Ο Αργεντίνος μεσοεπιθετικός Νορμπέρτο Αλόνσο (Norberto Osvaldo “Beto” Alonso), γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου του 1953, στο Βιθέντε Λόπεζ (Vicente López), στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Στη συλλογική του καριέρα, διακρίθηκε κυρίως με τη Ρίβερ Πλέιτ, τη Μαρσέιγ και τη Βέλεζ του Σάρσφιλντ. Αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής δύο φορές: με την ομάδα της Αργεντινής στο 1978 και τη Ρίβερ Πλέιτ, σε επίπεδο συλλόγων το 1986. Θεωρείται από πολλούς εμπειρογνώμονες ως ο καλύτερος μεσοεπιθετικός στην ιστορία της Αργεντίνικου ποδοσφαίρου, ενώ μαζί με τον Άνχελ Λαμπρούνα (Angel Labruna), τον Έντσο Φραντσέσκολι (Enzo Francescoli) και τον Αμαδέο Καρίσο (Amadeo Carrizo), είναι από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες της Ρίβερ Πλέιτ, όντας ο 5ος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας με 149 γκολ και ο 7ος σε συμμετοχές με 374 αγώνες! Μαζί με τον Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona) και τον Ρικάρδο Μποτσίνι (Ricardo Bochini), αποτελούν τη τριλογία του μεγαλύτερου № 10 της Αργεντίνικου ποδοσφαίρου κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980.
Μεγάλωσε στο Λος Πολβορίνες, ένα φτωχό προάστιο του Μπουένος Άιρες. Ξεκίνησε από τα τμήματα υποδομής της Ρίβερ, στην χειρότερη εποχή στην ιστορία της, μια 18ετή περίοδο από το 1957 έως το 1975, που η Ρίβερ δεν είχε κατακτήσει απολύτως τίποτε. Στο τουρνουά νέων των Καννών το 1972, με την «μικρή» εθνική Αργεντινής, αναδείχτηκε σε κορυφαίο ποδοσφαιριστή. Όταν ο Άνχελ Λαμπρούνα (Angel Labruna) ανέλαβε τα ηνία το 1975, ο Αλόνσο ήταν βασικός στην ομάδα και κάτοχος της υπ’ αριθμόν 10 φανέλας.
Αφού ενίσχυσε την ομάδα με τους Ρομπέρτο Περφούμο ( Roberto Perfumo) και Ουμπάλντο Φιλιόλ (Ubaldo Fillol) και βασιζόμενος στην ωρίμανση των παικτών απ’ τις ακαδημίες όπως ο Ντανιέλ Πασαρέλα (Daniel Passarella), Κάρλος Μορέτε (Carlos Morete), Χουάν Χοσέ Λόπεζ (Juan Jose López) και Ρεϊνάλντο Μέρλο (Reinaldo Merlo), μαζί με τον Αλόνσο οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση τόσο του Μετροπολιτάνο όσο και του Νασιονάλ του 1975, εγκαινιάζοντας μια σειρά από επτά τίτλους κατά την περίοδο 1975 -1981.
Το 1976, μεταγράφηκε στην Μαρσέιγ, αλλά δεν τα κατάφερε. Επέστρεψε στη Ρίβερ Πλέιτ που τον περίμενε το 1977. Μεταξύ των ετών 1979-1981, κατέκτησε 4 τίτλους πρωταθλήματος και η Ρίβερ έγινε μια από τις πιο ακριβές ομάδες στον κόσμο. Στο πρωτάθλημα αγωνιζόταν με μια πρώτη γραμμή αποτελούμενη από τους Νορμπέρτο Αλόνσο και Λεοπόλντο Λούκε (Leopoldo Luque) και μια εξίσου διάσημη πρώτη γραμμή, αποτελούμενη από τους Χουάν Ραμόν Καράσκο (Juan Ramón Carrasco) και Ραμόν Ντίαζ (Ramón Díaz) χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον στους αγώνες για το Κόπα Λιμπερταδόρες.
Κατά τη διάρκεια του πρωταθλήματος Νασιονάλ του 1981, το οποίο η Ρίβερ τελικά κατέκτησε, ήλθε συχνά σε προστριβές με τον τότε προπονητή του Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stéfano) που τον χρησιμοποιούσε σπάνια, επιλέγοντας για την πρώτη ομάδα νεαρούς παίκτες όπως τον Κάρλος Ντανιέλ Τάπια (Carlos Daniel Tapia) και τον Χοσέ Μαρία Βιέτα (Jose Maria Vieta). Μετά την κατάκτηση του τίτλου, ο Αλόνσο μπήκε στη λίστα μεταγραφών και πωλήθηκε στην Βέλεζ Σάρσφιλντ, το 1982. Παίζοντας παράλληλα με τον βετεράνο Κάρλος Μπιάνκι (Carlos Bianchi) για μια χρονιά, επέστρεψε στην Ρίβερ Πλέιτ για άλλη μια φορά, το 1984.
