Ο Τζιουζέπε Τζανίνι υπήρξε ένα από τα κορυφαία «δεκάρια» του Ιταλικού ποδοσφαίρου και της Ρόμα, με το παρατσούκλι ο «Επιτελάρχης» και βρήκε τον διάδοχο του στους «τζιαλορόσι», στο πρόσωπο του Φραντσέσκο Τότι.
Ο Ιταλός επιτελικός μέσος Τζιουζέπε Τζιανίνι (Giuseppe Giannini), γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1964, στη Ρώμη. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της 16ετούς επαγγελματικής του καριέρας παίζοντας για την Ρόμα και θεωρείται από τους οπαδούς της ένας παίκτης-σύμβολο για τον σύλλογο, απολαμβάνοντας μέχρι και τις μέρες μας την αγάπη των φίλων της, αφού υπήρξε ο «επιτελάρχης» της ομάδας πριν τον διάδοχό του με το № 10 στη πλάτη, τον επιθετικό μέσο σε ρόλο πλέι μέικερ, Φραντσέσκο Τότι (Francesco Totti)! Είχε το παρατσούκλι «Il Principe» (Ο Πρίγκιπας), που του το κόλλησαν οι συμπατριώτες του αθλητικοί δημοσιογράφοι, μια αναφορά στην απαράμιλλη χάρη του στον αγωνιστικό χώρο, στη δημιουργική του ικανότητα, τη κομψότητα, τη τεχνική και την ικανότητα στις μεταβιβάσεις, προσόντα τα οποία τον έκαναν έναν αποτελεσματικό πλέι μέικερ. Εκτός από την τεχνική του ικανότητα και τη δημιουργικότητα, υπήρξε κινητικότατος, ευέλικτος, με σπουδαία αντίληψη του παιχνιδιού, αξιοσημείωτη αντοχή, επίσης διαθέτοντας ένα ακριβές σουτ. Έπαιξε 47 φορές για την εθνική ομάδα της Ιταλίας και πρωταγωνίστησε στις ομάδες που έφτασαν στα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988 και στη συνέχεια, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στα γήπεδα της πατρίδας του.
Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Άλμας της Ρώμης, το 1978 και εκεί εντόπισαν το ταλέντο του, οι άνθρωποι της συμπολίτισσας Ρόμα, το 1980, εντάσσοντάς τον στο δυναμικό του συλλόγου, στα τμήματα υποδομής του, προλαβαίνοντας τους υπόλοιπους μεγάλους συλλόγους του «Καμπιονάτο» που ενδιαφέρονταν για την απόκτησή του! Την 31η Ιανουαρίου του 1982, ο ταλαντούχος άσος πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη Serie A, σε μια ήττα 0-1 στην Τσεζένα. Έμεινε στο ρόστερ των «τζιαλορόσι» έως το 1996. Στο διάστημα αυτό συμμετείχε σε περισσότερες από 400 αναμετρήσεις, σημείωσε πάνω από 40 γκολ, ενώ διετέλεσε και αρχηγός της ομάδας χωρίς ωστόσο να κατακτήσει πολλούς τίτλους. Στέφθηκε μία φορά πρωταθλητής, το 1983 και τρεις Κυπελλούχος (1984, 1986, 1991). Στις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις, έπαιξε 38 παιχνίδια, σκοράροντας 7 γκολ, Δεν είχε πάρει μέρος στη μεγάλη πορεία της Ρόμα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1984, όπου ηττήθηκε στον τελικό από την Λίβερπουλ, αλλά αγωνίστηκε στον τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1991, στον οποίο όμως η συμπατριώτισσα Ίντερ, αποδείχθηκε ισχυρότερη, κατακτώντας το τρόπαιο. Αφήνοντας τη Ρόμα, αγωνίστηκε για λίγο στην αυστριακή Στουρμ του Γκρατς και στη συνέχεια, επαναπατρίστηκε για λογαριασμό της Νάπολι, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για μία σεζόν. Ακολούθησε μια αγωνιστική περίοδος στη Λέτσε και με τα χρώματά της κρέμασε τα παπούτσια του, το 1999.
