Μία ευρωπαϊκή σεζόν όπως αυτή που τελείωσε γράφει υπεραξίες. Πάντα. Συνέβη, πιο πρόσφατα από τις υπόλοιπες, στην Εφές, το ’19. Έκαναν σπριντ ως το φάιναλ φορ, δεν το πήραν, έπεσαν πάνω στον κόβιντ, δεν μπορούσαν να το πάρουν. Μικρή διαφορά στον λογαριασμό της ομάδας: πλήρωσαν τις αυξήσεις, πήραν δύο σερί. Κάπως έτσι είναι και για τον Ολυμπιακό. Στο Βελιγράδι είχε Μίτσιτς, στο Κάουνας Γιουλ, αλλά ο προϋπολογισμός (λογικά) θα αυξηθεί. Το πόσο έχει να κάνει με τη διάθεση/αντοχή των ιδιοκτητών. Τα αυξημένα έσοδα πάντως το κάνουν πιο εύκολο.
Το καλό της υπόθεσης είναι πως ένα κομμάτι του κορμού έχει ήδη ρίζες στο Φάληρο: Φαλ, Μακίσικ, Γουόκαπ. Μένει το ελληνικό στοιχείο, Σλούκας, Παπανικολάου, Λαρεντζάκης. Ο τελευταίος ψάχνει να πληρωθεί ό,τι θεωρούσε πως άξιζε παραπάνω την προηγούμενη τριετία, όμως το μομέντουμ, όπως και πέρσι, δεν είναι με το μέρος του. Ο αρχηγός, εύκολα ή δύσκολα, θα μείνει στη θέση του. Ο Σλούκας, στο τελευταίο μεγάλο συμβόλαιο της καριέρας του, είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα. Πιθανή φυγή του θα αλλάξει ριζικά τη δομή, όπως ένας παίκτης με τη μπάλα στα χέρια μπορεί, φύσει και θέσει, να κάνει. Απο εκεί ξεκινούν όλα.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η αναβάθμιση θα έρθει έξω από τα γκρουπ των 3+3. Τα πλέι-οφ και το φάιναλ φορ έδειξαν την κατεύθυνση, ξεκάθαρα. Από τους νεοφερμένους του περασμένου καλοκαιριού, μόνο ο Αϊζέα Κάναν πέρασε πάνω από τον πήχη. Ο Ταρίκ Μπλακ κάπου συναντήθηκε μαζί του, έδωσε διαπιστευτήρια, πιθανώς όμως όχι αρκετά για να αισθάνεται σίγουρος. Ο Πίτερς ήταν για άλλη μια φορά ο ίδιος Πίτερς μιας ομάδας κορυφής. Στην ΤΣΣΚΑ είχε το ελαφρυντικό της ρούκι χρονιάς, αλλά μόνο εκεί. Στην Εφές, όταν ξεκίνησε η post season, πέρασε και δεν ακούμπησε. Στον Ολυμπιακό, το ίδιο. Πιο soft κι από βούτυρο Κέρκυρας, ο Γιώργος Μπαρτζώκας αισθάνθηκε πως η θερμοκρασία θα τον έκαιγε πριν καν ακουμπούσε παρκέ. Δέκα λεπτά μέσο όρο στα πλέι-οφ, 2.8 πόντοι, έντεκα σουτ όλα κι όλα σε πέντε ματς. Στο φάιναλ φορ έπαιξε τεσεράμισι λεπτά στον ημιτελικό με ένα ριμπάουντ. Στον τελικό δεν. Ο Μπολομπόι είχε 15 λεπτά στα πρώτα δύο ματς με τη Φενέρ, πέρασε για μισό λεπτό από το τρίτο και έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Παραπάνω στο Φ4, το ίδιο αποτέλεσμα. Προσόντα χωρίς νεύρο, μια κινητή συγκατάνευση με τη μετριότητα, ευθεία γραμμή με τον θολό δεύτερο γύρο μετά τον κάπως ελπιδοφόρο πρώτο.
