Ο Τζέιμς Γκιστ, λίγες ώρες πριν από την επιστροφή του στο ΟΑΚΑ, αυτή τη φορά ως αντίπαλος του Παναθηναϊκού, μίλησε στον Νίκο Βόπη για τη φετινή Ευρωλίγκα, για το πώς πήρε την απόφαση να φύγει το καλοκαίρι από την ομάδα, για τους προπονητές που έχει συνεργαστεί ως τώρα και για το τι θα κάνει μόλις κρεμάσει τα παπούτσια του.
Αναλυτικά:
Τζέιμς, ίδια πόλη αλλά αυτή τη φορά με διαφορετική ομάδα. Πως νιώθεις που επιστρέφεις στην Αθήνα για πρώτη φορά ως αντίπαλος του Παναθηναϊκού;
“Όχι δεν έχω ούτε άγχος ούτε είμαι νευρικός για το παιχνίδι. Είναι διαφορετικά. Την τελευταία φορά που έπαιξα εδώ ως αντίπαλος ήταν όταν ήμουν στη Φενέρ. Νιώθω παράξενα. Να έρχομαι στην Αθήνα και να μην πηγαίνω σπίτι μου. Συνήθιζα να πηγαίνω στο σπίτι μου στον Διόνυσο και αυτή είναι μία μεγάλη διαφορά”.
Ας πάμε λίγο πίσω στο καλοκαίρι που μας πέρασε. Ήταν δική σου απόφαση να φύγεις ή της διοίκησης;
“Όχι. Εγώ δεν ήθελα να φύγω από την ομάδα. Δεν ήταν δική μου απόφαση. Δεν ξέρω ωστόσο ποιος πήρε αυτή την απόφαση εν τέλει. Εγώ σχεδίαζα να επιστρέψω μετά το καλοκαίρι. Γιατί να φύγω; Εξαιρετική ομάδα, ο κόσμος εξαιρετικός, το φαγητό απίστευτο, γιατί να πάω κάπου αλλού; εδώ είχα τα πάντα”.
Είναι εύκολη η προσαρμογή σου Βελιγράδι; Διότι δεν είναι εύκολο να μετακομίζεις σε άλλη χώρα μετά από επτά χρόνια στην Ελλάδα…
“Είναι πολύ εύκολο και σε αυτό με έχει βοηθήσει πολύ η ομάδα. Μου έχει κάνει τη ζωή αρκετά εύκολη αλλά γενικά αυτή είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι στο Βελιγράδι μιας και το 2010 όταν έμεινα ελεύθερος από τους Σπερς ήρθα στην Παρτίζαν, οπότε έχω αρκετούς φίλους στο Βελιγράδι”.
Ο Μίλαν Τόμιτς, που για πολλά χρόνια υπήρξε αντίπαλός σου στην Ελλάδα μιας και ήταν βοηθός προπονητή στον Ολυμπιακό, πλέον είναι ο προπονητής σου. Πως είναι η συνεργασία σας έως τώρα;
“Με καταλαβαίνει απόλυτα. Ξέρει τον τρόπο παιχνιδιού μου και είναι εξαιρετικός χαρακτήρας. Έχουμε ήδη αναπτύξει μία σχέση και έξω από το μπάσκετ και με βοηθάει πολύ στο να ανταπεξέλθω στα νέα δεδομένα και στο να προσαρμοστώ. Γενικότερα δίνει ελευθερία σε όλους τους παίκτες μέσα στο παιχνίδι. Μέχρι τώρα παίζω σέντερ. Δεν το σκέφτομαι πια. Πλέον προσπαθώ να εκμεταλλευτώ τις ευκαιρίες που μου δίνονται και μου δίνει ελευθερία για να είμαι ήρεμος και να παίζω αυτό που ξέρω”.
Νιώθεις πώς έχεις να αποδείξεις πράγματα μιας και η τελευταία σου χρονιά στον Παναθηναϊκό δεν ήταν αυτή που και εσύ ο ίδιος περίμενες;
“Έχω λίγο μπασκετικό θυμό μέσα μου. Νιώθω ακόμα αυτή τη φλόγα και σίγουρα έχω κίνητρο να πραγματοποιήσω μία πολύ καλή σεζόν και ανυπομονώ να ξεκινήσει”.
Ποιος είναι ο στόχος που έχει θέσει φέτος ο Ερυθρός Αστέρας στην Ευρωλίγκα;
“Αυτή τη στιγμή απλά να αγωνιστούμε στο κορυφαίο επίπεδο. Φέτος η Ευρωλίγκα θα είναι πολύ ανταγωνιστική καθώς διαθέτει πολλές δυνατές ομάδες και εμείς με τη σειρά μας θέλουμε να πετύχουμε. Εάν δούμε ότι μπορούμε να μπούμε στα πλέι οφ τότε αυτός θα είναι ο στόχος μας. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουμε δυνατά. Έχουμε πολύ δύσκολο ξεκίνημα. Έχουμε τον Παναθηναϊκό, τη Φενέρ, την Μπαρτσελόνα, την Μακάμπι και θέλουμε να αποδείξουμε ότι μπορούμε να παίξουμε στο κορυφαίο επίπεδο και όχι απλά να συμμετάσχουμε στη διοργάνωση”.
