Η μοίρα δεν ήταν φιλική για τον Γκόγιο Καρίτσο, κατά πολλούς πολύ μεγαλύτερο ταλέντο ακόμη και από αυτόν τον «κολλητό» του, Ντιέγκο Μαραντόνα.

Η μοίρα δεν ήταν φιλική για τον Γκόγιο Καρίτσο, κατά πολλούς πολύ μεγαλύτερο ταλέντο ακόμη και από αυτόν τον «κολλητό» του, Ντιέγκο Μαραντόνα.
Η Βίγια Φιορίτο είναι ένας φτωχικός δήμος του Μπουένος Άιρες, με τίποτα ενδιαφέρον πάνω του, όπως και οι περισσότερες φτωχογειτονιές των Λατινοαμερικανικών μεγαλουπόλεων. Σπίτι για άπειρους ανθρώπους που στοιβαγμένοι ζουν τη ζωή τους εκεί, καθώς ήταν η μόνη τους ευκαιρία να έρθουν από την επαρχία στην πόλη και να ζήσουν φτηνά στην μεγαλούπολη ψάχνοντας ένα καλύτερο αύριο, ή που απλά ποτέ δεν είχαν τα χρήματα για να βρουν κάτι καλύτερο, περιοχές όπως η Βίγια Φιορίτο έχουν να υπερηφανεύονται μόνο για τους ανθρώπους τους. Η συγκεκριμένη γειτονιά δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Στους δρόμους της γεννήθηκε και μεγάλωσε ο μεγαλύτερος Αργεντίνος ποδοσφαιριστής στην ιστορία, το τοτέμ που λατρεύουν άπαντες σαν Θεό και που ο θάνατος του βύθισε σε πένθος όχι απλά ένα έθνος, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Αυτό το κείμενο όμως δεν είναι άλλο ένα κείμενο για τον Ντιέγκο. Είναι μια ιστορία απογοήτευσης και χαμένων ονείρων, ένα Λατινοαμερικανικό δράμα που έχει κομπάρσο τον «Πελούζα» και πρωταγωνιστή τον καλύτερο του παιδικό φίλο. Τον άνθρωπο που φήμες έλεγαν ότι ήταν ακόμα μεγαλύτερο ταλέντο από τον Ντιέγκο αλλά που τελικά παρέμεινε ένας μύθος των χωμάτινων γηπέδων της Βίγια Φιορίτο.
Ο Γκρεγκόριο Καρίτσο, όπως είναι το πλήρες όνομα του Γκόγιο, έρχεται στη ζωή την 21η Οκτωβρίου του 1960, εννέα ημέρες πριν τον Ντιέγκο. Η γνωριμία του με τον Μαραντόνα θα έρθει μόλις 6 χρόνια αργότερα και θα γίνει πραγματικότητα εξαιτίας της κοινής τους αγάπης, της μπάλας. Τα δυο παιδιά, ο μικρός Ντιέγκο και ο Γκόγιο θα γίνουν αμέσως αχώριστοι και μαζί θα αγκαλιάσουν το άθλημα του λαού και θα ανακαλύψουν την κλίση τους στο ποδόσφαιρο. Ο «Ερυθρός Αστέρας», η ομάδα που έφτιαξε ο πατέρας του Ντιέγκο για να παίζει ο γιος του με τους φίλους του στην Βίγια Φιορίτο πολύ σύντομα δεν θα χωράει το ταλέντο τους και θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου ώστε να γίνει το επόμενο βήμα. Οι Αρχεντίνος Τζούνιορς θα χτυπήσουν την πόρτα του Καρίτσο, όμως ο Γκόγιο δεν θέλει να πάει μόνος του. Θα πάρει μαζί του τον κοντοπίθαρο φίλο του, και παρέα με τον Ντιέγκο θα καταφέρει να περάσει τα δοκιμαστικά και να γίνει μέλος του “φυτωρίου” (στα αργεντίνικα “semillero”), όπως λέγονταν οι ακαδημίες των Τζούνιορς εξαιτίας της παράδοσής τους στο να βγάζουν αξιόλογα ποδοσφαιρικά “φυντάνια”.

“Από μικροί λέγαμε ότι το όνειρο μας είναι να παίξουμε στην Πριμέρα, μαζί. Και μαζί να τελειώσουμε την καριέρα μας. Δυστυχώς για εμένα δεν ήταν γραφτό, αλλά πάντα θα είμαι ευγνώμων για όσα ο Θεός χάρισε στον Ντιέγκο” θα δηλώσει ο Καρίτσο το 2015, όταν Αργεντίνοι δημοσιογράφοι αποφάσισαν να αφιερώσουν ένα ντοκιμαντέρ στη ζωή και την πικρή ιστορία του «Μαραντόνα που δεν υπήρξε ποτέ».