Τους βλέπεις μαζί, τον Αμερικανό και τον Ρώσο με τα γονίδια από το Κόνγκο και λες, μαζί να τους βάλω, σε ένα σώμα, πάλι Μιλουτίνοφ δεν βγάζουν. Οπότε δεν έχει το παραμικρό νόημα να μπλέξει κανείς το μυαλό του σε παραπάνω σκέψεις, «αν ταιριάζει ο Φαλ με τον Σέρβο», «αν υπάρχει κενό αθλητικότητας» και λοιπά εμπριμέ. Ο Μιλού είναι Σέρβος στο διαβατήριο, μισός και βάλε Έλληνας σε δέσιμο με την ομάδα και τη χώρα, περίπου όπως ο Βέσελι όταν έφτασε 18 χρονών στο Βελιγράδι για την Παρτίζαν. Τσέχος στο διαβατήριο, Σερβάκι στην μπασκετική κουλτούρα.
H τριετία του γεννημένου στην φοιτητούπολη του Νόβι Σαντ ψηλού στη Μόσχα δεν ήταν, από όπου και να το δεις, καρποφόρα. Ξεκίνησε ενθουσιώδης, χτύπησε. Γύρισε την επόμενη αλλά δυσκολευόταν. Ο Σενγκέλια διεκδικούσε τα ίδια τετραγωνικά και οι Κλάιμπερν-Σβεντ δεν ήταν ακριβώς οι παίκτες που είχαν στο μυαλό τους πως θα κάνουν ευτυχισμένο τον ψηλό. Όταν ήρθε ο πόλεμος, καταδικάστηκε στην αφάνεια της VTB και απάντησε με τον τίτλο του MVP και του καλύτερου ριμπάουντερ της λίγκας, στέλνοντας έτσι το μήνυμα.
Στα 28 του χρόνια, ο Μιλουτίνοφ είναι έτοιμος να κυριαρχήσει: αν δεν το κάνει τώρα, πιθανώς δεν θα το κάνει ποτέ. Είναι καλός χαρακτήρας, έχει δέσιμο με τον σύλλογο, στενή φιλία με τον αρχηγό, την πόλη και τα νότια προάστια της. Πνευματικά έχει στόφα μαχητή και πρωταγωνιστή – δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίξει τραυματίας και να βάλει το εγώ κάτω από την ομάδα. Αγωνιστικά, η ικανότητα του στο ριμπάουντ αλλάζει επίπεδο μια ομάδα, ενώ δεν υπολείπεται σε τίποτα στην πάσα σε σχέση με τον Φαλ – πιθανότατα είναι καλύτερος και σε αυτό, ειδικά στο short roll. Δεν έχει το bully-ball του Γάλλου που υπερτερεί σε εκτόπισμα, αλλά υπερτερεί φανερά σε ταχύτητα και παιχνίδι πάνω από τη στεφάνη.
Πιο πολύ από όλα όμως, ο Σέρβος μοιάζει να θέλει να επιστρέψει στο σπίτι του, κι αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που απλώς δεν γίνεται να αγνοήσεις όταν πέφτει από τον ουρανό στα χέρια σου. Η Ρεάλ το έχει με τον Καμπάσο, στον οποίο ο Παναθηναϊκός άπλωσε χρυσάφι μόνο για να ακούσει την κυρία Καμπάσο να λέει πως «θα επιστρέψουμε στη Μαδρίτη».
Πολύ απλά, όταν μπορείς να πάρεις τον Μιλουτίνοφ, τον παίρνεις. Και μετά φροντίζεις, στην μετά-Βεζένκοφ εποχή (αν αυτή τελικά έρθει), να προσθέσεις στην ομάδα τα υπόλοιπα στοιχεία, της αθλητικότητας μη εξαιρούμενης.