Δύο οδηγοί ξεχώρισαν στον αγώνα. Ο Λιούις Χάμιλτον και ο Μαξ Βερστάπεν. Ο Λιούις Χάμιλτον κέρδισε απο την pole ακλουθώντας στρατηγική δυο αλλαγών. Χρησιμοποίησε τη μαλακή γόμα στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα. Ο Μαξ Βερστάπεν που εκκινούσε από την 16η θέση έδωσε μάχη και τελικά τερμάτισε 3ος ακλουθώντας μια εναλλακτική στρατηγική δυο αλλαγών που βασίζονταν στη χρήση της πολύ μαλακής γόμας
Ο Χάμιλτον κέρδισε τον αγώνα σε μια πίστα που στέγνωνε. Η στρατηγική του επηρεάστηκε από το καθεστώς εικονικού αυτοκινήτου ασφαλείας (VSC) και τη χρήση κανονικού αυτοκινήτου ασφαλείας στην αρχή του αγώνα.
Ο οδηγός της Toro Rosso Κάρλος Σάινθ jr ήταν ο μόνος που εκκίνησε τον αγώνα με σλικ ελαστικά. Όλοι οι υπόλοιποι οδηγοί εκκίνησαν με ενδιάμεσα ελαστικά και μετά έβαλαν τα σλικ στους πρώτους 10 γύρους του αγώνα. Ακολουθήθηκαν μια σειρά από διαφορετικές στρατηγικές με βάση την πολύ μαλακή και τη μαλακή γόμα.
Ο Βερστάπεν ακολούθησε μια πιο επιθετική στρατηγική που βασίστηκε στη χρήση της πολύ μαλακής γόμας. Κατάφερε να τερματίσει 13 θέσεις πιο πάνω από εκεί που εκκινούσε σ’ έναν αγώνα με πολύπλοκη στρατηγική και πολύ δράση. Μετά την εκκίνηση σε βρεγμένο οδόστρωμα ο καιρός έμεινε στεγνός. Ο ταχύτερος γύρος ήταν κατά 4 δευτερόλεπτα πιο γρήγορος από τον αντίστοιχο περσινό. Η βελτίωση είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη που καταγράψαμε στην Αυστραλία πάντα σε σχέση με τους χρόνους ταχύτερων γύρων του 2016. Όλα αυτά παρότι οι συνθήκες ήταν μεικτές.
Μάριο Ισόλα Επικεφαλής του αγωνιστικού τμήματος
“Οι ομάδες είχαμε περιορισμένες πληροφορίες προσερχόμενες στον αγώνα και αντιμετώπισαν εντελώς διαφορετικές καιρικές συνθήκες για 3η συνεχή ημέρα. Χρειάστηκε ν’ αντιδράσουν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Παρότι τα μονοθέσια περνούσαν μέσα από το pit lane ακολουθώντας το αυτοκίνητο ασφαλείας οι περισσότεροι από τους πρωτοπόρους ακολούθησαν στρατηγική δυο αλλαγών. Αυτό δεικνύει μειωμένη φθορά των ελαστικών”.