Η κοινή τους παρουσία στους Αρχεντίνος Τζούνιορς ήταν θριαμβευτική και για τους δύο και εκτόξευσε τις ποδοσφαιρικές τους μετοχές. Οι Cebollitas, τα “Κρεμμυδάκια” δηλαδή, όπως ονομάστηκε το καμάρι του “φυτωρίου” θα σαρώσουν τα πάντα στο διάβα τους, με ηγέτες τους δύο κολλητούς και κάτω από τις οδηγίες του Φράνσις Κορνέχο. Ο Ντιέγκο ήταν το 10 το καλό και ο Γκόγιο το φονικό 9αρι. Όλη η Αργεντινή μιλούσε με θαυμασμό για την παιδική ομάδα – θαύμα και εκείνη την εποχή έμοιαζε να ήταν γραφτό για τους δύο φίλους να κάνουν δύο εξίσου τεράστιες καριέρες. Να ανέλθουν μαζί στα ουράνια και να πραγματοποιηθεί το κοινό τους όνειρο να κάνουν όνομα στην Πριμέρα. Όμως κάπου εκεί ήταν που σταμάτησαν και τα κοινά τους σημεία και οι ζωές τους πήραν δύο εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.

Με εφόδιο την σαρωτική τους παρουσία στους Cebollitas, η πρώτη ομάδα των Τζούνιορς έδωσε στους δύο παίκτες την ευκαιρία να προπονηθούν μαζί της, και τα δύο αγόρια το εκμεταλλεύτηκαν. Ο Ντιέγκο έκανε πρώτος το μεγάλο βήμα του να ντεμπουτάρει με τους άντρες και πήρε την ακόμα πιο σημαντική απόφαση ζωής να φύγει από το Φιορίτο. Ζήτησε από τον πρόεδρο της ομάδας του ένα διαμέρισμα μέσα στην πόλη του Μπουένος Άιρες, κοντά στο γήπεδο, ώστε να μπορεί να συγκεντρωθεί σε αυτό που είχε σημασία, το ποδόσφαιρο. Για τον Ντιέγκο, αυτό ήταν η αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού μακριά από τις γειτονιές του, μέχρι την Ευρώπη και τα αστέρια της διασημότητας.

Την ίδια ώρα, ο Γκόγιο περίμενε την δικιά του ευκαιρία. Εκείνη άργησε λίγο, όμως μερικούς μήνες μετά, όπως ακριβώς έγινε και με τον Ντιέγκο, ο Καρίτσο είχε στα χέρια του το κλειδί ενός σπιτιού στο κέντρο και την ευκαιρία να κάνει το πρώτο βήμα για μια καινούργια ζωή. Είπε όχι. Αν δεν μπορούσε να πάρει όλη του την οικογένεια μαζί θα προτιμούσε να μείνει στο χαμόσπιτο που έχουν στο Φιορίτο και να συνεχίσει να παλεύει από εκεί για το όνειρο του. Και κάπου εκεί, σαν η μοίρα να θεώρησε ύβρις την απόφαση του Γκόγιο να πει όχι στο δώρο που του δόθηκε, αποφάσισε να του τα στερήσει όλα.

Ένας σοβαρός τραυματισμός στο δεξί γόνατο θα κόψει την φορά του Αργεντινού. Ο Ντιέγκο θα είναι ο πρώτος που θα τον στηρίξει. Θα πληρώσει την αποκατάσταση του και θα προσπαθήσει να τον βάλει ξανά στον δρόμο που άξιζε εκείνο το ταλέντο να βρίσκεται. Ο Γκόγιο όμως δεν θα δεχτεί την βοήθεια, και θα προσπαθήσει να επανέλθει χωρίς την ιατρική βοήθεια στα γήπεδα, κάνοντας φυσικά μια τρύπα στο νερό και καταστρέφοντας το γόνατο του και την οποία ελπίδα είχε για καριερα στο υψηλό επίπεδο.

Την ώρα που ο Ντιέγκο έπαιρνε μεταγραφή στην Μπόκα, ο Γκόγιο έπρεπε να δει τι θα κάνει μετά το ποδόσφαιρο. Την ώρα που ο Ντιέγκο κατακτούσε την Ευρώπη και οδηγούσε την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου, ο Γκόγιο προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα, παίζοντας μπάλα σε ημιεπαγγελματικό επίπεδο και κάνοντας οτιδήποτε άλλο μπορούσε ώστε να βγάλει χρήματα. Αντί για αρχηγός μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας ήταν ο αρχηγός της οικογένειας του, είχε αποκτήσει παιδιά και έπρεπε να βρει τρόπο να τους προσφέρει, όπως θα μπορούσε να προσφέρει οποιοσδήποτε κάτοικος της φτωχογειτονιάς του. Οι δουλειές προσέφεραν λίγα χρήματα και τα έξοδα ήταν πολλά. Οι δυσκολίες της ζωής και η πραγματικότητα μακριά από το ποδόσφαιρο στοίχησε στον Γκόγιο που όπως είπε έδωσε για πολλά χρόνια μάχη με την κατάθλιψη και με τους δαίμονες του που τον έκαναν να σκέφτεται μέχρι και την αυτοκτονία, ως τη μόνη λύση των προβλημάτων του.