Αρκετοί ταλαντούχοι μέσοι είχαν βγει από τα τμήματα υποδομών της Ρίβερ Πλέιτ κατά τη διάρκεια της «βασιλείας» του Αλόνσο, συμπεριλαμβανομένων των Αλεχάντρο Σαμπέγια (Alejandro Sabella), Νέστορ Γκοροσίτο (Néstor Gorosito) και Πέδρο Τρόλιο (Pedro Troglio). Κανείς τους όμως δεν είχε το ταλέντο του. Τον αποκαλούσαν «Ελ Μπέτο». Παίκτης με εντυπωσιακές ενέργειες και ιδιαίτερα επικίνδυνος με το αριστερό του πόδι, έγινε η «σημαία» της Ρίβερ. Οι συμπατριώτες του τον θεωρούσαν εφάμιλλο του Ομάρ Σίβορι (Omar Sivori)). Ήταν παίκτης-κλειδί της επιτυχημένης ομάδας του 1985/86 που κέρδισε το πρώτο Κόπα Λιμπερταδόρες και το Διηπειρωτικό Κύπελλο για την Ρίβερ Πλέιτ. Το 1985, ο κύριος παρτενέρ του ήταν ο Έντσο Φραντσέσκολι (Enzo Francescoli). Μέχρι τη στιγμή που αποσύρθηκε, είχε σημειώσει 166 γκολ σε 464 αγώνες.
Με την εθνική ομάδα αγωνίστηκε για μια δεκαετία, από το 1973 έως το 1983, συμμετέχοντας σε 19 παιχνίδια και σημειώνοντας 4 γκολ. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, χωρίς να είναι στα αρχικά πλάνα του προπονητή Σεζάρ Λουίς Μενότι (César Luis Menotti) που τον χρησιμοποίησε σχεδόν σε όλα ως αλλαγή, από το 65ο λεπτό και μετά. Οι «κακές γλώσσες», πάντως λένε ότι οφείλει την συμμετοχή του στον Ναύαρχο, Κάρλος Αλμπέρτο Λακόστ (Carlos Alberto Lacoste) που ήταν πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του Μουντιάλ, πείθοντας τον Μενότι να τον έχει στην τελική επιλογή.
Υπήρχαν και οι πιέσεις από τους δημοσιογράφους, να κληθεί αυτός αντί του «Άρχοντα της Παύσης», του Ρικάρντο Μποτσίνι (Ricardo Bochini). Φορούσε τη φανέλα με το № 1, επειδή η ποδοσφαιρική ομοσπονδία είχε δώσει τους αριθμούς με αλφαβητική σειρά. Ο τερματοφύλακας Φιλιόλ είχε το № 5. Το 1983, ο Κάρλος Μπιλάρδο (Carlos Bilardo) του έδωσε κάποια παιχνίδια, αλλά τελικά προτίμησε νεότερους παίκτες όπως τον Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona), τον Χόρχε Μπουρουτσάγα (Jorge Burruchaga) και τον Κάρλος Τάπια στη θέση του.
Μετά τη απόσυρσή του απ’ την ενεργό δράση άνοιξε ένα ασφαλιστικό πρακτορείο. Ήταν επίσης εταίρος σε διάφορες εμπορικές επιχειρήσεις. Ήταν πάντα δαχτυλοδειχτούμενος για τους οπαδούς των άλλων ομάδων, αν και η επιρροή του μετά το 1986 ήταν περιορισμένη λόγω των κατορθωμάτων του Μαραντόνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Μαζί με τον Ρεϊνάλντο Μέρλο, ανέλαβε προπονητής στη Ρίβερ, το 1989, αλλά το δίδυμο απολύθηκε στα μέσα της σεζόν, όταν ο νέος πρόεδρος του συλλόγου Αλφρέδο Ντάβιτσε (Alfredo Davicce) έκανε πράξη μια προεκλογική του υπόσχεση να φέρει τον Ντανιέλ Πασαρέλα ως προπονητή. Η Ρίβερ τελικά κέρδισε το πρωτάθλημα.