Ο Γιάννης Γκαγκαλούδης φόρεσε μόνο για ένα χρόνο τη φανέλα του Παναθηναϊκού, αλλά δεν ξεχνά την αγάπη του Παύλου και του Θανάση Γιαννακόπουλου. 

Ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν ότι στις φλέβες του Γιάννη Γκαγκαλούδη έτρεχε ανέκαθεν… πράσινο αίμα. Παραμένει ως σήμερα, ετών 42 και έτοιμος να πρωταγωνιστήσει στην Α2 με το Μαρούσι, ένας από τους πιο παθιασμένους οπαδούς του Παναθηναϊκού. 

Φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι το 2003, με το “τριφύλλι” να αγωνίζεται τότε στον Σπόρτινγκ, ελέω Ολυμπιακών Έργων. Όμως η φορά που υπέγραψε το συμβόλαιο του δεν ήταν η πρώτη που αντίκριζε τον Παύλο Γιαννακόπουλο. 
«Εγώ τον ήξερα λόγω γηπέδου, από τα 15 μου χρόνια. Όταν ήμουν στους οργανωμένους του Παναθηναϊκού πήγαινα και έπαιρνα τα εισιτήρια από κάτι γραφεία στη Μενάνδρου και με ήξεραν έτσι. Φυσικά δεν ήξεραν ποιος είμαι, με γνώρισαν φυσιογνωμικά. Μάλιστα, όταν πήγα να υπογράψω, μου είχε πει «εσύ είσαι δικό μας παιδί, είσαι ο Γιάννης μας, είσαι Παναθηναϊκός. 

Ήταν απίστευτο να βλέπεις πόσο χαιρόταν όταν κερδίζαμε. Ήταν πολύ κοντά στην ομάδα, ερχόταν πολλές φορές στις προπονήσεις, αλλά παράλληλα δεν ήταν καθόλου παρεμβατικός. Είχε αφήσει τα κλειδιά στον Ομπράντοβιτς και φυσικά του βγήκε. Για μένα εκείνη η δήλωση του λέει όλη την αλήθεια: «Άλλοι σκορπάνε τα χρήματα τους στο καζίνο, άλλοι στα μπουζούκια, εγώ στον Παναθηναϊκό». Αυτή τον αντικατοπτρίζει, πως σε όλη του τη ζωή μετά την οικογένεια του ήταν ο Παναθηναϊκός. Για μένα, προσωπικά, έκανε τον Παναθηναϊκό την πιο επιτυχημένη ομάδα της 20ετίας, το λέω καθαρά μπασκετικά, βάσει αποτελεσμάτων, φάιναλ φορ και τροπαίων». 

Η καθολική αποδοχή, από φίλους και εχθρούς, είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν τον Παύλο Γιαννακόπουλο να ξεχωρίζει: 
Όσοι άνθρωποι τον γνώρισαν, δεν πιστεύω ότι θα βρεθεί έστω και ένας, ανεξαρτήτου ομάδας, πεποιθήσεων που θα σου πει αρνητική κουβέντα για αυτόν. Ήταν τόσο καλός, τόσο αγαθός, τόσο κύριος. Μπορεί στην Ελλάδα το φυσιολογικό να είναι πρωτόγνωρο, αλλά μην ξεχνάς τι έγινε στο Σ.Ε.Φ. όταν υπήρχε ενός λεπτού σιγή και για τον «κύριο Παύλο» και για τον «κύριο Θανάση». Για μένα αυτό λέει πάρα πολλά. Νομίζω ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού τους σεβάστηκε γιατί και αυτοί σεβάστηκαν τον αντίπαλο. Επιπλέον να μην ξεχνάμε ότι τα δύο αδέρφια και γενικά η ΒΙΑΝΕΞ ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να βοηθήσουν στην τραγωδία της Θύρας 7. 
    
Για μένα, όταν λέμε μπασκετικός Παναθηναϊκός δεν μπορεί να υπάρχει δεύτερη σκέψη εκτός από τον Παύλο και τον Θανάση Γιαννακόπουλο. Καμία δευτερεύουσα σκέψη. Θα μείνει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Παναθηναϊκού, αλλά και του ελληνικού αθλητισμού, αφού προέβαλλε το ελληνικό μπάσκετ στο εξωτερικό με τον καλύτερο τρόπο. 

Μία από τις πιο όμορφες στιγμές που έχει να θυμάται ο Γιάννης Γκαγκαλούδης από τα αδέρφια δεν ήταν πάνω στο παρκέ, αλλά πάνω από… χορτάρι:     
«Μια συγκινητική στιγμή που έχω να θυμάμαι είναι στη Λεωφόρο, στην τελευταία αγωνιστική της σεζόν που πήραμε το νταμπλ στο ποδόσφαιρο. Ήταν το καλοκαίρι που είχα φύγει. Καθόμασταν σχετικά κοντά και όταν με είδαν με φώναξαν, ξέρεις, «Γιάννη αγόρι μου έλα εδώ», με αγκάλιασαν, με φίλησαν… Αυτοί οι δύο άνθρωποι με αγαπούσαν πάρα πολύ χωρίς να έχει να κάνει με την μπασκετική μου αξία ή την προσφορά μου στον Παναθηναϊκού, έχω πει πολλές φορές πως εγώ απλά εκπλήρωσα ένα παιδικό μου όνειρο. Κι όμως, με αγαπούσαν γιατί ήξεραν πως ήμουν ένας από αυτούς». 

Και τώρα τι; Πως βλέπει την κατάσταση που διαμορφώνεται μετά τις εξαγγελίες του Δημήτρη Γιαννακόπουλου; 
«Είναι πολύ άδικο να τα βάζουμε με τον Δημήτρη (Γιαννακόπουλο). Είναι ντροπή, αλλά έτσι είναι η ράτσα μας. Αν εξαιρέσει κανείς το βόλεϊ, ο σύλλογος έχει μικρύνει τόσο πολύ που σε πιάνει κατάθλιψη. Αυτός ο άνθρωπος μπήκε στον ερασιτέχνη, σουλούπωσε τα τμήματα, πήρε και ένα τίτλο, τι άλλο να κάνει, σπαθιά να καταπιεί; Ο λόγος που ασχολήθηκε είχε να κάνει με το τεράστιο όνομα που κουβαλάει στην πλάτη: είμαι σίγουρος πως αν ζούσε η οικογένεια του θα έκανε ακριβώς το ίδιο βλέποντας τον σύλλογο σε αυτή την κατάσταση. Νομίζω πως αν ο Παύλος και ο Θανάσης έβλεπαν την κατάσταση να έχει εκτροχιαστεί τόσο, θα προσπαθούσαν να σώσουν αυτό που αγαπούσαν».