Είναι ο αναμορφωτής της θέσης του τερματοφύλακα, είναι ο πάντα μαυροφορεμένος θρύλος του ποδοσφαίρου του 20ου αιώνα που θα στοιχειώνει με τον μύθο του το άθλημα ολόκληρο για χρόνια ακόμα.
Ακόμα, θα κοσμεί με την προτομή του τον χώρο του γηπέδου της αγαπημένης του Δυναμό Μόσχας της οποίας και υπήρξε πιστός στρατιώτης στο σύνολο της καριέρας του, ήτοι είκοσι ένα συναπτά έτη, άλλως τριακόσιους είκοσι έξι αγώνες.
Ο λόγος για τον Γιασίν Ιβάνοβιτς Λεβ, ό, τι αρτιότερο έχει να επιδείξει η ιστορία του αθλήματος κάτω από τα δοκάρια. Ένας άνθρωπος που συναντήθηκε με τη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα 12 μόλις χρόνια του και η μοίρα ή και οι επιλογές του τον οδήγησαν στα εργοστάσια της Μόσχας, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένεια του. Συνθήκη μάλιστα, που θα κλονίσει την κατάσταση της υγείας του, μια και λίγο πριν την ενηλικίωση θα του προκαλέσει νευρικό κλονισμό, γεγονός που θα τον καταστήσει ανήμπορο προς εργασία!
Το μετέπειτα στολίδι του Σοβιετικού αθλητισμού αγωνιζόταν στην ομάδα του εργοστασίου όπου δούλευε, σαφώς στην θέση του τερματοφύλακα. Η καριέρα του σε επίπεδο συλλόγων όμως θα ξεκινήσει από το χόκεϋ επί πάγου, εν έτει 1945. Η αρχή θα συμβεί στην ομάδα της γενέτειρας του, σε μια περίοδο που η Δυναμό, ακόμα ήταν η ομάδα του Σοβιετικού Υπουργείο Εσωτερικών, όπου υπαγόταν δηλαδή η Αστυνομία αφενός και η περιβόητη KGB αφετέρου. Η στροφή στο άθλημα που τον καθιέρωσε σε σύμβολο για τις επόμενες γενιές, θα συμβεί στα 1950, όταν και θα ντεμπουτάρει με την ομάδα ποδοσφαίρου. Δάσκαλοί του, δύο «τέρατα» του είδους. Ο Αλεξέι Κόμιτς με το παρατσούκλι «Ο Τίγρης» και ο Βάλτερ Σανάγια. Ο πρώτος όχι απλά τον πείθει να αλλάξει άθλημα και να καθιερώσει το ποδόσφαιρο αλλά τον προετοιμάζει για διάδοχό του. Παρά τις εμφανίσεις του από το ’50 σε φιλικά κυρίως και λίγα επίσημα ματς με την ποδοσφαιρική ομάδα, η πραγματική αφοσίωση του στην στρογγυλή θεά θα συμβεί το ’53 όπου και θα αφήσει το χόκεϋ, έχοντας πρώτα οδηγήσει την ομάδα της Δυναμό στην κατάκτηση του Σοβιετικού Κυπέλλου.
Υποστηρικτής των γκολπόστ και στο χορτάρι ή…το χώμα αν προτιμάτε, ο Γιασίν θα οδηγήσει το σύλλογο στην κατάκτηση 5 Σοβιετικών Πρωταθλημάτων και 3 Κυπέλλων. Έως και το 1971 που θα λάβει χώρα το τελευταίο ματς που συμμετείχε θα έχει προλάβει να είναι ο αναμορφωτής της θέσης του τερματοφύλακα. Δεσπόζει στη μεγάλη περιοχή, παίζει άμυνα χρησιμοποιώντας σωστά το κορμί του, φωνάζει διαρκώς στους αμυντικούς του δίνοντας οδηγίες και με παράτολμες βουτιές που θα ζήλευε ως και… ακροβάτης, καταφέρνει να αλλάξει τον τρόπο που ο ποδοσφαιριστής και το κοινό αντιλαμβάνονται την θέση, με αποτέλεσμα το 1963 να γίνει ο πρώτος και μοναδικός στην ιστορία τερματοφύλακας που θα κερδίσει τη Χρυσή Μπάλα.
Από άποψη διακρίσεων, έχει ήδη προηγηθεί, σε επίπεδο ομάδας, το Χρυσό Μετάλλιο στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956, αλλά και η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου των Εθνών το 1960. Με την Εθνική ομάδα, η διαρκής του εμφάνιση στα «καρέ» της Σοβιετικής Ένωσης, θα αναδείξει το μεγαλείο του ονόματός του σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, το 1958, το 1962 και το 1966.
Σωρεία γεγονότων που σπεύδουν να αιτιολογήσουν την έλλειψη υπερβολής σε παρατσούκλια όπως ο «Μαύρος Πάνθηρας», η « Μαύρη Αράχνη», το «Μαύρο Χταπόδι». Μαύρα όλα βέβαια… αφού ήταν το μόνιμο χρώμα των εμφανίσεων που διάλεγε. Σε απόλυτη χρωματική αρμονία με τα πάντα… μαύρα του γάντια σε όλους τους αγώνες και τις μαύρες τραγιάσκες του. Δύο στον αριθμό, μια που φορούσε κατά την διάρκεια του αγώνα στο κεφάλι και μια που έκρυβε για γούρι πίσω από το τέρμα του.
Προληπτικός και δεισιδαίμων ; Έ και πώς να σταθείς να ψυχογραφήσεις έναν επαγγελματία αθλητή με δεκάδες ατομικές διακρίσεις – ακόμα και μετά τον θάνατο του για χρόνια ολόκληρα από τους αρμόδιους φορείς- όταν ο ίδιος, ως κλειδί για την επιτυχία του όριζε: «Ένα τσιγάρο για να καλμάρουν τα νεύρα και ένα ποτό για να σφίξουν οι μύες»;
Ύστερα από 812 αναμετρήσεις, εκ των οποίων οι 270 με ανέπαφη εστία, έχοντας και 150 αποκρούσεις πέναλτι στο σύνολο, το 1971 θα βάλει τέλος στην καριέρα του και θα ασχοληθεί για λίγο με την προπονητική σε ομάδες της Φινλανδίας, προλαβαίνοντας να υπηρετήσει την Δυναμό και από διοικητικά πόστα.
Για πρώτη φορά το 1986 η θρομβοφλεβίτιδα στο πόδι θα τον οδηγήσει στον ακρωτηριασμό του ενός άκρου, ενώ στις 20 Μαρτίου 1990 πια, η επάρατη νόσος δεν θα του συγχωρέσει τα πάθη του και ο καρκίνος του στομάχου θα τον ταξιδέψει στην αιωνιότητα.
Κύρια πηγή: www.rabona.gr, Wikipedia.