Όπως συνήθως, όλα ξεκινούν από μια ανάγκη.
Ο Παναθηναϊκός δεν μπορούσε παρά να προσαρμοστεί στις άγριες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Παρότι παρέμεινε καθ΄ όλα ανταγωνιστικός στην μετά 2011 εποχή, ο οικονομικός προϋπολογισμός της ομάδας δεν θα μπορούσε να παραμείνει στα επίπεδα του 2009: κάτι τέτοιο θα ήταν μακριά από κάθε ρεαλισμό.
Η ανάγκη δημιουργίας ενός τμήματος σκάουτινγκ που θα μπορούσε να εντοπίσει τις value for money επιλογές παικτών που θα έφερναν τον σύλλογο πιο κοντά στην ευρωπαϊκή κορυφή ήταν κάθε χρόνο και πιο φανερή. Μπορεί η πρώτη εποχή Πεδουλάκη να συνοδεύτηκε από πολλά και μαζεμένα «λαβράκια» όπως οι Μπράμος, Γκιστ, Λάσμε, Ματσιούλις, όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Ο Παναθηναϊκός συνήθως ακολουθούσε τις προσταγές και επιθυμίες του εκάστοτε προπονητή, με ανάμεικτα όπως ήταν φυσικό αποτελέσματα. Περιπτώσεις όπως αυτή του Μάρκους Ντένμον, ενός σχετικά άσημου δηλαδή Αμερικανού χωρίς εμπειρία στην Ευρωλίγκα αλλά με ικανότητες για το βήμα παραπάνω ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Την πρωτοβουλία για την δημιουργία ενός τρόπου σκάουτινγκ παικτών πήρε ο Νίκος Παππάς λίγο πριν την έναρξη της σεζόν 2018-19, που ξεκίνησε με τον Τσάβι Πασκουάλ στον πάγκο, με τον Ισπανό να δίνει την έγκριση του. Ο Έλληνας ασίσταντ κόουτς των «πράσινων» ήταν ο… σπασίκλας των υπολογιστών στο «πράσινο» επιτελείο, όντας ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη συνάφεια και αγάπη με την τεχνολογία. Αυτός λοιπόν εμπνεύστηκε το «Green Lab».
Πως δημιουργήθηκε το Green Lab
Ο Παππάς σκέφτηκε πως ο σύλλογος θα πρέπει να δουλέψει για να δημιουργήσει τη δική του βάση δεδομένων (database) η οποία θα περιέχει παίκτες που αγωνίζονται τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική (G League, NBA). Σε αυτήν θα περιέχονταν αναλυτική περιγραφή των χαρακτηριστικών κάθε παίκτη, ξεφεύγοντας από το στερεοτυπικό «μου αρέσει/δεν μου αρέσει, είναι «8άρι» ή «7άρι»: κάτι τέτοιο φυσικά είναι περίπου αυτονόητο την εποχή που το μπάσκετ έχει προσχωρήσει βαθιά στην εποχή των προηγμένων στατιστικών (advanced statistics).
Φυσικά, ήταν αδύνατον να κάνει αυτή τη δουλειά μόνος του, ακόμα και να το ήθελε. Ο όγκος της δουλειάς έπρεπε να μοιραστεί σε περισσότερους ανθρώπους από τους τρεις Έλληνες βοηθούς που ήταν εκείνη την εποχή στο τεχνικό επιτελείο (Βόβορας, Παναγιωτόπουλος, Παππάς). Τη λύση έδωσαν οι προπονητές που δούλευαν στα τμήματα υποδομής του συλλόγου: αίφνης το καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό είχε βρεθεί. Το πρότζεκτ ξεκίνησε με 25 άτομα, καθένας από τα οποία είχε επιφορτιστεί με ένα συγκεκριμένο πρωτάθλημα ή χώρα.
