Γνωστή και ως «η βιταμίνη του ήλιου», η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή ουσία που παράγει ο οργανισμός μας με την έκθεσή μας στον ήλιο και αποτελεί πηγή λειτουργιών ζωτικής σημασίας.
Για παράδειγμα, βοηθάει τα μεμονωμένα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους επιτελούν ρυθμιστικό ρόλο στην καρδιαγγειακή υγεία και το ανοσοποιητικό σύστημα. Για αυτόν το λόγο, η μειωμένη λήψη αρκετής βιταμίνης D, μέσω της απορρόφησης από τον ήλιο ή της διατροφικής πρόσληψης, μπορεί να οδηγήσει στην ανεπάρκειά της, η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία.
Μία νέα έρευνα, μάλιστα, εντόπισε συσχέτιση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και του αυξημένου κινδύνου θνησιμότητας. Ας δούμε λοιπόν, τι πρέπει να γνωρίζουμε για την «βιταμίνη του ήλιου» και πώς συνδέεται με τον πρόωρο θάνατο.
Τι είναι η ανεπάρκεια βιταμίνης D;
Αν και εξακολουθεί να συζητείται ευρέως και να αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας, η ιατρική κοινότητα ορίζει την ανεπάρκεια βιταμίνης D, ως επίπεδα 25 (OH) D στον ορό του αίματος, κάτω από 30 nmol/L. Οι συγκεντρώσεις βιταμίνης D μεταξύ 30-49 nmol/L, επομένως, θεωρούνται ανεπαρκείς. Οι συγγραφείς της συγκεκριμένης μελέτης σημειώνουν πως, με βάση πρόσφατες εκτιμήσεις, έως και το 50% του πληθυσμού ενδεχομένως να αντιμετωπίζει έλλειψη βιταμίνης D – ανάλογα, πάντως, με τη γεωγραφική θέση και τα δημογραφικά στοιχεία του πληθυσμού.
Διερεύνηση της κατάστασης της βιταμίνης D και του κινδύνου θνησιμότητας
Η ερευνητική ομάδα συνέλεξε 307.601 δείγματα συμμετεχόντων από τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να εξετάσει τις συσχετίσεις μεταξύ βιταμίνης D και κινδύνου θνησιμότητας. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας μεταξύ 37-73 ετών κατά την περίοδο της δειγματοληψίας, με το σύνολο του δείγματος να είναι ευρωπαϊκής καταγωγής και καυκάσιοι. Κατά τη διάρκεια μιας παρακολούθησης 14 ετών, οι επιστήμονες κατέγραψαν επίσης θνησιμότητα από διάφορες αιτίες, με ένα μεγάλο ποσοστό θανάτων να εντοπίζεται λόγω συγκεκριμένων ασθενειών, όπως:
- καρδιαγγειακές παθήσεις
- καρκίνος
- αναπνευστικές ασθένειες
Η πραγματοποίηση της δειγματοληψίας
Χρησιμοποιώντας μη γραμμική ανάλυση, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο κίνδυνος θανάτου μειώθηκε σημαντικά με την αύξηση των επιπέδων βιταμίνης D – αλλά αυτή η συσχέτιση σταθεροποιήθηκε όταν τα επίπεδα ορού έφτασαν τα 50 nmol/L. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι γενετικά προβλεπόμενες συγκεντρώσεις 25(OH)D κάτω από 25 nmol/L είχαν την ισχυρότερη συσχέτιση με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας. «Σε αυτή τη μελέτη, βρήκαμε ωφέλιμα στοιχεία σε όλες τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως», δήλωσε ο Hypponen, ιθύνων της επιστημονικής ομάδας.
«Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, οποιοδήποτε όφελος από την αύξηση των επιπέδων βιταμίνης D περιορίστηκε σε εκείνα τα άτομα που έχουν πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις. Είναι ασφαλές να πούμε ότι αυτή είναι η πιο ολοκληρωμένη μελέτη, που παρέχει στοιχεία για το ρόλο της βιταμίνης D στην πρόληψη της πρόωρης θνησιμότητας», προσέθεσε.
Περιορισμοί στην έρευνα για τη βιταμίνη D
Αν και η μελέτη χρησιμοποίησε μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, όλοι οι συμμετέχοντες ήταν καυκάσια άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής. Έτσι, δεν είναι απόλυτα σίγουρο αν τα αποτελέσματα ισχύουν και για άτομα άλλων φυλετικών ή εθνοτικών ομάδων. Ωστόσο, οι ερευνητές αναφέρουν ότι τα αποτελέσματα της μελέτης θα μπορούσαν, πιθανότατα, να είναι παρόμοια ακόμα και εκτός των λευκών εθνοτικών πληθυσμών.
Πόσο συχνά πρέπει να ελέγχετε τα επίπεδα βιταμίνης D;
Η Dr. Janice Johnston, επικεφαλής ιατρική σύμβουλος και συνιδρυτής της Redirect Health, δήλωσε ότι οι επαγγελματίες υγείας συνιστούν συχνές αιματολογικές εξετάσεις τουλάχιστον μία φορά ανά έτος. «Για τους ενήλικες που έχουν ήδη βρεθεί ανεπαρκείς σε βιταμίνη D, μπορεί να συνιστάται εξέταση αίματος για την παρακολούθηση των επιπέδων στο αίμα, 3 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας».
Πηγές: www.healthline.com, www.healthline.com