Μέλος της νουβέλ βαγκ του Παναθηναϊκου το μακρινό 1991, ο Νίκος Οικονόμου μοιράστηκε με το novasports.gr τις αναμνήσεις του από τον Παύλο Γιαννακόπουλο.
Οικονόμου, Αλβέρτης, Μυριουνης: αυτά ήταν τα τρία μεγάλα ονόματα στα οποία ο Παύλος Γιαννακόπουλος έβλεπε εν έτει 1991 το μέλλον του Παναθηναϊκού. Ο Νίκος Οικονόμου φόρεσε το τριφύλλι στο στήθος για οκτώ χρόνια και πρόλαβε να τα ζήσει όλα: από τις δυσκολίες στην αρχή ως τον ευρωπαϊκό τίτλο και τα συνεχόμενα πρωταθλήματα που έβαλαν τις βάσεις της μετέπειτα αυτοκρατορίας.
Όμως το ηλιακό σύστημα της κουβέντας μας είχε για ήλιο τον Παύλο Γιαννακόπουλο. Ο άνθρωπος που αρκούνταν σε ένα απλό «προχωράμε» μετά τις οδυνηρές ήττες, που είχε όραμα και πάθος για τον Παναθηναϊκό. Περισσότερα από 20 χρόνια μετά την φυγή του από τον Παναθηναϊκό, ο Νίκος Οικονόμου εξομολογείται πως θα ήθελε να είχε μιλήσει με τον “κύριο Παύλο” για εκείνη την επιστροφή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Πίσω στο μακρινό 1991, την εποχή της μεταγραφής σου από τον Ιωνικό στον Παναθηναϊκό. Πως θυμάσαι την πρώτη σου επαφή με τον Παύλο Γιαννακόπουλο; Φυσικά δεν μπορούσες να φανταστείς ότι θα γινόταν ο παράγοντας που τελικά έγινε.
Εντάξει, προερχόμενος από μια μικρή ομάδα όπως ο Ιωνικός, το να τον γνωρίσω, να βρεθούμε στο σπίτι του, στα γραφεία, ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Αλλά πάντα έλεγε ότι ο Παναθηναϊκός θα γίνει μεγάλος. Είχε στόχο, είχε προοπτική, ήταν σίγουρος ότι ήθελε να επενδύσει σε μικρούς παίκτες, όπως και έγινε με εμένα, τον Φράγκι (σ.σ Αλβέρτη) και τον Χρήστο (σ.σ Μυριούνη).
Πως ήταν σαν άνθρωπος; ήταν απρόσιτος ας πούμε, είχε “τουπέ”;
Όχι, όχι. Ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Ήταν σαν να μίλαγες με τον μπαμπά σου. Οι εποχές ήταν διαφορετικές, αλλά ούτως ή άλλως έτσι ήταν, σαν χαρακτήρας. Πάντα ενδιαφερόταν και ρώταγε, «τι κάνει η οικογένεια σου, τι κάνει η μαμά και ο μπαμπάς σου». Για εκείνη την εποχή είχε δώσει πολλά χρήματα στον Ιωνικό, κάτι που εγώ ήμουν πολύ μικρός για να αντιληφθώ επακριβώς σε επίπεδο μεγεθών, ειδικά σε μια εποχή που η νοοτροπία των παραγόντων ήταν «σου κρεμάμε το δελτίο».
Ήταν ένας παράγοντας που θα μπορούσε ευθύς εξαρχής να πει πως «εγώ θέλω ό,τι πιο φτασμένο υπάρχει», αλλά ξεκίνησε με εσάς τους μικρούς.
«Ναι είχε όραμα, αλλά παράλληλα μετά πήρε τον Γκάλη και τον Βράνκοβιτς! Κατάλαβε ότι χρειάζεται και το ένα και το άλλο».
Πως αντιμετώπισε τις πρώτες αποτυχίες σε πρωτάθλημα και Ευρώπη;
Το πιο έντονο ξέσπασμα που είχε ήταν η επιλογή του να μην κατέβουμε στον τελευταίο τελικό του 1993, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με εμάς, σαν παίκτες.
Και σε εσάς, όταν χάνατε στο Τελ Αβίβ και στη Σαραγόσα, όταν δεν καταφέρνατε να πάρετε το πρωτάθλημα, ποια ήταν η αντίδραση του;
«Τίποτα το τρομερό. Συνεχίζουμε».
Περίεργο μοιάζει.