Το δύσκολο κομμάτι είχε να κάνει με την εκπαίδευση όλων των εμπλεκόμενων: πως δηλαδή θα ήταν εφικτό να περιοριστεί στο μέτρο του δυνατού ο υποκειμενικός παράγοντας κάθε προπονητή που αξιολογούσε κάθε παίκτη. Έπρεπε να βρεθεί μια κοινή γλώσσα: για να συμβεί αυτό, δημιουργήθηκε ένας κοινός τρόπος αξιολόγησης που αφορούσε πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά: αθλητικότητα, επίθεση, άμυνα, ψυχοπνευματικά στοιχεία, πληροφόρηση από πρώην συμπαίκτες, προπονητές, ιστορικό τραυματισμών και πολλά άλλα που δημιουργούσαν μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα για κάθε αθλητή.
Επιπλέον, ο στόχος δεν ήταν μόνο η ποσοτική, αλλά κυρίως η ποιοτική ανάλυση. Ο καθένας μπορεί να συγκεντρώσει στατιστικά ή προηγμένα στατιστικά, όμως το ζητούμενο ήταν η σε βάθος μπασκετική ανάλυση του κάθε παίκτη στον τρόπο παιχνιδιού του προκειμένου να αξιολογηθεί αν σε κάποια δεδομένη στιγμή θα ήταν σε θέση να ταιριάξει στο υπό διαμόρφωση ρόστερ ή σε ένα δομημένο ρόστερ που χρειάζεται ενίσχυση κατά τη διάρκεια της σεζόν, π.χ λόγω ενός τραυματισμού.
Η εξέλιξη και ο παράγοντας Πιτίνο
Όπως είναι εύκολα κατανοητό, ένα τέτοιο πρότζεκτ δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά από την πρώτη στιγμή, πόσο μάλλον να πάρει την τελική του μορφή. Από την αρχική ομάδα των 25 ατόμων που απάρτιζαν το «Green Lab» έμειναν τελικά 15 άτομα, 12 εκ των οποίων είναι προπονητές ακαδημιών και τρεις ανήκουν στην πρώτη ομάδα. Στο γκρουπ προστέθηκε κατά τη διάρκειας της σεζόν 2019-20 και ένας αναλυτής δεδομένων (data analyst), ο οποίος ήταν σε θέση να ξεσκαρτάρει παίκτες από μια τεράστια δεξαμενή πληροφοριών: για παράδειγμα, από 2.000 παίκτες με τα χαρακτηριστικά που θα του δοθούν, να παραδώσει μια λίστα 150 αθλητών, μειώνοντας έτσι σε ρεαλιστικά πλαίσια το εύρος αναζήτησης.
Το εγχείρημα δεν είναι ακριβώς πρωτοποριακό, είναι όμως ασυνήθιστο τόσο για τα ελληνικά, όσο και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Μπορεί ο Μαουρίτσιο Γκεραρντίνι να δημιούργησε τμήμα σκάουτινγκ στην Μπενετόν Τρεβίζο από τα μέσα της δεκαετία του ’90, όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι πολλές οι ομάδες που κάνουν κάτι ανάλογο με αυτό που στον Παναθηναϊκό δημιουργούν. Για παράδειγμα, μεγάλοι ισπανικοί σύλλογοι όπως η Μπασκόνια, η Ρεάλ και η Μπαρσελόνα έχουν ανθρώπους που κάνουν σκάουτινγκ με τον παραδοσιακό τρόπο: πηγαίνουν σε αγώνες, παρακολουθούν παίκτες, έχουν δίκτυο πληροφοριών σε αρκετές χώρες (π.χ Αργεντινή). Αυτό που προσπαθούν στο τριφύλλι είναι να «παντρέψουν» το παλιό με το νέο και να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη της τεχνολογίας προς όφελός τους.
