Στην επιμονή και στην θέληση που έδειξαν οι Χιούστον Ρόκετς για να τον εντάξουν στο έμψυχο δυναμικό τους στάθηκε ο Κώστας Παπανικολάου, σχολιάζοντας τη μετεγγραφή του.

Στην επιμονή και στην θέληση που έδειξαν οι Χιούστον Ρόκετς για να τον εντάξουν στο έμψυχο δυναμικό τους στάθηκε ο Κώστας Παπανικολάου, σχολιάζοντας τη μετεγγραφή του. Ο Έλληνας παίκτης υπογράμμισε πως δε μπορούσε να απαντήσει αρνητικά στην πρόταση που του κατέθεσαν οι «ρουκέτες» και εμφανίστηκε έτοιμος να δουλέψει σκληρά, έτσι ώστε να καθιερωθεί στο ΝΒΑ. Ο Παπανικολάου μίλησε στην εφημερίδα «Το Βήμα». Αναλυτικά:


Η διαστημική συμφωνία σου με τους Ρόκετς έχει προκαλέσει ενθουσιασμό στην μπασκετική κοινότητα. Σε σένα τον ίδιο πώς ακριβώς μεταφράζεται;


«Καθετί καινούργιο που συμβαίνει στη ζωή σου είναι λογικό να σε ενθουσιάζει. Ειδικά μια τόσο μεγάλη αλλαγή, από την Ευρώπη και την Ισπανία στις ΗΠΑ και το ΝΒΑ, με γεμίζει ανυπομονησία και με κάνει να θέλω να το ζήσω από κοντά».


Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σου όταν δέχτηκες το κρίσιμο τηλεφώνημα από το Χιούστον για την τελική συμφωνία;


«Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι δεν χρειάστηκε να περάσουν πάνω από πέντε δευτερόλεπτα για να πω το ναι. Δεν ήθελα να χάσω μια τέτοια ευκαιρία. Θα ήμουν ανόητος αν την άφηνα να πάει χαμένη. Οι Ρόκετς είχαν κάνει ήδη μια πρόταση στις αρχές του καλοκαιριού, η οποία δεν ήταν αυτή που θέλαμε λόγω της ιδιομορφίας στο συμβόλαιό μου με το buy-out της Μπαρτσελόνα, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχαν περιθώρια για αναβολές».


Με ποιον τρόπο οι Ρόκετς σου έδειξαν εμπράκτως το ενδιαφέρον τους;


«Οταν σε παίρνουν ο προπονητής και ο τζένεραλ μάνατζερ και γίνεται τόσο μεγάλη προσπάθεια από την πλευρά τους, αυτές οι κινήσεις αποδεικνύουν εμπράκτως το ενδιαφέρον. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να βλέπεις τέτοια θέληση και αυτό μετράει πολύ για έναν αθλητή. Και μόνο το ότι με πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο κόουτς Μακ Χέιλ, ένας θρύλος του ΝΒΑ, και μιλούσαμε επί 20 λεπτά, με έκανε να αισθανθώ τεράστια τιμή».


Αμέσως μετά τη συμφωνία δήλωσες ότι εκπληρώθηκε ένα παιδικό σου όνειρο, που όμως δεν περίμενες να πραγματοποιηθεί τόσο νωρίς.


«Για να είμαι ειλικρινής, έλεγα μέσα μου ότι κάποια στιγμή θα έλθει. Το ήξερα ότι θα έλθει, απλώς ήθελα να είμαι προετοιμασμένος, ώστε να αρπάξω την ευκαιρία, να νιώθω καλά όταν θα έκανα αυτό το βήμα. Η αλήθεια είναι ότι μετά την πρώτη πρόταση, δεν περίμενα κάτι για φέτος. Οι Ρόκετς όμως επέστρεψαν με καλύτερη προσφορά και ένα όνειρο που είχα από μικρός γίνεται πραγματικότητα. Το κυριότερο είναι ότι δεν θα ήθελα να περάσουν τα χρόνια και να πω ότι δεν δοκίμασα. Αυτό συζητούσα με τους δικούς μου».


Ποιο ήταν το πρώτο πρόσωπο με το οποίο θέλησες να μοιραστείς την ευτυχία σου;


«Ο αδερφός μου! Εχουμε καταπληκτική σχέση με τον Νίκο, είμαστε πάρα πολύ δεμένοι και η αλήθεια είναι ότι τον είχε εκστασιάσει το όλο θέμα. Μετά την πρώτη πρόταση, που είχα αρνηθεί, με είχε ρωτήσει μήπως έκανα λάθος που άφησα μια τέτοια ευκαιρία να φύγει».


Τι ήταν αυτό που σου δημιούργησε την πίστη ότι κάποια στιγμή θα αγωνιζόσουν στο ΝΒΑ; Θα αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον αποτελείς πρότυπο για ακόμη περισσότερα παιδιά.