Έχεις δουλέψει με αρκετούς προπονητές κατά τη θητεία σου στον Παναθηναϊκό. Με ποιον απ’ όλους θεωρείς ότι είχες την καλύτερη συνεργασία και ότι πήρες τα περισσότερα;
“Είναι δύσκολο να απαντήσω. Για κάθε προπονητή που είχα προσπαθούσα να παίζω στο 100%. Με μερικούς ένιωθα ότι απλά δεν με χρησιμοποιούσαν σωστά. Μου άρεσε πολύ ο Τζόρτζεβιτς σαν προπονητής. Ήταν σκληρός χαρακτήρας αλλά σπουδαίος άνθρωπος. Στο τέλος της ημέρας ήταν παίκτης. Είναι τελείως διαφορετικά όταν ένας προπονητής έχει παίξει στο κορυφαίο επίπεδο απ’ ότι όταν δεν έχει παίξει. Όταν έχει παίξει καταλαβαίνει πιο πολύ το παιχνίδι. Ο Τζόρτζεβιτς καταλάβαινε τα πάντα. Το μομέντουμ του αγώνα, το ρυθμό , τις στιγμές. Ένα πράγμα που δεν έκανε ποτέ ήταν να αφαιρεί την αυτοπεποίθηση από έναν παίκτη. Έκανε ακριβώς το αντίθετο. Προσπαθούσε να ανεβάσει τον παίκτη. Ποτέ δεν γκρίνιαζε για το χαμένο σουτ, πάντα έλεγε ότι θα μπει το επόμενο”.
Έχεις δει καθόλου το φετινό ρόστερ του Παναθηναϊκού;
“Δεν το έχω δει ακόμα, λίγο μόνο αυτές τις μέρες που μελετάμε για το παιχνίδι. Αυτό νομίζω ισχύει για όλες τις ομάδες αυτή τη στιγμή. Είναι αρκετά νωρίς για να ξέρει ο ένας τον άλλο και εμείς απλά συγκεντρωνόμαστε στην ομάδα μας. Εγώ προσωπικά βλέπω το μπάσκετ σαν τη ζωή μου”.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα του Τζέιμς Γκιστ;
“Θέλω να γίνω προπονητής. Σίγουρα θέλω να προπονήσω στο κορυφαίο επίπεδο, όχι στο high school, αγαπώ τα παιδιά αλλά δεν αντέχω τους γονείς που είναι κρεμασμένοι από πάνω τους. Θέλω να έχω τον έλεγχο των καταστάσεων και θέλω να κερδίσω στο κορυφαίο επίπεδο”.
Μιας και μιλάμε για προπονητική πιστεύεις ότι είσαι πιο κοντά στο στιλ του προπονητή σου στο Maryland ή πιο κοντά στη σχολή Ομπράντοβιτς;
“Εγώ θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Έχω παίξει με πολλούς προπονητές και στιλ αλλά προσωπικά προσπαθούσα πάντα να παίρνω τα καλύτερα απ’ τον καθένα. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά στιλ, είτε αμυντικά είτε επιθετικά. Τα πάντα εξαρτώνται από το τι είδους ομάδα θες να χτίσεις. Δεν γίνεται να έχεις ένα συγκεκριμένο στιλ. Θα πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι και να συνδυάζεις καταστάσεις. Σίγουρα δεν θα είμαι ένας μαλακός προπονητής. Πιστεύω στην σκληρή δουλειά, δυστυχώς η σκληράδα έχει αρχίσει να εξαλοίφεται τα τελευταία χρόνια στο μπάσκετ, το άθλημα δεν είναι τόσο σκληρό όσο ήταν παλιά και αυτό δεν μου αρέσει. Τότε ήταν πιο αληθινό. Αυτό θέλω να εφαρμόσω. Θέλω να χτίσω σκληρές ομάδες”.
Τέλος, ποιες ομάδες πιστεύεις ότι είναι φέτος υποψήφιες για το Φάιναλ Φορ;
“Είναι δύσκολο να απαντήσω τώρα. Καμία ομάδα τώρα δεν είναι τόσο καλή όσο θα είναι τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Είναι πολύ νωρίς, κάθε ομάδα έχεις τις προσδοκίες της, στο τέλος της ημέρας πρέπει όλες να παίξουν ανεξάρτητα με τι γράφεται στα χαρτιά. Υπάρχουν παραδοσιακά δυνατές ομάδες αλλά φέτος όλοι μπορούν να νικήσουν. Όλοι πρέπει να παίξουν στο κορυφαίο επίπεδο και να αποδείξουν ότι αξίζουν”.