Επιταχυντικό ρόλο στις διεργασίες έπαιξε η έλευση του Ρικ Πιτίνο, ο οποίος έδειξε από την αρχή ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο κομμάτι. Ο Αμερικανός έκανε συνάντηση με όλη την ομάδα του Green Lab και συχνά πυκνά μίλαγε με ανθρώπους του για το τι έκαναν – μπορεί να μην θυμόταν ακριβώς το όνομα τους, αλλά ρωτούσε σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας και τα ευρήματά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν επί ημερών Πιτίνο που ο Νίκος Παππάς αποχώρησε από το τεχνικό επιτελείο για να αναλάβει καθήκοντα επικεφαλούς σκάουτερ (head scout) στον Παναθηναϊκό. Την ίδια στιγμή, οι προπονητές των ακαδημιών που συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα (οι περισσότεροι εκ των οποίων νέοι) έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση σε ακριβά προγράμματα (Synergy), να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και να αποκτήσουν την αίσθηση της δουλειάς ενός βοηθού προπονητή σε έναν σύλλογο τοπ επιπέδου στην Ευρωλίγκα.
Η παρούσα κατάσταση και το φετινό καλοκαίρι
Σύμφωνα με πληροφορίες από το «πράσινο» στρατόπεδο, η βάση δεδομένων που έχει δημιουργηθεί μετά από δύο σεζόν συστηματικής δουλειάς είναι σε θέση να χρησιμοποιηθεί από το φετινό καλοκαίρι. Ο στόχος του εν λόγω εγχειρήματος είναι να υπάρχουν τα εργαλεία προκειμένου ο σύλλογος να είναι σε θέση να διαλέξει σωστά και ει δυνατόν φθηνά τους παίκτες που θα αποκτήσει. Έτσι, κάθε προπονητής ο οποίος αναλαμβάνει την τεχνική καθοδήγηση της ομάδας θα έχει στη διάθεση του έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών από τον οποίο μπορεί να αντλήσει στοιχεία και να αποκτήσει περισσότερο γνώση για αυτό που θέλει να δημιουργήσει: κανείς δεν τα ξέρει όλα. Με αυτόν τον τρόπο ο Παναθηναϊκός θα αποκτήσει μια αυτονομία που δεν θα έχει να κάνει με τις όποιες γνωριμίες του εκάστοτε κόουτς ή μάνατζερ, αλλά και θα είναι σε θέση να αξιολογεί τις προτάσεις με ταχύτητα και ακρίβεια, γνωρίζοντας τι είναι σε θέση να προσφέρει ο παίκτης που έχει προταθεί ή προλαβαίνοντας άλλους συλλόγους και καπαρώνοντας αθλητές που με την κατάλληλη καθοδήγηση μπορούν να γίνουν «αστέρια».
Είναι αυταπόδεικτο πως το εγχείρημα θα πετύχει μόνο αν ο ίδιος ο σύλλογος είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί. Η ύπαρξη τους δεν σημαίνει πως κάθε μεταγραφική απόφαση θα βασίζεται πάνω στην δουλειά που έχει γίνει από το «Green Lab»: πολλές αποφάσεις έχουν και άλλους «πατεράδες». Για παράδειγμα, η απόφαση απόκτησης του Άντι Ράουτινς ήταν μια απόλυτα προσωπική απόφαση του Ρικ Πιτίνο, ενώ η ανανέωση του συμβολαίου του Νίκου Παππά είχε προεδρική σφραγίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία του «Green Lab» είναι ένα ξεκάθαρο βήμα προς τα μπροστά για τον σύλλογο. Ανεξάρτητα από το αν θα επαληθευτούν οι φήμες που θέλουν το μπάτζετ της ομάδας να μειώνεται το φετινό καλοκαίρι, η ύπαρξη ενός τέτοιου εργαλείου είναι κεφαλαιώδους σημασίας για κάθε σύγχρονο κλαμπ που θέλει να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τους πιο πλούσιους ανταγωνιστές του. Αν η χρονιά που πέρασε έδειξε κάτι, είναι πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός: εκτός κι αν πιστεύετε ότι ο Μάρκους Ντένμον θα ήταν λιγότερο χρήσιμος από τον Τζίμερ Φρεντέτ.