Ο Τζόνσον Όντομ σε δηλώσεις του στην επίσημη ιστοσελίδα του ΕΣΑΚΕ, τόνισε πως είναι ευλογία να σε θέλει μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό.
Αναλυτικά:
Πες μας, πως ξεκίνησαν όλα;
«Γεννήθηκα στη Νότια Καρολίνα, οι γονείς μου εργάζονταν και οι δύο. Η μητέρα μου ως υπάλληλος τραπέζης και ο πατέρας μου ως διαιτητής. Ο πατέρας μου ουσιαστικά ήταν αυτός που με ώθησε στον αθλητισμό. Ήταν διαιτητής σε αγώνες μπάσκετ, μπέιζμπολ και αμερικάνικου φούτμπολ. Είχε μεγάλη γνώση από τα σπορ».
Αδέλφια έχεις, πως ήσουν ως παιδί;
«Αδέλφια έχω. Έχω έναν αδελφό, τον Μπράντον, ο οποίος είναι πέντε χρόνια μικρότερος μου. Ως παιδί ήμουν όπως όλα τα άλλα παιδιά, ήθελα από το πρωί έως το βράδυ να παίζω και να μην διαβάζω. Είχα όμορφα παιδικά χρόνια και εκτίμησα ακόμη περισσότερο τη ζωή και όσα μου προσέφεραν οι γονείς μου όταν συνέβη αυτό που συνέβη με τον αδελφό μου».
Τι εννοείς;
«Στα 5 του, ο Μπράντον είχε μεγαλύτερη καρδιά από όσο μπορούσε να αντέξει το σώμα του. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ πιο δυνατά και οι παλμοί ήταν τόσο έντονοι που δεν του επέτρεπαν να ανασάνει όσο θα έπρεπε. Έτσι, στα 5 του έκανε μεταμόσχευση καρδιάς. Τότε εγώ ήμουν 11, δεν είχα καταλάβει πολλά, αλλά όταν πια είδα τον αδελφό μου στο νοσοκομείο, οι γονείς μου, μου εξήγησαν τι συνέβαινε. Μετά το σπίτι γέμισε φάρμακα ενώ η επέμβαση άφησε στον αδελφό μου ένα πρόβλημα. Μέρος της δεξιάς πλευράς του έχει παραλύσει, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ζήσει ως φυσιολογικό παιδί. Τότε ήταν που είπαμε όλοι στην οικογένεια πως θα κάνουμε τα πάντα για να μη λείψει τίποτα από τον Μπράντον. Το γεγονός αυτό άλλαξε ουσιαστικά μια για πάντα τη ζωή μας, αλλά και το πώς εγώ αντιμετώπιζα πολλά πράγματα τα οποία μέχρι πριν συμβεί αυτό που συνέβη στον αδελφό μου, τα θεωρούσα δεδομένα».
Μεγαλώνοντας, πότε κατάλαβες ότι μπορείς να παίξεις μπάσκετ επαγγελματικά;
«Όταν ήμουν 6-7 χρονών, κατάλαβα πως θέλω να παίξω μπάσκετ. Δεν μου άρεσε να παίζω άμυνα, μου άρεσε να σκοράρω (γέλια). Κάθε χρόνο γινόμουν και καλύτερος. Στο High School κέρδισα πρωτάθλημα, στη senior σεζόν μου ήμουν ακόμη καλύτερος και μετά από αυτό πήγα σε prep-school γιατί ήμουν μικρός, ήμουν 17 χρονών και αυτό με βοήθησε πολύ ώστε να παρουσιαστώ απόλυτα έτοιμος στο κολέγιο. Μετά από αυτό, πήγα σε junior college, στο Κάνσας. Και μετά πήγα στο Μαρκέτ και εκεί ήταν το βασικό μου κολέγιο. Έπαιξα με παίκτες όπως ο Τζίμι Μπάτλερ, γνώρισα τον Τζερέλ ΜακΝίλ, ο οποίος παίζει τώρα στον Άρη και γενικά η εμπειρία αυτή θα μου μείνει αξέχαστη».