«Είναι όμως; Όταν ένας άνθρωπος έχει όραμα και μια οικογένεια έχει πλέον μείνει περισσότερα από 30 χρόνια σε μία ομάδα, δεν κοιτάζει το ένα ή τα δύο χρόνια, αλλά ξέρει ότι τα πάντα στη ζωή κρίνονται στη διάρκεια: εγώ αυτό έμαθα με αυτούς τους ανθρώπους. Έλεγαν «οκ, δεν τα καταφέραμε, πάμε για το επόμενο». Είχαν πάντα κάτι στο μυαλό τους που εμείς δεν τον ξέραμε και δεν το φανταζόμαστε. Αλλά δεν ήταν ποτέ από τους παράγοντες που θα ερχόταν να μας πιέσει ή να μας πει ότι έπρεπε να κερδίσουμε. Πάντα ήθελε να κερδίζουμε, πάντα ήταν χαρούμενος όταν κερδίζαμε, αλλά ποτέ δεν ήρθε στα αποδυτήρια, να μας βρίσει ή να πει οτιδήποτε, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Πιστεύω ότι ήταν πιο χαρούμενος για εμάς, τους νέους, αν παίζαμε καλά, παρά για τους ξένους».
Φαντάζομαι πως όλη αυτή η στάση σε κάνει να θέλεις να παίζεις και για αυτόν τον άνθρωπο, όπως έχω διαβάσει να λες σε παλιότερη συνέντευξή σου.
«Μα, ο Παναθηναϊκός δεν ήταν ο Παύλος; Και τώρα, να δούμε τι θα συμβεί αν φύγει αυτή η οικογένεια. Αυτός δεν κρατούσε την ομάδα σε τόσο υψηλά επίπεδα; Άρα είναι δυνατόν να μην παίζαμε και για αυτόν τον άνθρωπο; Αφού ξέραμε ότι η χαρά η δική μας θα ήταν 10 φορές δική του. Εμείς εδώ που τα λέμε δεν προλαβαίναμε να χαρούμε, αφού την επόμενη ημέρα είχαμε προπόνηση, δεν είχες χρόνο να μείνεις σε αυτό που είχες καταφέρει. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της ομάδας, «ο πρώτος είναι ο πρώτος και ο δεύτερος τίποτα», πράγμα όχι εύκολο όταν πηγαίνεις στον σύλλογο 17.5 χρονών, ούτε όταν χάνεις το πρωτάθλημα στα 21 σου χρόνια ως παίκτης με ευθύνες και χρόνο συμμετοχής».
Και μετά; Αφού ήρθε ο ευρωπαϊκός τίτλος, τα πρωταθλήματα; Ξέρεις, δεν είναι λίγοι αυτοί που αλλάζουν μετά τις επιτυχίες, διαβρώνονται, μεταλλάσσονται. Ο “κύριος Παύλος” άλλαξε;
«Ποτέ. Πιστεύω ότι ωρίμασε και εμπιστεύτηκε περισσότερο. Αλλά ποτέ δεν ήταν ο πρόεδρος που έκανε τον προπονητή, δεν έδιωχνε εύκολα προπονητές, αποζητούσε τη σταθερότητα. Όλα λειτουργούσαν τελείως επαγγελματικά, υπήρχε τρομερή ατμόσφαιρα. Για αυτό νομίζω ότι είναι αποδεκτός από τους πάντες. Και από τους αντιπάλους του. Φυσικά υπήρχαν εξάρσεις και στενοχώριες. Αλλά ήταν πολύ χαρούμενοι με αυτό που χτίστηκε μετά το δεύτερο πρωτάθλημα, όπως κι εμείς. Δείτε ότι ο Τζόρνταν χρειάστηκε να περάσουν 7 χρόνια για να πάρει το πρώτο πρωτάθλημα στο Σικάγο. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν στο μυαλό τους κάτι, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι θα κρατούσε τόσο πολύ».
