Στον Γιάννη Ιωαννίδη δεν ταιριάζουν οι νεκρολογίες. Το αποτύπωμα του, το στίγμα του και η παρακαταθήκη του στο ελληνικό μπάσκετ, θα αποτελούν «τροφή» γνώσης και εμπειρίας για όσους τον γνωρίσαμε από κοντά, τον συναστραφήκαμε, μας έβρισε, μας αγκάλιασε, έφαγε και ήπιε μαζί μας, μας συμβούλεψε, μας χάϊδεψε πατρικά στο κεφάλι και με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο του και το ένα δάχτυλο προτεταμένο, όταν μας μιλούσε, μας αποχαιρέτησε. Σπουδαίος κατά μήκος, κατά πλάτος και ύψος. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Εντός και εκτός γηπέδων.
Στην «καλοστραθιά» του, ο «ξανθός» θα μιλά για το λατρεμένο μπάσκετ του με τον Φίλιππο Συρίγο, θα τσακώνεται μαζί του, αλλά και θα τα βρίσκει με τον «μουσάτο», με τον Γιώργο Κολοκυθά που είχαν απεριόριστη αλληλοεκτίμηση, τον Γιάννη Αντωνόπουλο για τον οποίο είχε καθυστερήσει κατά μισή ώρα όλη την πτήση Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι, το ’88 για το παιχνίδι Παρτίζαν-Άρης, ώστε να προλάβαινε να μπει στο αεροπλάνο, τον Παύλο Κορκίδη που σεβόταν ως αντίπαλο-παράγοντα.
Ο Ιωαννίδης ήταν αυτοδημιούργητος από την «κορυφή ως τα νύχια». Και ήταν περήφανος για αυτή την πορεία. Είχε βιώσει την πατρική ορφάνια, είχε πάρει την θέση του πάτερ-φαμίλια και υπεραγαπούσε την μητέρα του. Τον γνώρισα σε ηλικία 18 χρονών, στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Golden Αge» που κατέλυε η αποστολή του Άρη για τα…αθηναϊκά παιχνίδια, όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος και στην παρέα με είχαν μυήσει οι παλιότεροι συνάδελφοι, ο Βασίλης Σκουντής, ο Δημήτρης Καρύδας, ο Γιάννης Φιλέρης και ο Γιάννης Αντωνόπουλος. «Δεν «χάνεται» αυτή η συνάντηση με τον «ξανθό» μου είχε πει ο Φιλέρης και τα βράδια εκείνων των Παρασκευών, ήταν αξημέρωτα. Δεν πήγαινε στο δωμάτιο του ο Ιωαννίδης, αν δεν ολοκλήρωνε την κουβέντα του. Μια φορά, το χάραμα μας βρήκε στο πεζοδρόμιο να μιλάμε όρθιοι και ο Αντωνόπουλος, λίγο έλειψε να κατέρρεε…
«Λοιπόν, άκου μικρέ. Στην ζωή (ήταν η αγαπημένη φράση προλόγου του στα περισσότερα που έλεγε), όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Όταν χάνεις τον γονιό σου, έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι σου. Δεν δικαιούσαι, όμως, να μείνεις γονατισμένος και δεν θα γίνεις μοιρολάτρης» ήταν τα συμβουλευτικά λόγια του, επειδή ήμασταν «ομοιοπαθείς» στην απώλεια του πατέρα, στην τρυφερή ηλικία της παιδικοεφηβικής ηλικίας.
Όσο δύσκολο χαρακτήρα και αν είχε, όσο και αν οι προλήψεις ήταν κομμάτι αυτού του χαρακτήρα και , όσο και αν στα νεύρα του, τα έβαζε με όλους και με όλα, ο Ιωαννίδης ήταν αυτός που όταν του ζητούσες την γνώμη του και την συμβουλή του, είχε την καλοπροαίρετη διάθεση να στην δώσει απλόχερα, τεκμηριωμένα και μέχρι το σημείο να μην την επιβάλλει.
«Εγώ θα το έκανα έτσι. Εσύ, όμως, δεν είσαι…εγώ. Άρα, έχω την ευθύνη της συμβουλής, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα πετύχει από εσένα. Ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του με το δικό του μυαλό» μου είχε πει για ένα προσωπικό θέμα, στο μακρινό 1995, στην γωνία Ατλάντος και Άρεως, όπου έμενε με την…κιμπάρισσα Γιούλα, στην πρώτη θητεία του στον Ολυμπιακό.
Το «εγώ» του Γιάννη Ιωαννίδη, ήταν τεράστιο και ακαταμάχητο. Πορεύτηκε έτσι σε όλη την ζωή του. Το μυαλό του δούλευε στις…6.000 στροφές. Δούλευε και…ανάποδα, όπως έλεγε ο ίδιος για να καταδείκνυε ότι σε κάθε απόφαση του, υπήρχαν και άλλοι «δρόμοι», πέραν της πεπατημένης. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη και δεν του άρεσε το μότο ήταν θέλημα της μοίρας να συμβεί.
«Γιατί, Γιωργάκη μου, την μοίρα μας την φτιάχνουμε εμείς. Μόνο σε ό,τι είναι θέλημα Θεού δεν μπορούμε να παρέμβουμε. Μόνο να το αποδεχτούμε. Αλλά και πάλι δεν συμβιβαζόμαστε για να προχωρήσουμε παρακάτω, όσο ζούμε» μου είχε πει σε ένα λουκούλειο γεύμα που είχε κάνει για τα γενέθλια της Γιούλας και στο ίδιο τραπέζι ήταν ο Συρίγος, ο Ντέμης Νικολαϊδης, ο Μπάμπης Χριστόγλου, ο Γιάννης Παπαγεωργίου, ο Νίκος Φιλίππου, ο «Dutch» συνονόματος Ιωαννίδης και ο Τάκης Αγραφιώτης.
Η αθυροστημία του «ξανθού» ήταν γνωστή στους πάντες και απαράμιλλη. Επιζητούσε την…κόντρα στην κουβέντα και ήθελε ο συνομιλητής του, να μην τον ακούει σαν τον «Βούδα», όπως έλεγε ο Στηβ Γιατζόγλου, ότι έκαναν όσοι μιλούσαν μαζί του.
Είχα γράψει αποκλειστικά και μετά τον χαμένο τελικό του Ολυμπιακού με την Μπανταλόνα, στο Τελ Αβίβ, το ‘94 το επεισόδιο με τον αείμνηστο Τάρπλει που είχε γίνει στο ξενοδοχείο, παραμονή του τελικού.
Δεκαπέντε μέρες μετά το Τελ Αβίβ, μου είχε τηλεφωνήσει. Από την χροιά της χαρακτηριστικής φωνής του, πίστευα ότι θα με ρώταγε πως και από που το είχα μάθει.
«Στον πόλεμο αυτά λέγονται «φίλια πυρά». Επιτυχία σου που το έγραψες και δεν ρωτώ πως το έμαθες» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Δεν τον είχα πιο ευτυχισμένο, όταν γεννήθηκε η Θεοδώρα.
«Με 100 Πρωταθλητριών δεν συγκρίνεται»! έλεγε στο μαιευτήριο, «πνιγμένος» στις αγκαλιές των επιστήθιων φίλων του και ήθελε να κεράσει όλο τον ντουνιά.
«Τι είναι αυτό το παιδί για το όνομα που θα του δώσουμε; Δώρο Θεού»! έλεγε πριν την βάφτιση στην Τήνο, όπου δόθηκε και το όνομα της μητέρας του, Ελένης.
Μας λείπεις «ξανθέ».