Όταν πια έφτασε η στιγμή του ντραφτ, πίστεψες ότι μπορείς να κάνεις κάτι καλό;
«Δεν σου κρύβω ότι ανυπομονούσα να δω τι θα συμβεί. Το ντραφτ του 2012 είχε πολλούς καλούς παίκτες που τώρα κάνουν καριέρα. Ήμουν όμως, περίεργος να δω τι θα καταφέρω. Οι Μάβερικς με επέλεξαν στο Νο55 του ντραφτ και στη συνέχεια πήγα ως ανταλλαγή στους Λος Άντζελες Λέικερς. Μια ομάδα που είχε ως ηγέτη τον Κόμπι Μπράιαντ και παίκτες όπως ο Γκασόλ, ο Αρτέστ και ο Νας. Μια ομάδα που είχε χτιστεί για να πάρει πρωτάθλημα. Δυστυχώς, όμως, αλλάξαμε τρεις προπονητές. Μεταξύ αυτών ήταν ο Μάικ Μπράουν και ο Μάικ Ντ’ Αντόνι. Οι πολλές αλλαγές προπονητών δεν με βοήθησαν, δεν κατάφερα ποτέ να βρω ουσιαστικό ρόλο στην ομάδα και έτσι μετά από ένα διάστημα πήγα στη D-League».
Πως είναι να παίζεις δίπλα στον Κόμπι Μπράιαντ;
«Είναι κάτι ξεχωριστό. Κάτι μοναδικό και νιώθω ευλογημένος που το έζησα μιας και φέτος είναι η τελευταία του σεζόν στο μπάσκετ».
Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο ξεχωριστό;
«Η αφοσίωση του σε αυτό που κάνει. Αν τον παρατηρήσεις, γιατί τον παρατηρούσα καθημερινά, είναι συγκεντρωμένος σε ό,τι κάνει. Και αφοσιωμένος 100%. Ακόμη και το να πάει από το γήπεδο στο γυμναστήριο, το έκανε όντας 100% συγκεντρωμένος. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο ξεχωριστό. Δούλευε σαν να είναι πρωτοετής αν και είχε κατακτήσει τόσα πρωταθλήματα και τόσες διακρίσεις. Ό,τι και να πω για τον Κόμπι, είναι λίγο».
Μετά τους Λέικερς, η καριέρα σου… μετακόμισε στην Κίνα, εκεί πως ήταν τα πράγματα;
«Μετά πήγα στην Κίνα όντως. Δεν μου άρεσε εκεί (γέλια). Τεράστιος πληθυσμός, το μπάσκετ εκεί δεν είναι μπάσκετ, είναι απλά ποιος θα βάλει περισσότερους πόντους και τίποτα άλλο. Δεν με έκανε καλύτερο παίκτη αυτή η εμπειρία. Γύρισα στις ΗΠΑ για τους Σίξερς με 10ημερο συμβόλαιο και πραγματικά ήθελα να ξεχάσω όσα είχαν συμβεί στην Κίνα. Στους Σίξερς δεν έμεινα και έτσι αποφάσισα να πάω στην Καντού».
Η Καντού έγινε ουσιαστικά και ο πρώτος σου ευρωπαϊκός σταθμός…
«Ακριβώς. Έπαιξα στην Καντού και θεωρώ πως και ομαδικά, αλλά και ατομικά η σεζόν ήταν καλή. Παίξαμε στο Eurocup και στο ιταλικό πρωτάθλημα ήμασταν ανταγωνιστικοί. Η σεζόν μου εκεί με βελτίωσε αρκετά και πραγματικά κρατάω πολλά πράγματα από το πέρασμα μου από την Ιταλία. Η σεζόν που άρχισε τώρα με βρήκε στην Τουρκία και την Τραμπζονσπόρ. Και εκεί πήγαμε καλά, μάλιστα προκριθήκαμε και στον δεύτερο γύρο του Eurocup. Και τότε ήταν που ήρθε η πρόταση του Ολυμπιακού…».
