Η Εθνική πέρασε «δια πυρός και σιδήρου» για να κατακτήσει το δεύτερο χρυσό μετάλλιο της ιστορίας της. Ο τελικός με την Γερμανία του Ντίρκ Νοβίτσκι, ήταν το ευκολότερο παιχνίδι της.

Eίχε έρθει και πάλι το ραντεβού της Εθνικής Ανδρών και του ελληνικού μπάσκετ με την ιστορία του, εκείνο το βράδυ της 25ης Σεπτεμβρίου 2005, στο Βελιγράδι και στην «Μπεογκράτσα Αρένα». Είχαν περάσει 18 χρόνια από τον εθνικό θρίαμβο του ’87, το έπος του μπάσκετ και όλου του ελληνικού αθλητισμού. Η Εθνική ομάδα, μετά το χρυσό μετάλλιο του ’87 και το ασημένιο του ’89, είχε διακρίσεις στα Ευρωμπάσκετ, ήταν σχεδόν μόνιμη «κάτοικος» της πρώτης τετράδας, στην ελίτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλά δεν είχε ανέβει ξανά στο βάθρο. Στο Βελιγράδι, πριν από 18 χρόνια και μια ημέρα σαν την σημερινή, το «ιερό δισκοπότηρο» της πρωταθλήτριας Ευρώπης, σηκώθηκε ξανά από τα ελληνικά χέρια. Το συρτάκι στην μέση του γηπέδου, με αγκαλιασμένους τους Θοδωρή Παπαλουκά, Βασίλη Σπανούλη, Νίκο Ζήση, Γιάννη Μπουρούση, Παναγιώτη Βασιλόπουλο, Αντώνη Φώτση, Νίκο Χατζηβρέττα, Δήμο Ντικούδη, Κώστα Τσαρτσαρή, Δημήτρη Διαμαντίδη, Λάζαρο Παπαδόπουλο, Μιχάλη Κακιούζη, τον προπονητή, Παναγιώτη Γιαννάκη, όλους τους συνεργάτες του, τον αείμνηστο Γιώργο Κολοκυθά, τον Νίκο Φιλίππου, έδωσαν χαρά σε 10 εκατομμύρια Έλληνες που χόρευαν, νοερά, μαζί τους, στους ρυθμούς του Ζορμπά.

Το μπάσκετ, έβγαλε για δεύτερη φορά, τους Έλληνες στους δρόμους. Το μπάσκετ ήταν «καρφωμένο» στην καρδιά των φιλάθλων και εκείνη η επιτυχία, ανανέωσε την σχέση αγάπης της ελληνικής κοινωνίας με το άθλημα.

Στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, η Εθνική Ανδρών δεν πήγε με στόχο το χρυσό μετάλλιο. Ο αρχικός στόχος της ήταν η πρόκριση στην πρώτη τετράδα της διοργάνωσης, γιατί η τελευταία φορά που είχε πάρει θέση στους ημιτελικούς και είχε καταταγεί στην 4η θέση, ήταν στο Ευρωμπάσκετ του ’97, στην Ισπανία. Το ’99 στην Ντιζόν, επέστρεψε αποκλεισμένη από την πρώτη φάση των ομίλων, το ίδιο συνέβη και στην Αττάλεια, το 2001, μετά την ήττα στον αγώνα-μπαράζ με την Γερμανία του Σρέμπφ, ενώ το 2003, στην Στοκχόλμη, ηττήθηκε από την Ιταλία, στον προημιτελικό. Η επίσημη αγαπημένη αναζητούσε τον δρόμο επιστροφής προς την κορυφή και το πέτυχε βήμα-βήμα στο Βελιγράδι και αφού έδωσε τρείς «τελικούς», πριν από τον τελικό με την Γερμανία. Το τελευταίο βήμα για την κατάκτηση της κορυφής με την ελληνική σημαία να ανεμίζει σε κάθε γωνιά του γηπέδου, ήταν και το ευκολότερο (78-62), απέναντι στον εμβληματικό, Ντίρκ Νοβίτσκι που δεν μπορούσε να νικήσει…μόνος του, την ελληνική ομάδα και τρία λεπτά πριν από την λήξη του τελικού, ο Ντίρκ Μπάουερμαν τον αντικατέστησε.