Υπό τις οδηγίες του Ατζέλιο Βιτσίνι (Azeglio Vicini), έφτασε μέχρι τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Νέων του 1986, σκοράροντας ένα γκολ στο πρώτο παιχνίδι του διπλού τελικού εναντίον της Ισπανίας, αν και η Ιταλία τελικά θα ηττηθεί 3-0 στα πέναλτι στο δεύτερο ματς, με τον Τζιανίνι να είναι αυτός που έχασε το καθοριστικό πέναλτι στη διαδικασία, μαζί με τον Στέφανο Ντεσιντέρι (Stefano Desideri) και τον Μάρκο Μπαρόνι (Marco Baroni). Χρίστηκε 47 φορές διεθνής με την ιταλική ανδρική εθνική ομάδα μεταξύ του 1986 και του 1991, σκοράροντας 6 γκολ. Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του εναντίον της Μάλτας, σε ηλικία 22 ετών, σε μια νίκη 2-0 για τα προκριματικά του Euro του 1988, στις 6 Δεκεμβρίου του 1986. Πρωταγωνίστησε με τις ομάδες που έφτασαν στα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988 στη Γερμανία και στη συνέχεια, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, στα γήπεδα της πατρίδας του. Ονομάστηκε μέλος της ιδανικής 11άδας του τουρνουά στο Euro του 1988, ενώ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, σκόραρε το νικητήριο γκολ, στον 2ο αγώνα της Ιταλίας, στη νίκη με 1-0 επί των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ολίμπικο της Ρώμης! Η τελευταία εμφάνιση του για τη «σκουάντρα ατζούρα», ήρθε στις 12 Οκτωβρίου του 1991, εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Εργάστηκε ως αναλυτής αγώνων για τη RAI μετά την απόσυρσή του. Διετέλεσε προπονητής της Φότζια (2003-2005) και τη σεζόν 2005/06 ήταν στο πηδάλιο της Σαμπενεντετέζε. Αργότερα ανέλαβε τη ρουμάνικη Άρτζες Πιτέστι, αλλά απολύθηκε μετά από 9 διαδοχικές ήττες! Τον Σεπτέμβριο του 2007 παρουσιάστηκε ως νέος προπονητής της Μασέζε. Τον Ιούλιο του 2008 ανέλαβε τη Γκαλίπολι και στη πρώτη του σεζόν στο Σαλέντο, οδήγησε τον σύλλογο στη κατάκτηση του Πρωταθλήματος, κερδίζοντας μια ιστορική άνοδο στην Serie B για τον σύλλογο, για πρώτη φορά στη ιστορία του. Παρά την εντυπωσιακή πορεία στο πρώτο μισό της σεζόν, παραιτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 2010, μετά από μια εντός έδρας ισοπαλία 2-2 με τη Γκροσέτο, που χαρακτηρίστηκε από την διαμαρτυρία των ποδοσφαιριστών του, να σταματήσουν για 40’’ δευτερόλεπτα οποιαδήποτε κίνησή τους μέσα στο γήπεδο και παράλληλα να στρέψουν τα πρόσωπά τους στο χορτάρι, διαμαρτυρόμενοι για τη μη καταβολή των μηνιαίων αποδοχών τους, από τον Οκτώβριο του 2009! Παραιτήθηκε στο τέλος του παιχνιδιού, αλλά ανακάλεσε μόλις δύο ημέρες αργότερα. Έφυγε οριστικά στις 22 Μαρτίου. Τον Ιούνιο του 2010 συμφώνησε σε διετές συμβόλαιο με τη Βερόνα και στις 30 Οκτωβρίου του 2011 διορίστηκε προπονητής της Γκροσέτο. Στις 6 Ιουλίου του 2013, ανέλαβε προπονητής της εθνικής ομάδας του Λιβάνου, φτάνοντας στον ιστορικό γι’ αυτούς τελικό των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia, skudeto.
Τζιουζέπε Τζιανίνι: Ο «Επιτελάρχης»
Ο Τζιουζέπε Τζανίνι υπήρξε ένα από τα κορυφαία «δεκάρια» του Ιταλικού ποδοσφαίρου και της Ρόμα, με το παρατσούκλι ο «Επιτελάρχης» και βρήκε τον διάδοχο του στους «τζιαλορόσι», στο πρόσωπο του Φραντσέσκο Τότι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