Ο Γιώργος Λυσσαρίδης υπογράμμισε πως δεν σκοπεύει να κατέβει υποψήφιος για την προεδρία της ελληνική ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.

Ο Γιώργος Λυσσαρίδης υπογράμμισε πως δεν σκοπεύει να κατέβει υποψήφιος για την προεδρία της ελληνική ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Όπως υπογράμμισε, η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι μίζερη και χρειάζονται σημαντικές αλλαγές.


Χαρακτηριστικά, ο Λυσσαρίδης έγραψε σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών»: «Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ποδοσφαίρου ήταν, έτσι κι αλλιώς, εδώ και πολλά χρόνια, μια εικόνα μιζέριας και μαρασμού. Η έκλαμψη ίου EURO 2004 ήταν συγκυριακή και, πάντως, έμεινε παντελώς αναξιοποίητη. Αγωνιστική καχεξία, φτωχό θέαμα, πελατειακές σχέσεις εξάρτησης, πολιτική ηγεσία άτολμη και αρκούμενη σε αδάπανη ρητορεία με πομπώδεις υποκριτικές εξαγγελίες, ανεπαρκείς ποδοσφαιρικές αρχές, απουσία σχεδιασμού και οράματος, αδιαφανής λειτουργία φορέων και οργάνων, καχυποψία των φιλάθλων που οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις, διαιτησία υπό καθεστώς ομηρίας, αθλητική Δικαιοσύνη αντιφατική και με κλονισμένη αξιοπιστία είναι μερικές από τις χρόνιες και ολοένα επιδεινούμενες παθογένειες του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.


Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήλθαν και οι διαπιστώσεις του «πορίσματος Κορέα» που έφεραν στην επιφάνεια τα φαινόμενα σήψης, διαφθοράς και διαπλοκής και αποκάλυψαν τους πρωταγωνιστές τους, για να το οδηγήσουν στο τελευταίο σκαλί, λίγο πριν βυθιστεί ολοκληρωτικά στο τέλμα της πλήρους ανυποληψίας.


Η ΕΠΟ, ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΗ ΤΗΣ φωνή και αυτόβουλη δράση, εγκατέλειψε αβοήθητο στη μοίρα του το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, ενώ στο επαγγελματικό απαλλοτρίωσε και το τελευταίο ίχνος αυτονομίας υπέρ των αφεντικών και κηδεμόνων της. Οχυρωμένη πίσω από το περίφημο «αυτοδιοίκητο», επιχειρεί να διασωθεί από τη γενική κατακραυγή, επικαλούμενη την κηδεμονία FIFA και UEFA, ικετεύοντας αναξιοπρεπώς την υψηλή τους προστασία. Τη μοναδική όντως αξιόλογη επίδοση σημείωσε στο προσφιλές της σπορ τής δέσμευσης της ψήφου του εκλογικού σώματος των προέδρων των Ποδοσφαιρικών Ενώσεων της χώρας, με αλισβερίσι, εκδουλεύσεις, εκβιασμούς, διαρκή δοκιμασία των αντιστάσεων μέχρι να κλονιστούν.


Έτσι, η ίδια το οδήγησε σε ηθική εξουθένωση και σε απαξίωση από την κοινή φίλαθλη γνώμη. Οι ελάχιστοι απομείναντες με ευθυκρισία και ανεξαρτησία σκέψης δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίνη, χώρια που τους παραμονεύει η ρετσινιά του «ρομαντικού». Βέβαια, στόχος είναι αργά ή γρήγορα και αυτοί να αποθαρρυνθούν και να εγκαταλείψουν. Αυτή είναι η συνταγή με την οποία το «σύστημα» αποβάλλει έμμεσα όσους θεωρεί αιρετικούς και ενοχλητικούς.


Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, από τη γέννησή του ακόμη, στηρίχτηκε στη λογική των ισχυρών και των αδυνάτων, των μεγάλων και των μικρών. Με προδιαγεγραμμένο για τον καθένα τον ρόλο του, τις επιδιώξεις του, τις φιλοδοξίες του. Έτσι, οι «μικρομεσαίες» ομάδες κινούνταν ως δορυφόροι γύρω από τις «μεγάλες», υποτάσσονταν μοιρολατρικά σ’ αυτές και περιορίζονταν σε έναν συμπληρωματικό ρόλο, εκχωρώντας την ανεξαρτησία τους με αντάλλαγμα την πρόσκαιρη εξυπηρέτηση των αναγκών τους.


