Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ ο Ρικ Πιτίνο βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και δεν έχει σταματήσει να μιλάει για διάφορα θέματα χωρίς να ξεχνάει το πέρασμα του από την Ελλάδα. 

Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ ο Ρικ Πιτίνο βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και δεν έχει σταματήσει να μιλάει για διάφορα θέματα χωρίς να ξεχνάει το πέρασμα του από την Ελλάδα. 

Αυτή τη φορά σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Boston Herald αποκάλυψε τον τρόπο αλλά και τους λόγους που τον οδήγησαν στη χώρα μας και τον πάγκο του Παναθηναϊκού:

” Την πρώτη φορά έφυγα παραμονή Χριστουγέννων του 2018 κι αν δεν υπήρχε ο κόουτς των Φιλαντέλφια Σίξερς Μπρετ Μπράουν, δεν θα το είχα κάνει. Ο Μπρετ ήταν παίκτης μου στο Μπόστον Γιουνιβέρσιτι σε ένα podcast πώς κατέληξε να προπονεί στην Αυστραλία. Μου απάντησε ότι “κόουτς, εγώ είπα στον πατέρα μου ότι πάντα ήθελα να πάω στην Αυστραλία και του ζήτησα να μου δανείσει κάποια χρήματα”. Γέμισε την βαλίτσα του κι έφυγε, χωρίς να το ξέρει κανείς. Οταν εγώ είχα την πρόταση του Παναθηναϊκού, ο Κρις Ουάλας με κάλεσε και μου είπε ότι με θέλουν για προπονητή στον Παναθηναϊκό. τον ρώτησα αμέσως: “Κρις, τι είναι αυτό;”. 

Μου είπε ότι είναι ομάδα της Ευρωλίγκα και του ελληνικού πρωταθλήματος και πως θεωρείται σύλλογος αντίστοιχος με τους Σέλτικς στην Ευρώπη. Στην αρχή είπα “μάλλον όχι”, αλλά το σκέφτηκα ξανά και είπα “ξέρεις κάτι; Αν ο Μπρετ Μπράουν το έκανε στα 24, μπορώ κι΄ εγώ να το κάνω στα 65.  Εφυγα χωρίς να το γνωρίζει κανείς κι αυτό που αγάπησα είναι το μάθημα που πήρα ότι η προπονητική εκεί πέρα είναι σε εξαιρετικό επίπεδο. Έμαθα πολλά. Είναι σαν τους Σαν Αντόνιο Σπερς στα καλύτερά τους ο τρόπος που κυκλοφορούν την μπάλα και η αξιοποίηση του high post. Είναι το αντίθετο από τους Ρόκετς του Χάρντεν. Μπορείς να δεις έξι πάσες σε έξι δευτερόλεπτα, εξαιρετικό επιθετικό μπάσκετ και το να μαθαίνεις νέα πράγματα στα 65 σου, είναι σπουδαίο. Οι παίκτες ήταν εκπληκτικοί, ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Πήγα στο Τελ Αβίβ, στην Κωνσταντινούπολη, στο Μιλάνο, στη Μαδρίτη, στη Λιθουανία, στη Μόσχα. Οι Έλληνες ήταν τέλειοι απέναντί μου”.