Η δική σου προσωπική ιστορία με τον Παύλο Γιαννακόπουλο είναι περίπλοκη. Έφυγες το 1999 μετά από 8 χρόνια από τον Παναθηναϊκό και έκτοτε έχεις πει ότι ευθύνη για την φυγή σου είχαν και οι δύο πλευρές. Μετά την θητεία σου στην Κίντερ, έχεις αναφέρει ότι αυτός που έβαλε βέτο στην επιστροφή σου ήταν αυτός. Μιλήσατε ποτέ για αυτό;
Όχι, ποτέ. Να σου πω κάτι; Το συναίσθημα του δεν μας το έδειχνε εύκολα, αν και μας έλεγε βέβαια ότι ήμασταν «δικά του παιδιά». Την τελευταία σεζόν μου στον Παναθηναϊκό είχε δώσει τότε μια συνέντευξη στον Ταγματάρχη, την οποία όσο έπαιζα δεν την είχα δει ποτέ και μίλαγε για μένα πάρα πολύ, έλεγε πως δεν θα φύγω και άλλα πολλά. Εγώ, μέσα στο μυαλό μου, πίστευα ότι θα επέστρεφα, όπως συνέβη αργότερα και με άλλους παίκτες όπως ο Σπανούλης και ο Φώτσης. Νομίζω πως ό,τι έγινε, έγινε για κάποιο λόγο.
Αλλά θα ήθελα ρε παιδί μου να είχα μιλήσει με τον “κύριο Παύλο”. Όλα προχωράνε στη ζωή, αλλά όταν φεύγει ένας άνθρωπος με τον οποίο έζησες οκτώ χρόνια, λες «θα ήθελα να του είχα μιλήσει». Αλλά είναι μια σκέψη που κάνεις και φεύγει. Ίσως αν τον είχα πάρει τηλέφωνο… υπήρχαν εγωισμοί, υπήρχαν πολλά. Θα μπορούσα να τον είχα πάρει εγώ τηλέφωνο και να του έλεγα «κύριε Παύλο, εγώ θέλω να γυρίσω στον Παναθηναϊκό». Εγώ δεν το έκανα, ούτε και αυτός το έκανε. Αλλά βλέποντας μετά αυτή τη συνέντευξη είδα ότι την αγάπη που του είχα, την είχε και αυτός σε μένα.
Είναι συγκινητικό.
«Όντως είναι συγκινητικό. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση στο να τη χειριστείς. Σου λέω, εγώ πραγματικά πίστευα ότι θα επέστρεφα. Δεν μπορώ να πω ποτέ κάτι κακό για τον κύριο Παύλο, δεν μου έχει κάνει κάτι κακό, όπως και εγώ δεν του έχω κάνει κάτι κακό».
Οι τελευταίες εξελίξεις στον Παναθηναϊκό είναι ραγδαίες. Την Τρίτη ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ανακοίνωσε πως η ομάδα πωλείται. Φυσικά, όπως λέγαμε και νωρίτερα, όλα προχωράνε, όμως είναι μια ιστορική στιγμή από όπου και να το δει κανείς, μια στιγμή που ελάχιστοι φαντάζονταν. Μπορείς να κάνεις προβλέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι;
«Προβλέψεις δεν γίνεται να κάνεις, όμως αυτή η τοποθέτηση του Δημήτρη είναι ξεκάθαρη. Όπως κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ίδια οικογένεια θα έμενε 33 χρόνια, άλλο τόσο δύσκολο είναι να φανταστεί πως θα άκουγε ότι πωλείται ο Παναθηναϊκός. Οι εποχές έχουν αλλάξει και δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο θα βρεθεί ένας άνθρωπος, ούτε το τι θα συμβεί από εδώ και πέρα για τις διοργανώσεις, το μπάτζετ».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δ. Γιαννακόπουλου, το συνολικό ποσό που έχει δαπανήσει η οικογένεια είναι σχεδόν μισό δις ευρώ.
«Εγώ τόσο είχα υπολογίσει στο μυαλό μου, μπορεί και παραπάνω. Είναι πολλά τα χρόνια, πάρα πολλά και δεν μπορείς να είσαι πρώτος χωρίς χρήματα. Τα έδωσαν για την αγάπη τους για τον Παναθηναϊκό, έδωσαν και σε άλλα τμήματα, βοήθησαν κάποια στιγμή και στο ποδόσφαιρο. Και τα τρία αδέρφια έχουν βοηθήσει κόσμο, έχουν κάνει καλό και για αυτό όλοι τους θυμούνται με μια όμορφη ανάμνηση. Νομίζω ότι πρέπει κανείς να είναι πολύ κακόψυχος για να πει κάτι κακό για αυτούς. Η αναγνώριση και η φήμη τους ήταν παγκόσμια: ξέρεις τι είναι να φέρνεις τον Ντομινίκ και τον Μπάιρον Σκοτ;».