Όμως, το μοντέλο αυτό κατέρρευσε. Οδήγησε σε στρεβλώσεις, διαπλοκή, εξαρτήσεις πάσης φύσεως. Και βούλιαξε το ποδόσφαιρο στον βούρκο της ανομίας και της διαφθοράς. ΕΧΕΙ ΦΤΑΣΕΙ Η ΩΡΑ μηδέν. Είναι η ώρα που πρέπει όλοι να πάρουν τις αποφάσεις τους, και οι εντός και οι εκτός των τειχών του «συστήματος». Η αυτοκάθαρση του χώρου του ποδοσφαίρου, έστω και αναγκαστική, αποτελεί μονόδρομο. Οσοι επενδύουν σ’ αυτόν, όποια κι αν είναι τα οφέλη που προσδοκούν, δεν μπορεί να μην έχουν πλέον αντιληφθεί ότι το πραγματικό συμφέρον τους είναι να επικρατήσει στον χώρο αμεροληψία και αντικειμενικότητα, να καταργηθούν οι διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν προκαταλήψεις (κομματικές, σωματειακές, τοπικιστικές), να τηρηθούν οι ίσες αποστάσεις και να εφαρμοστούν οι νόμοι και οι κανονισμοί προς πάσα κατεύθυνση.


Το ποδόσφαιρο δεν έχει ανάγκη από καθεστώς μονοκρατορίας, όπου θα υπάρχει ένας κατ’ επιβολήν πρωταγωνιστής και περί αυτόν θα κινούνται ενδεείς, υποτελείς και ανίσχυροι κομπάρσοι. Το τίμημα της αναξιοπιστίας το πληρώνουν μακροπρόθεσμα και εκείνοι που απολαμβάνουν τον ρόλο του προσωρινού πρωταγωνιστή, παραγνωρίζοντας τον απαράβατο νόμο πως κάθε δράση προκαλεί αναπόφευκτα και την αντίδρασή της. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό είναι κοντόφθαλμος. Γιατί η δόξα (και όλα τα παρεπόμενα οφέλη) του πρωταθλητή έχει ουσιαστικό αντίκρισμα όταν κατακτιέται σε υγιές και συναγωνιστικό περιβάλλον.


Αυτή η φαινομενικά ρομαντική αντίληψη είναι συγχρόνως και υπέρτατα ρεαλιστική για την αναστροφή του κλίματος και την έξοδο από τον φαύλο κύκλο τού «ο θάνατός σου, η ζωή μου». ΕΥΘΥΝΗ, ΑΣΦΑΛΩΣ, έχουν και οι εκτός των τειχών. Τόσο η πολιτεία και τα κόμματα, με τα θεσμικά τους όργανα, όσο και οι υγιείς δυνάμεις του ποδοσφαίρου (που, ασφαλώς, υπάρχουν), των οποίων η αντίδραση σε όλο αστό το σκηνικό ήταν μέχρι τώρα ανύπαρκτη ή μηδαμινή. Και καλό είναι να έχουν πάντοτε κατά νου πως το «θεριό» δεν θα εγκαταλείψει εύκολα τη μάχη να μείνει ζωντανό.


Οι επιτήδειοι που το συντηρούν, από τη μια ψεύτικα ομολογούν «Δεν λέμε πως δεν φτάσαμε στο τελευταίο σκαλί της σκάλας…», όμως την ίδια στιγμή συμπληρώνουν «Μα, ας μην τα παρατάμε. Έλληνες είμαστε, διάβολε, θα φτιάξουμε σκαλιά πιο κάτω κι άλλα…».


Επιτέλους, ας αποφασίσουν όλοι οι συντελεστές του ποδοσφαίρου στη χώρα μας να απολέσουν την παρθενία της προσήλωσης στο κακώς εννοούμενο «συμφέρον», προκειμένου να κερδίσουν τη μητρότητα της λογικής και της προοπτικής για την αναστροφή του τωρινού νοσηρού κλίματος».