Μίλησε μου γι’ αυτό, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, έτσι δεν είναι;
«Το γρήγορα είναι λίγο για να περιγράψει τι ακριβώς συνέβη. Ένα απόγευμα καθόμασταν με την κοπέλα μου και τα παιδιά στο σπίτι και με πήρε ο ατζέντης μου λέγοντας μου τα εξής “DJO, σε θέλει ο Ολυμπιακός, έχεις πρόταση από τον Ολυμπιακό, σε παίρνω σε δέκα λεπτά” και μου το έκλεισε. Μέχρι να πάρει ξανά πίσω, είχα ήδη αποδεχτεί την πρόταση, είπα στην κοπέλα μου να μαζέψει ό,τι μπορεί για να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Μετά από λίγο με ξαναπήρε ο ατζέντης μου, του είπα “ναι” και το επόμενο πρωί έπρεπε να πετάξω για Ελλάδα στις 12:00. Πακετάραμε τα πάντα μέσα σε ελάχιστες ώρες και πραγματικά ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που δεν υπολόγιζα ούτε κούραση ούτε τίποτα άλλο. Το να σε θέλει ο Ολυμπιακός είναι ευλογία. Είχα ακούσει τόσα πολλά και ήξερα τόσα για τον Ολυμπιακό που απλά παρακαλούσα να περάσει η μέρα και να έρθω να υπογράψω. Ο Σερμαντίνι, με τον οποίον ήμουν στην Καντού, μου μιλούσε κάθε μέρα για το πόσο όμορφα πέρασε στον Ολυμπιακό, το ίδιο και οι Σίμονς και Λο, με τους οποίους έχουμε κοινούς γνωστούς στις ΗΠΑ ενώ όταν είχαμε παίξει με την Εφές, χωρίς καν να γνωρίζω πως μια ημέρα θα έπαιζα στον Ολυμπιακό, μου είχε μιλήσει για την ομάδα με τα καλύτερα λόγια και ο Ντάνστον. Είχα ακούσει πολλά και από τον Σίμονς ενώ πολλοί παίκτες του ΝΒΑ δεν σου κρύβω πως θέλουν να παίξουν μια μέρα στον Ολυμπιακό. Έτσι, δεν είχα πολλά να σκεφτώ και τώρα είμαι εδώ».
Νιώθεις δικαιωμένος για την επιλογή σου;
«100%. Πρώτα από όλα η ζωή εδώ είναι υπέροχη. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί, μιλάνε αγγλικά, αλλά ακόμη και αυτοί που δεν μιλάνε, είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν ή τέλος πάντων έχουν την διάθεση να σου βρουν λύση. Η οικογένεια μου έχει προσαρμοστεί και είμαστε όλοι ιδιαίτερα χαρούμενοι που βρισκόμαστε εδώ».
Αγωνιστικά, είσαι σχεδόν 45 ημέρες στην ομάδα, έχεις προσαρμοστεί;
«Ξέρω πως πριν έρθω εδώ, γινόταν μεγάλη κουβέντα για το εάν μου αρέσει ή όχι να παίζω άμυνα. Θα σου πω αυτό, μου αρέσει να κάνω ό,τι χρειάζεται για να νικάει η ομάδα μου. Ο κόουτς Σφαιρόπουλος είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος που από την πρώτη ημέρα που ήρθα με έχει βοηθήσει αφάνταστα. Όλοι στην ομάδα είναι εξαιρετικοί και με έβαλαν αμέσως στο κλίμα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Ολυμπιακός είναι ανάμεσα στα κορυφαία κλαμπ της Ευρώπης. Έλεγα λοιπόν, πως ο κόουτς είναι ξεκάθαρος. Σου ζητάει συγκεκριμένα πράγματα και δεν θέλει να κάνεις ούτε περισσότερα από όσα ζητάει, ούτε λιγότερα. Θέλει για παράδειγμα να δει πέντε πράγματα, αυτά θα ζητήσει και τίποτα άλλο. Αν κάνεις λιγότερα, θα έχεις πρόβλημα, το ίδιο και αν πας να κάνεις το κάτι παραπάνω. Μου αρέσει γιατί είναι λάτρης της πειθαρχίας και ενώ δεν ξεκίνησα καλά, με στήριξε».
Είδαμε πως αυτή η στήριξη σε βοήθησε και πλέον παιχνίδι με το παιχνίδι γίνεσαι και καλύτερος με αποκορύφωμα το ματς κόντρα στο Λαύριο, συμφωνείς;
«Να σου πω κάτι; Όταν τελείωσε το ματς με το Λαύριο ένιωσα τεράστια ανακούφιση και ξέρεις γιατί; Γιατί επιτέλους μπήκαν τα σουτ. Ο κόουτς ενώ στην αρχή δεν σκόραρα, μου έλεγε να μην φοβάμαι να πάρω προσπάθειες, έχανα βολές και λέι απ και απορούσα με τον εαυτό μου. Η στήριξη του, όμως, με βοήθησε και πραγματικά πλέον νιώθω καλύτερα. Μπήκαν τα σουτ, παίζω άμυνα και βοηθάω την ομάδα να νικάει. Στόχος μου είναι να βοηθήσω τον Ολυμπιακό να φτάσει εκεί που θέλει και να κατακτήσουμε τίτλους».