε το πρώτο του γκολ στο 6-0 επί της Νιούκαστλ, στο Άνφιλντ, στις 26 Αυγούστου του ίδιου έτους. Στην αρχή αγωνιζόταν στη μεσαία γραμμή, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου για τον σύλλογο, κερδίζοντας τότε το παρατσούκλι «Crazy Horse» (Τρελό Άλογο), ύστερα από ένα αλά ράγκμπι τάκλιν που επιχείρησε στον εξτρέμ της Νιούκαστλ Άλμπερτ Μπένετ (Albert Bennett)! Δεν κέρδισε κάποιο τίτλο στις πρώτες 4 περιόδους του εκεί, αλλά θεωρήθηκε ως ένας από αυτούς που έφεραν την επανάσταση που είχε στο μυαλό του ο εμβληματικός αναμορφωτής του συλλόγου, ο Μπίλι Σάνκλι (Billy Shankly), με κυριότερο προσόν την αγωνιστική του ευελιξία, καλύπτοντας όλες τις θέσεις της άμυνας, κάτι που πρώτος παρατήρησε ο εθνικός προπονητής Σερ Αλφ Ράμσεϊ (Alf Ramsey) το 1969.
«Επέζησε» των εκκαθαρίσεων του Σάνκλι, το 1969/70, ύστερα από τον μνημειώδη αποκλεισμό από τη Γουάτφορντ στα προημιτελικά του Κυπέλλου Αγγλίας και μαζί με τον Ίαν Κάλαχαν (Ian Callaghan) και τον Τόμι Σμιθ (Tommy Smith), αλλά και τα νέα πρόσωπα που ήλθαν, αποτέλεσαν τη βάση των επιτυχιών του συλλόγου την δεκαετία του 1970. Τη σεζόν 1970/71, έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου, χάνοντας με 1-2, στη παράταση από την Άρσεναλ, χάνοντας για λίγο και το πρωτάθλημα της επόμενης σεζόν. Το 1973, κατέκτησε τον πρώτο τίτλο του πρωταθλήματος με την Λίβερπουλ και την πρώτη ευρωπαϊκή διάκρισή του με το Κύπελλο UEFA. Στη συνέχεια, μετά από ένα σημαντικό γκολ που πέτυχε σε μια αξέχαστη νίκη επί της Έβερτον στο Γκούντισον Παρκ, έγινε αρχηγός της Λίβερπουλ στη θέση του Τόμι Σμιθ, με απόφαση του Σάνκλι, κάτι που επηρέασε τη προσωπική σχέση του με τον Σμιθ, όχι όμως και την αγωνιστική τους απόδοση στην ομάδα. Στο τέλος της σεζόν 1973/74, η Λίβερπουλ έφθασε στη κατάκτηση του Κυπέλλου Αγγλίας, κερδίζοντας τη Νιούκαστλ με 3-0, με τον Χιουζ να υψώνει το τρόπαιο σαν αρχηγός της ομάδας!
Από το 1975, η προπονητική καθοδήγηση πέρασε στα χέρια του Μπομπ Πέισλι (Bob Paisley) ύστερα από την απόσυρση του Σάνκλι, χωρίς κάποιο τίτλο αυτή τη χρονιά, καταφέρνοντας όμως τη κατάκτηση του πρωταθλήματος και του Κυπέλλου UEFA το 1976. To 1977, η Λίβερπουλ οδηγούνταν σε ένα άνευ προηγουμένου «τρεμπλ», με το πρωτάθλημα, το Κύπελλο Αγγλίας και το Κύπελλο Πρωταθλητριών! Τελικά, θα κερδίσει τον τίτλο, αλλά θα χάσει τον τελικό του Κυπέλλου από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τέσσερις ημέρες αργότερα, με τον Χιουζ αρχηγό, η Λίβερπουλ με τη νίκη 3-1 επί της Γκλάντμπαχ στη Ρώμη θα κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η σεζόν έληξε και με ατομική διάκριση, όταν ψηφίστηκε Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους!
Τη σεζόν 1978/79, ήταν στην ομάδα που ηττήθηκε στον τελικό του Λιγκ Καπ από τη Νότιγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough). Το πρωτάθλημα επίσης κατέληξε στη Φόρεστ, αλλά η Λίβερπουλ κατάφερε να διατηρήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, νικώντας με 1-0 τη Μπριζ στο Γουέμπλεϊ, με τον Χιουζ να σηκώνει το τρόπαιο για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Την επόμενη σεζόν, έχοντας χάσει τη θέση του από τον Άλαν Χάνσεν (Alan Hansen), έκανε μόλις 16 εμφανίσεις, αρκετές για να κερδίσει το μετάλλιο του πρωταθλητή. Ο Πέισλι αποφάσισε να τον αφήσει να φύγει από το Άνφιλντ και παραχωρήθηκε στη Γουλβς για 90.000 στερλίνες, τον Αύγουστο του 1979. Άφησε τη Λίβερπουλ μετά από 665 συμμετοχές, σκοράροντας 49 γκολ για τον σύλλογο. Οι 59, μέχρι τότε, εμφανίσεις του για την Αγγλία, τον έκαναν κορυφαίο παίκτης του συλλόγου σε διεθνείς συμμετοχές, μέχρι ο Ουαλός επιθετικός Ίαν Ρας (Ian Rush) σπάσει αυτό το ρεκόρ πάνω από δέκα χρόνια αργότερα!
