Ο Λουίς Σουάρεθ Μιραμόντες ήταν ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς παίκτες όλων των εποχών, ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο το 1960 για την Ίντερ του Χερέρα, με το προσωνύμιο ο «Αρχιτέκτονας».

Ο Λουίς Σουάρεθ Μιραμόντες ήταν ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς παίκτες όλων των εποχών, ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο το 1960 για την Ίντερ του Χερέρα, με το προσωνύμιο ο «Αρχιτέκτονας».
Ο Ισπανός αριστερός μέσος Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1935, στη Λα Κορούνια της Γαλικίας. Επίσης γνωστός με το υποκοριστικό ‘’Luisito’’ (Λουιζίτο), έπαιξε ως μέσος για την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, την Εσπάνια Ιντουστριάλ, τη Μπαρτσελόνα, την Ίντερ του Μιλάνου, την Σαμπντόρια και την εθνική ομάδα της Ισπανίας και θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ισπανούς Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Μικρός το δέμας (1,65 μ.), ήταν γνωστός για το κομψό, απλό και χαριτωμένο στυλ παιχνιδιού του. Με το παρατσούκλι «El Arquitecto» (Ο Αρχιτέκτονας), που του το κόλλησαν για την οργάνωση του παιχνιδιού του και του εκρηκτικού σουτ του, το 1960 έγινε ο μοναδικός γεννημένος Ισπανός παίκτης που τιμήθηκε με το βραβείο της Χρυσής Μπάλας, ως ο Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς. Το 1964 βοήθησε την Ισπανία να κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Αρχικά, ήλθε στο προσκήνιο ως ένας δημιουργικός μεσοεπιθετικός για την μεγάλη ομάδα της Μπαρτσελόνα του 1950, πριν μεταγραφεί στην Ίντερ του Μιλάνου, όπου έφθασε στην αγωνιστική ακμή του, παίζοντας ως πλέι μέικερ για την θρυλική «Grande Inter» (Μεγάλη Ίντερ) της δεκαετίας του 1960. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της ομάδας του θρυλικού Χελένιο Χερέρα (Helenio Herrera), όντας ένας από τους κύριους δημιουργικούς μέσους στην ομάδα, λόγω των δεξιοτήτων με τη μπάλα, της διορατικότητας και της μεταβίβασης. Αποσύρθηκε ως παίκτης το 1973, μετά από τρεις σεζόν στην Σαμπντόρια.
Στη συνέχεια, ξεκίνησε μια καριέρα ως προπονητής και έχει οδηγήσει την Ίντερ σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, τις δύο τελευταίες ως υπηρεσιακός. Έχει επίσης προπονήσει τόσο στην εθνική Ισπανίας όσο και την εθνική Νέων (U-21) της χώρας. Ήταν ο προπονητής των «φούριας ρόχας», οδηγώντας τους στον δεύτερο γύρο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Επίσης, έχει προπονήσει αρκετούς ιταλικούς και ισπανικούς συλλόγους. Σήμερα είναι σκάουτερ για την Ίντερ.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως έφηβος, το 1949, στην Φαμπρίλ, την εφηβική ομάδα της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στο πρωτάθλημα σε ηλικία 18 ετών, στις 6 Δεκεμβρίου του 1953 εναντίον της Μπαρτσελόνα. Σ’ αυτόν τον αγώνα, η ομάδα του μπορεί να γνώρισε τη συντριβή με 6-1, αλλά υπήρξε η αφορμή για να τον γνωρίσουν οι υπεύθυνοι της Μπάρτσα. Συνολικά, τη σεζόν αυτή αγωνίστηκε σε 17 ματς και πέτυχε 3 γκολ. Το 1954, μεταγράφηκε στην Μπαρτσελόνα και για ένα χρόνο, τη σεζόν 1954/55, εναλλασσόταν ανάμεσα στη πρώτη ομάδα και στην θυγατρική της Μπάρτσα, την Εσπάνια Ιντουστριάλ, στη Β’ ισπανική Κατηγορία. Σκόραρε το πρώτο του γκολ στην ισπανική La Liga, στις 19 Δεκεμβρίου του 1954 απέναντι στη Ρεάλ Σοσιεδάδ.


Από το 1955 έως το 1961, αγωνίστηκε ως βασικός στην ομάδα της Μπαρτσελόνα, σε μια μεγάλη ομάδα που περιλάμβανε τον Λαντίσλαο Κουμπάλα (Ladislao Kubala), τον Ζόλταν Τσίμπορ (Zoltán Czibor), τον Σάντορ Κότσις (Sándor Kocsis), τον Αντόνι Ράμαλετς (Antoni Ramallets) και τον Εβαρίστο (Evaristo de Macedo). Το ξέσπασμά του ως παγκόσμιας κλάσης παίκτης, συνέπεσε με τη σεζόν 1957/58, όταν η Μπαρτσελόνα εγκαινίασε το νέο γήπεδο της, το ‘’Camp Nou’’. Η ομάδα τελείωσε τη σεζόν στην 3η θέση στο πρωτάθλημα.