Ο Καρίτσο σίγουρα δεν ήταν έτοιμος για την ζωή στο Φιορίτο, την “δύσκολη ζωή” όπως θα την χαρακτηρίσει. Είναι αλήθεια πως όταν έχεις δημιουργήσει στον εαυτό σου κάποιες προσδοκίες, φυσικά μέσα από το ταλέντο και την δουλειά σου, και αυτές οι προσδοκίες εξαφανίζονται μονομιάς, με μια σειρά από άτυχη γεγονότα και λανθασμένες αποφάσεις, είναι εύκολο να σε πάρει από κάτω. Πόσο μάλλον αν η μόνη σου λύση είναι να παλέψεις για επιβίωση σε μια από τις πλέον κακόφημες συνοικίες του Μπουένος Άιρες.

Η ζωή του “άλλου Μαραντόνα” θα μπει σε μια σειρά. Τα 6 του παιδιά θα γίνουν η ομάδα της οποίας την φανέλα θα ιδρώνει κάθε ημέρα και ο ίδιος θα αποφασίσει ότι από όλη του την περιπέτεια θα πρέπει να κρατήσει αυτό που έχει σημασία. Έβαλε ενα πολύ σημαντικό λιθαράκι για την γέννηση του θρύλου του Ντιέγκο και θα είναι για πάντα συνδεδεμένος με τον μύθο του. Μάλιστα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2000, όταν ο Μαραντόνα σχεδόν πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς, ο Γκόγιο θα είναι παρών για τον παιδικό του φίλο. Την ίδια μέρα θα έρθει στον κόσμο ο μικρότερος του γιος, στον οποίο θα δώσει το όνομα του Ντιέγκο και λίγες ημέρες αργότερα, μόλις ο Μαραντόνα ανοίξει τα μάτια του, ο Καρίτσο και ο μικρός Ντιέγκο θα βρίσκονται κάτω από το νοσοκομείο για να του δώσουν την στήριξη τους.
O Γκόγιο και η οικογένεια του, το 2017. Δίπλα του ο 17χρονος τότε Ντιέγκο Αρμάντο

Το 2005, σε ένα οδοιπορικό των Times στο Φιορίτο, ο δημοσιογράφος θα δει το γήπεδο που ο Ντιέγκο και ο Γκόγιο έκαναν τα βήματα τους. Εκεί υψωνόταν μια αυτοσχέδια πινακίδα, η οποία έγραφε “1967-2005: 38 χρόνια ιστορίας”. Την πινακίδα εκείνη την έστησε ο Καρίτσο, ώστε κανείς να μην ξεχάσει το που κλώτσησε για πρώτη φορά μπάλα ο Μαραντόνα και να προστατεύσει με κάθε τρόπο την κληρονομιά του Ντιέγκο στο Φιοριτο. Για εκείνο το γήπεδο άλλωστε, ο Γκόγιο παραλίγο να δώσει και την ζωή του, όταν τα έβαλε με οικογένειες που ήθελαν να χτίσουν τις παράγκες τους στην αλάνα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο νοσοκομείο σχεδόν νεκρός από το ξύλο.

“Κάθε φορά που βλέπω τον Ντιέγκο στην τηλεόραση νιώθω μια ανεπανάληπτη χαρά.” Θα πει σε μία από τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του σε αργεντίνικα μέσα. “Θυμάμαι όλα όσα περάσαμε μαζί. Την φτώχεια, το ότι ζούσαμε σε μια μικρή γειτονιά, αλλά παράλληλα είχαμε όνειρα μεγάλα.“

Όπως έλεγε και η πινακίδα που είδε ο Άγγλος δημοσιογράφος των Times, εκείνο το γήπεδο έκρυβε πολλά χρόνια ιστορίας. Πίσω από την πινακίδα, τον περίμεναν δύο άνθρωποι. Ήταν ο Γκόγιο και δίπλα του ηταν ενα αγόρι, που κλωτσούσε μαζί του μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ήταν ο μικρός Ντιέγκο Αρμάντο, σαν να μην πέρασε καθόλου ο καιρός από εκείνες τις ημέρες του 1967, τις ημέρες που ο Γκόγιο ήταν έτοιμος να κατακτήσει όλον τον κόσμο παρέα με τον φίλο του και πολύ καιρό πριν γινει ο “άλλος Μαραντόνα”.
Κύρια πηγή: www.rabona.gr, wikipedia