Αν ακόμα σας μοιάζει ξένο αυτό το σπουδαίο ελληνικό σινεμά, διαβάστε δυο λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του. Kαι απολαύστε την πρεμιέρα του την Τετάρτη 26 Οκτωβρίου, στο «Σινεμά του Κόσμου».
Ο Γιώργος Λάνθιμος εξηγεί 5 πράγματα για τον «Αστακό» και το σινεμά του:
Η πρώτη ιδέα ήταν το Ξενοδοχείο. «Με τον Ευθύμη Φιλίππου θέλαμε να κάνουμε μία ταινία για τα ζευγάρια, τους μοναχικούς ανθρώπους, την αγάπη και τις ρομαντικές σχέσεις. Φανταστήκαμε ένα κόσμου όπου οι μοναχικοί άνθρωποι θα ήταν ανεπιθύμητοι, παράνομοι – δεν θα ήταν επιτρεπτό να ζουν μαζί με τα ζευγάρια. Και η ιδέα ενός ξενοδοχείου όπου θα πήγαιναν, εξόριστοι, με σκοπό να βρουν κάποιον. Τι θα τους έκαναν όμως αν δεν πετύχαιναν στο να ζευγαρώσουν; Θα τους τιμωρούσαν, και με τι τρόπο; Αστείο; Φρικτό; Χρήσιμο για την κοινωνία και τον πλανήτη;
Κάπως έτσι ήρθε και ιδέα της μεταμόρφωσής τους σε ζώα, αφού σκεφτήκαμε ότι θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από το να τους σκοτώνουν ή να τους βάζουν στη φυλακή. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό περιγράφουμε είναι ένας μελλοντικός κόσμος.
Για να είμαι ειλικρινής θα έλεγα ότι είναι ο δικός μας κόσμος, ιδωμένος μέσα από μια διαφορετική ματιά, μέσα από το πρίσμα της υπερβολής.»
Η ταινία είναι αγγλόφωνη γιατί ήθελα να κάνω κάτι που θα ξεπερνούσε τα σύνορα μας. «Μετά από 2-3 ταινίες στην Ελλάδα ήθελα να κάνω κάτι μεγαλύτερο, και στην Ελλάδα είναι κάπως περιορισμένος ο τρόπος που μπορούν να γίνουν οι ταινίες. Δεν άλλαξα στιλ ή κινηματογραφική προσέγγιση, η ταινία είναι όπως όλες που κάναμε, απλώς αυτή τη φορά πληρώσαμε τον κόσμο!
Στην εποχή μας, μπορείς να ζεις και να δουλεύεις οπουδήποτε. Κι είναι ευκολότερο να κάνεις μια ταινία στα αγγλικά και με μεγαλύτερα μέσα, απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο τωρινό σχέδιο, αλλά θα έκανα ταινία ξανά στην Ελλάδα, αν το ένιωθα σωστό, δεν αποκλείω τίποτα.»
Τι αισθάνεται για την ετικέτα «Greek Weird Cinema»; Κάνει «παράξενο» σινεμά; Ξέρεις, είναι εύκολο. Μαθαίνουμε να χαρακτηρίζουμε τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κι αυτό ακριβώς λίγο πολύ είναι και μία από τις θεματικές που εξερευνά η ταινία. Με ενοχλεί πολύ όταν ακούω «έτσι πρέπει να είναι». Συχνά δεν αναρωτιόμαστε καν γιατί «πρέπει», γιατί «έτσι»; Γιατί κάτι είναι «κανονικό» και κάτι άλλο όχι, γιατί θα πρέπει οι ηθοποιοί να παίζουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο;
Το να αποκαλείς μία ταινία «παράξενη» θα έπρεπε να είναι κομπλιμέντο αλλά, όταν το κάνεις, η λέξη έρχεται φορτισμένη με μία αρνητική χροιά. Θα δεχόμουν αυτόν το χαρακτηρισμό για την ταινία μου, πως είναι «διαφορετική», ως ανόμοια με τις περισσότερες από τις ταινίες που βλέπουμε.
Γι’ αυτό το παίρνω ως κομπλιμέντο, αλλά, ναι, η λέξη «παράξενη», όπως συχνά χρησιμοποιείται, θα έλεγα τι με ενοχλεί.
Eίναι ο «Αστακός» η πιο ρομαντική του ταινία; «Γιώργο, είσαι τόσο κυνικός, βλέπεις τις σχέσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο» και εγώ τους απαντώ: «Μα τι λέτε; Αυτή είναι η πιο ρομαντική ταινία που έχω κάνει».
Οπότε, ναι. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, όμως, προσπαθώ πάντα να κάνω ταινίες που δεν είναι μονοσήμαντες. Μου αρέσουν οι αντιθέσεις στα πάντα και νομίζω ότι το φιλμ αναγνωρίζει και τις δύο πλευρές.
Για μένα είναι μία ειλικρινής ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις κι ασφαλώς έχει μία ρομαντική πλευρά η οποία μάχεται τον κυνισμό. Από αυτή τη σύγκρουση πλάθεται η ταινία.
Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη; «Δε χρησιμοποιούσα τραγούδια, μουσική, στο σινεμά μου. Εδώ, το αισθάνθηκα αναγκαίο. Τα τραγούδια έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο τόνο και παίρνεις μια αίσθηση ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τα λόγια. Ναι, προσθέτει κάτι παραπάνω αν είσαι ένας Ελληνας θεατής, αλλά νομίζω ότι νιώθεις τη συγκίνηση, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τους στίχους. Και ειδικά στην διασκευή της Σοφία Λόρεν στο «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη» βρήκα εξαιρετικά συγκινητικό το ότι τραγουδά με αυτή την βαριά προφορά τα ελληνικά. Κάπως έμοιαζε να αντιστοιχεί σε αυτό που κάναμε εμείς, γυρίζοντας μια ταινία στο εξωτερικό, με όλους αυτούς τους ανθρώπους και τους ηθοποιούς από διαφορετικές χώρες. Δοκίμασα πολλά τραγούδια για το τέλος και πάντα επέστρεφα σε αυτό το τραγούδι, ένοιωθα ότι είχε τον σωστό τόνο την σωστή αίσθηση για να σε βγάλει από την αίθουσα μετά την τελευταία σκηνή…»
Οι 5 πρωταγωνιστές μιλούν για τον Γιώργο Λάνθιμο και τον «Αστακό»:
Ρέιτσελ Bάις: «Οταν είδα τον «Κυνόδοντα», με ισοπέδωσε. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ενα στιλιζαρισμένο, αλλά τόσο ειλικρινες σινεμά – τέτοιας υψηλής ευφυίας, τέτοιας υποκριτικής, χωρίς τεχνικά βοηθήματα. Ενα σινεμά που πηγάζει από τη φαντασία του Γιώργου και του Ευθύμη, μια τεράστια, αγνή φαντασία. Ηθελα να βρεθώ κι εγώ στον κόσμο τους. Αγάπησα πολύ το σενάριο του «Αστακού». Δεν είχα ιδέα αν θα τα καταφέρω, αλλά αφέθηκα στα χέρια του Γιώργου Λάνθιμου. Η ιστορία με υπνώτισε. Ενιωθα μεθυσμένη, από την αγάπη και τη σκληρότητα, από μια ταινία που εκφράζει πολύ αληθινά πράγματα για τον πολιτισμό μας, που είναι ένας βάρβαρος κόσμος γεμάτος αγάπη. Ο καθένας ερμηνεύει την ταινία αλλιώς, κάποιος μου είπε ότι είναι μια σάτιρα για την αποστασιοποίηση στα προάστια. Για μένα το πρώτο που σκέφτομαι είναι ο ναρκισσισμός, η επιθυμία σου να βρεις κάποιον που σου μοιάζει – γιατί η αγάπη είναι, πράγματι, ναρκισσιστική. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια ρομαντική ταινία, με την παλιομοδίτικη έννοια, με κεφαλαίο Ρ στον Ρομαντισμό, για την επιδίωξη της συνύπαρξης και της ευτυχίας, που είναι πάντα δύσκολη…»
Κόλιν Φάρελ: «Είναι μια ταινία μοναδική κι ιδιαίτερη. Είχα δει τον «Κυνόδοντα» στη Φιλαδέλφεια, μου είχε φανεί ισόποσα ανησυχητικός και συγκινητικός. Οχι, δεν κατάλαβα ούτε εκείνη την ταινία, ούτε αυτήν εδώ, αλλά χαίρομαι γιατι είναι η πιο ανοιχτή σε ερμηνείες ταινία που έχω κάνει, είναι ένας ιδιαίτερος κόσμος με τους περιορισμούς ή την ελευθερία των δικών του κανόνων.
Θεωρώ ότι την ιστορία την καθορίζει η αίσθηση βαθιάς μοναξιάς και φόβου. Επειδή ο άνθρωπος φοβάται την μοναξιά μπορεί να γίνει κι ο ίδιος αντικείμενο εκμετάλλεσης…»
Τζον Σι Ράιλι: «Καταλαβαίνω αν μ’ αρέσει ένα σενάριο από το πόσο γρήγορα το διαβάζω. Ήμουν ήδη φαν του Γιώργου, τον «Αστακό» το διάβασα αμέσως, τον βρήκα πολύ υπονομευτικό κι αστείο, αλλά και πολύ ειλικρινή, με μια αίσθηση του παραλόγου που απολαμβάνω στο σινεμά…»
Λεά Σεϊντού: «Το σενάριο ήταν μοναδικό, πρωτότυπο, με μια κινηματογραφική γλώσσα πολύ ιδιαίτερη, ένα αλλιώτικο σύμπαν. Μ’ αρέσει αυτό που λέει για τις ανθρώπινες σχέσεις και τον παραλογισμό του δικού μας σύμπαντος, αλλά ταυτόχρονα είναι ρομαντικό και συγκινητικό. Ο νατουραλισμός του, και στον τρόπο που χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς του, μου φέρνει στο μυαλό τον Μπρεσόν…»
Αγγελική Παπούλια: «Κάθε φορά που διαβάζω μια νέα ταινία του Γιώργο μου κάνει μια καινούρια έκπληξη, αυτή εδώ ήταν πολύ αστεία και βίαια και γλυκιά, μ’ άρεσε πολύ. Σε κάθε του ταινία διαγράφω την υποκριτική, προσπαθώ να είμαι παρούσα και ν’ αντιδρώ μ’ έναν απλό κι άμεσο τρόπο, να μην εκλογικεύω τους ήρωες, ν’ αφήνω τα πράγματα ανοιχτά για να είναι πιο διφορούμενα…»
– Μάθετε πότε προβάλλεται η ταινία.