Με προπονητή το Ελένιο Ερέρα (Helenio Herrera), ο σύλλογος έκανε το νταμπλ τη περίοδο 1958/59 και τη σεζόν 1959/60 κατέκτησε ξανά το πρωτάθλημα, αλλά και το Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων, περιόδους κατά τις οποίες ο Λουίς Σουάρεθ σκόραρε 14 και 13 γκολ αντίστοιχα. Το 1960, του απονεμήθηκε η «Χρυσή Μπάλα» ως του Καλύτερου Ευρωπαίου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς, συγκεντρώνοντας 51 πόντους, πάνω από τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás) με 37, τον Ούβε Ζέελερ (Uwe Seeler) με 33, τον Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stéfano) με 32 και τον Λεβ Γιασίν (Lev Yachine) με 28. Είναι ο μοναδικός εκ γενετής Ισπανός, που έχει κατακτήσει αυτόν τον τίτλο! Άφησε τη Μπάρτσα με 214 αγώνες και 112 γκολ στην ισπανική La Liga στο ενεργητικό του. Σημείωσε το τελευταίο γκολ του στη La Liga εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, στις 26 Μαρτίου του 1961 και έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι στο Καμπ Νόου στις 9 Απριλίου εναντίον της Ρεάλ Σαραγόσα. Το τελευταίο του παιχνίδι με τη Μπάρτσα, ήταν στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στον οποίο ηττήθηκε με 2-3 από την Μπενφίκα.
Το 1961, μεταγράφηκε στην ιταλική Ίντερ, αντί του ποσού των 250 εκατομμυρίων ιταλικών λιρετών (142.000 αγγλικές λίρες), την πιο ακριβή μεταγραφή παγκοσμίως για εκείνη την εποχή, ακολουθώντας τον προπονητή του, Ελένιο Ερέρα. Στις 27 Αυγούστου του 1961, έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι του στην ιταλική Serie A, στη νίκη επί της Αταλάντα με 6-0, σκοράροντας το τελευταίο γκολ για τους «νερατζούρι». Αγωνίστηκε στο Μιλάνο για εννιά χρόνια, σε μια «Μεγάλη Ίντερ» που σάρωσε τα εθνικά και διεθνή τρόπαια, με συμπαίκτες θρύλους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως τον Σάντρο Ματσόλα (Sandro_Mazzola) και τον Τζιατσίντο Φακέτι (Giacinto Facchetti). Μέχρι το 1970, κατέκτησε μαζί της 3 φορές το πρωτάθλημα Ιταλίας, 2 φορές (διαδοχικά) το Κύπελλο Πρωταθλητριών και 2 φορές το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Στις 10 Μαρτίου του 1963, σημείωσε χατ-τρικ σε μια νίκη 6-0 επί της Τζένοα, που ήταν το μόνο χατ-τρικ από Ισπανό στη Serie A μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016. Ήταν η πιο επιτυχημένη περίοδος της καριέρας του και δυο φορές έλαβε υψηλή βαθμολογία στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα. Ήταν 2ος (ασημένια) για 2 χρονιές, το 1961 και το 1964 και 3ος (χάλκινη) το 1965. Με την Ίντερ έπαιξε συνολικά σε 328 ματς όλων των διοργανώσεων και πέτυχε 55 γκολ, εκ των οποίων τα 256 παιχνίδια στη ιταλική Serie A με 42 γκολ. Από το 1970 και για 3 χρόνια, αγωνίστηκε με την Σαμπντόρια, με τη φανέλα της οποίας, μετά από 63 παιχνίδια με 9 γκολ, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, το 1973
Αγωνίστηκε 32 φορές με την Εθνική Ισπανίας, σκοράροντας 14 γκολ. Έκανε το ντεμπούτο του, στις 6 Δεκεμβρίου του 1957 σε ένα νικηφόρο 6-1 εναντίον της Ολλανδίας και συμμετείχε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1962 και του 1966. Όμως, η μεγαλύτερη διάκριση που πέτυχε με την εθνική ομάδα, ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Εθνών του 1964. Με την εθνική αγωνίστηκε ως το 1972.
Ως προπονητής δεν είχε επιτυχίες ανάλογου επιπέδου με τις διακρίσεις του ως ποδοσφαιριστής. Όμως, είχε αξιοπρεπή παρουσία μεταξύ άλλων στους πάγκους της Ίντερ και της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Καλύτερη περίοδος της προπονητικής καριέρας του υπήρξε η τριετία 1988/91 στην Εθνική Ισπανίας. Την οδήγησε στην τελική φάση του Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990, όπου έφτασε έως το δεύτερο γύρο.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο, Wikipedia, sobrero