Έκανε το ντεμπούτο για τη Γουλβς, στις 22 Αυγούστου του 1979 σε μια νίκη 1-0 εκτός έδρας επί της Ντέρμπι Κάουντι. Κατέκτησε το Λιγκ Καπ στην πρώτη του σεζόν με τους «λύκους», το μόνο τρόπαιο που δεν κέρδισε με τη Λίβερπουλ, σηκώνοντάς το ως αρχηγός μετά από μια νίκη 1-0 επί της Νότιγχαμ Φόρεστ στο Γουέμπλεϊ! Άφησε το Μολινό το 1981, για να γίνει παίκτης-προπονητής της Ρόδεραμ. Κληρονόμησε μια ομάδα που είχε κερδίσει το πρωτάθλημα της Γ’ Κατηγορίας, κάνοντας ένα κακό ξεκίνημα στη σεζόν και ήταν στη ζώνη του υποβιβασμού, τον Ιανουάριο. Ωστόσο, ένα σερί από 9 νίκες έφεραν τελικά τη Ρόδεραμ στη 3η θέση στο πρωτάθλημα! Η άνοδος χάθηκε για 4 βαθμούς, αλλά η 7η τελική θέση ήταν η υψηλότερη από τη δεκαετία του 1960. Ήταν 9η στο ξεκίνημα του 1983, ωστόσο, κατρακύλησε χαμηλά στη βαθμολογία, με αποτέλεσμα στις 20 Μαρτίου του ζητήθηκε να παραιτηθεί. Αυτός αρνήθηκε και ως εκ τούτου απολύθηκε! Μέσα στην ίδια σεζόν, 1983/84, έπαιξε για λίγο στη Χαλ, αργότερα εντάχθηκε στη Μάνσφιλντ, χωρίς να κάνει καμία εμφάνιση για τα «αρσενικά ελάφια» και επίσης, η Σουόνσι, αποδείχθηκε και ο σύλλογος που ήταν και ο τελευταίος της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Έκανε το ντεμπούτο του για την αγγλική εθνική ομάδα, στις 5 Νοεμβρίου του 1969, παίζοντας αριστερός οπισθοφύλακας, σ’ ένα φιλικό εναντίον της Ολλανδίας στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ που η Αγγλία κέρδισε με 1-0. Σκόραρε το μοναδικό διεθνές γκολ του εναντίον της Ουαλίας, σε μια νίκη με 3-0 για το βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα, στο Νίνιαν Παρκ του Κάρντιφ το 1972. Είχε ήδη 6 διεθνείς συμμετοχές όταν ο Άλφ Ράμσεϊ τον συμπεριέλαβε στην προσωρινή ομάδα των 27 που πέταξαν στη Νότια Αμερική για προσαρμογή στο υψόμετρο και έδωσαν φιλικά παιχνίδια εναντίον της Κολομβίας και του Ισημερινού. Τελικά, επιλέχθηκε στην τελική ομάδα των 22, ήταν ο νεότερος που είχε επιλεγεί από τον Ράμσεϊ και ο μόνος παίκτης της Λίβερπουλ στην ομάδα! Αργότερα, τον Μάιο του 1974, διορίστηκε αρχηγός της ομάδας, διάδοχος του Μπόμπι Μουρ (Bobby Moore) και οδήγησε για πρώτη φορά την Αγγλία, στις 11 Μαΐου του 1974, σ’ ένα παιχνίδι εναντίον της Ουαλίας στο Κάρντιφ, που η Αγγλία κέρδισε 2-0. Έπαιξε την 62η και τελευταία διεθνή συμμετοχή του, πάλι ως αρχηγός, ενώ αγωνιζόταν στη Γουλβς, σ’ ένα παιχνίδι με την Βόρεια Ιρλανδία στο Γουέμπλεϊ, το 1980. Ήταν στο Euro του 1980 στην Ιταλία, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε σε κανένα παιχνίδι.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ασχολήθηκε με την τηλεόραση, ως αυθεντία σε τηλεοπτικές εκπομπές, κυρίως του BBC και του ITV. Γενικά συμμετείχε σε όλα τα δρώμενα της αγγλικής κοινωνικής ζωής, απόρροια της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Από το 1995 ήταν επικεφαλής σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα στο Σέφιλντ που ονομάζεται «F.A.B.L.E.» (Για μια καλύτερη ζωή με επιληψία). Το 2003, ό ίδιος ανακοίνωσε ότι έπασχε από όγκο στον εγκέφαλο, για τον οποίο υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Ήταν παντρεμένος με την Μπάρμπαρα και είχε ένα γιο και μια κόρη, που και οι 2 έχουν ονόματα πολύ κοντινά στο όνομα του πατέρα τους, Emlyn ο νεώτερος και Emma Lynn! Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του Έμλιν Χιουζ ήταν στο γάμο της κόρης του, 9 μήνες πριν από το θάνατό του, στις 9 Νοεμβρίου του 2004, στο σπίτι του στο Dore, κοντά στο Σέφιλντ, σε ηλικία 57 ετών! Ενός λεπτού σιγή κρατήθηκε στον επόμενο αγώνα στο Άνφιλντ. Υπήρξε από τους πιο αγαπημένους της ΚOP, της εξέδρας των φανατικών της Λίβερπουλ και ψηφίστηκε στο № 10 σε αυτούς που τη συγκλόνισαν σε επίσημη δημοσκόπηση από το site του συλλόγου! Ένα άγαλμα του παρουσιάστηκε στη γενέτειρά του το 2008, έχει τοποθετηθεί μπροστά από ένα νέο κτίριο γραφείων στη Abbey Road, που αμέσως μετά πήρε το όνομά του.
ΠΗΓΕΣ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, sombrero, Wikipedia.