Η Εθνική πέρασε «δια πυρός και σιδήρου» για να κατακτήσει το δεύτερο χρυσό μετάλλιο της ιστορίας της. Το πρώτο εμπόδιο πρόκρισης, ήταν το Ισραήλ του Σβι Σέρφ, στον αγώνα-μπαράζ. Ένα «θρίλλερ» με «χάπι έντ» και ενώ η ελληνική ομάδα «κυνηγούσε» στο σκορ, μέχρι και το 3ο δεκάλεπτο.

Ο προημιτελικός με την Ρωσία, ήταν ακόμα ψηλότερο εμπόδιο για την Εθνική ομάδα. Ψυχολογικά, κυρίως, οι διεθνείς παίκτες έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν φοβόντουσαν την αντίπαλο τους που διέθετε ψηλότερους παίκτες σε όλες τις θέσεις της πεντάδας. Στο πρώτο ημίχρονο, η Εθνική ήταν… «άφαντη» στο παρκέ. Ο Παπαλουκάς που έπαιζε με την ΤΣΣΚΑ στο ρωσικό πρωτάθλημα, ήξερε καλύτερα από τον καθένα, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των Ρώσων διεθνών. Ο… «μύτος» λειτούργησε προπονητικά και «έστησε» τα καλύτερα πικ εν ρολ, ώστε να ξεπερασθεί το τείχος της Ρωσίας με πέντε παίκτες άνω των δυο μέτρων…

Όπως αξέχαστες ήταν και οι φωνές του αείμνηστου Φίλιππου Συρίγου που σηκωνόταν σε κάθε τάιμ αουτ στο δεύτερο ημίχρονο, από την τελευταία σειρά των δημοσιογραφικών θεωρείων, πήγαινε πίσω από τον πάγκο της Εθνικής και ενθάρρυνε με φωνές τους παίκτες που άκουγαν τις οδηγίες του Γιαννάκη. «Μπορείτε, τους… έχετε, μην φοβάστε»!

Στην ιστορία του Ευρωμπάσκετ 2005, το προτελευταίο εμπόδιο της Εθνικής ομάδας, ήταν ο συγκλονιστικός ημιτελικός με την Γαλλία. Εκείνα τα τελευταία 40 δευτερόλεπτα που έστρεψαν την «πυξίδα» της Εθνικής προς τον τελικό και από το 55-62, η Εθνική νίκησε 67-66, με το ιστορικό τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη. Ήταν η φάση που μαζί με τον Δημήτρη που πήδηξε από το παρκέ και σούταρε, σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και όλοι οι Έλληνες.

Οι ταλαντούχοι παίκτες, τα παιδιά του «δράκου» Γιαννάκη, καταξιώθηκαν στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.

Δεκαοκτώ χρόνια, μετά, οι πρωταθλητές Ευρώπης του 2005, έχουν ολοκληρώσει την καριέρα τους, με εξαίρεση τον Φώτση και τον Βασιλόπουλο. Τελευταίος αυτής της «χρυσής» γενιάς, ο  Βασίλης Σπανούλης ανακοίνωσε το «αντίο» του στο μπάσκετ. Κι αν ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φάνης, ο Φασούλας, οι συμπαίκτες τους, το ΄87, ο αείμνηστος Κώστας Πολίτης, έδειξαν τον δρόμο για το πως οι «παιχταράδες» έγιναν ομάδα και έβαλαν το «εγώ» τους, κάτω από το «εμείς», οι διάδοχοι τους, το 2005, απέδειξαν ότι μια φορά δεν είναι ποτέ αρκετή…