«Οταν αγαπάς αυτό που κάνεις και δουλεύεις σκληρά, αποκτάς αυτοπεποίθηση και νιώθεις καλά με τον εαυτό σου. Υπήρχε διαρκής επαφή με το Χιούστον και οι διεθνείς σκάουτερ που με συναντούσαν κατά καιρούς στη Βαρκελώνη με είχαν ενημερώσει ότι θα ήθελαν κάποια στιγμή να μετακομίσω στο Χιούστον. Πάντα, λοιπόν, βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, αλλά δεν ήταν προτεραιότητα, γιατί τότε είχα άλλες υποχρεώσεις».


Μέχρι πριν από μερικά χρόνια το ΝΒΑ έμοιαζε για τους Ελληνες με απαγορευμένο καρπό. Θα μπορούσε αυτό να αποτελεί στοίχημα για σένα ή πηγαίνεις και εσύ για να σου φύγει η περιέργεια, όπως οι περισσότεροι προκάτοχοί σου;


«Θα πάω για να διεκδικήσω το καλύτερο και όχι για να δω πώς είναι και να γυρίσω πίσω. Βέβαια, οι Ρόκετς έχουν την επιλογή για την ενεργοποίηση του δεύτερου χρόνου του συμβολαίου μου, επομένως εκείνοι θα αποφασίσουν. Ο δικός μου σκοπός είναι να παλέψω για να εδραιώσω τη θέση μου. Θέλω να μείνω για πολλά χρόνια στο ΝΒΑ. Με αυτό το σκεπτικό θα ταξιδέψω στις ΗΠΑ. Ακόμη, όμως, και να μην τα καταφέρω, θα έχω γνωρίσει τουλάχιστον τη νοοτροπία και τον τρόπο λειτουργίας ενός τεράστιου οργανισμού».


Μην το πάρεις στραβά, αλλά οι 6,9 πόντοι σου κατά μέσον όρο στην Ευρωλίγκα δεν «δικαιολογούν» ένα τόσο υψηλό συμβόλαιο. Μήπως τελικά το μπάσκετ αλλάζει και ανταμείβονται οι παίκτες ομάδας και όχι απαραίτητα η ατομικότητα και οι δεινοί σκόρερ;


«Σε κάθε ομάδα χρειάζονται και τα δύο. Δεν μπορείς να έχεις δώδεκα παίκτες που να σκοράρουν 30 πόντους σε κάθε παιχνίδι. Ούτε μπορείς να έχεις δώδεκα παίκτες που να παίζουν μόνο άμυνα. Κάποιος πρέπει να σκοράρει, κάποιος να παίξει άμυνα, κάποιος να πάρει τα ριμπάουντ, κάποιος να ανοίξει τους χώρους. Υπάρχουν πάρα πολλές δουλειές που πρέπει να γίνουν στο παρκέ. Ο καθένας κοιτάζει να βοηθήσει όσο μπορεί την ομάδα του, αυτό κάνω και εγώ».


Οσο σεμνός και αν είσαι, θα πρέπει να σε κολακεύει το γεγονός ότι υπέγραψες το δεύτερο υψηλότερο συμβόλαιο πρωτοεμφανιζόμενου παίκτη στο ΝΒΑ προσπερνώντας κολοσσούς του αθλήματος.


«Σίγουρα με κολακεύει. Το θέμα όμως είναι να πετύχεις, να πας εκεί και να παίξεις. Δεν με κολακεύει να βλέπω απλά το όνομά μου σε ένα τέτοιο γκρουπ παικτών. Θέλω να πάω εκεί και να παίξω. Ο τίτλος “ο Παπανικολάου στο ΝΒΑ” δεν σημαίνει και κάτι. Εχουν περάσει χιλιάδες παίκτες, αλλά λίγοι έχουν κάνει καριέρα. Το θέμα είναι να παίξεις και να καθιερωθείς».


Αν έπρεπε να ξεχωρίσεις έναν άνθρωπο που θα ήθελες να ευχαριστήσεις δημοσίως για την πορεία της καριέρας σου ποιος θα ήταν αυτός;


«Είναι πολλοί οι άνθρωποι που με έχουν βοηθήσει στη διάρκεια της καριέρας μου και θα ήταν αδικία αν ξεχώριζα κάποιον. Και στις τρεις ομάδες όπου αγωνίστηκα, τον Αρη, τον Ολυμπιακό και την Μπαρτσελόνα, δημιούργησα καταπληκτικές σχέσεις και αυτό με βοήθησε σε όλη αυτή την πορεία».


Με το χέρι στην καρδιά, ποια ήταν πιο δύσκολη αποχώρηση; Από τον Ολυμπιακό στην Μπαρτσελόνα; ‘Η από την Μπαρτσελόνα στους Ρόκετς;


«Σαφώς από τον Ολυμπιακό στην Μπαρτσελόνα. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγα για να αγωνιστώ στο εξωτερικό. Από αυτή την άποψη χρειάστηκε πολλή σκέψη. Ηταν, βέβαια, καθαρή η απόφαση που είχα πάρει, αλλά με τρόμαζε κάπως το εξωτερικό, γιατί δεν το είχα βιώσει ποτέ. Να, λοιπόν, πώς τα έφερε η ζωή, ώστε έναν χρόνο αργότερα να ετοιμάζομαι ξανά για μετακόμιση, αυτή τη φορά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Είναι απίστευτο το πού μπορεί να σε ταξιδέψει το μπάσκετ».