Η διαρροή του πιθανού ενδιαφέροντος του ΠΑΟΚ για τον Ράφικ Τζιμπούρ, ακόμα κι αν αποτελεί ένα συνηθισμένο παιχνίδι μεταξύ μανατζαρέων, ανεβάζει τη χαμηλή θερμοκρασία στην οποία κινούνται φέτος οι μεταγραφές στα ύψη.

Η σκέψη και μόνο ότι ο Ιβάν Σαββίδης, που σε κάθε ευκαιρία βάλει κατά του Ολυμπιακού, ενδέχεται να πάρει τον πρώτο σκόρερ των πρωταθλητών προκαλεί ποικίλα συναισθήματα τόσο στους φίλους του ΠΑΟΚ όσο και σε εκείνους των ερυθρολεύκων.
Αφήστε το τι σενάρια μπορούν να… πλάσουν τα Μ.Μ.Ε. Τόσα και τέτοια για να στηθούν πάνω τους τηλεοπτικά σήριαλ μιας ολόκληρης σεζόν!
Στην πραγματικότητα οι σχέσεις Μαρινάκη-Τζιμπούρ είναι άριστες. Οι δυο τους έδωσαν τα χέρια στη διάρκεια της εφετινής περιόδου για νέο συμβόλαιο, με προφανή στόχο να εξασφαλιστούν.
Και ο Τζιμπούρ μέχρι τα 32 χρόνια του και ο Ολυμπιακός, αν ο Αλγερινός βρει κάπου καλύτερα στο εξωτερικό και αποχωρήσει.
Γιατί κακά τα ψέματα: Ο Τζιμπούρ μετά από 9 χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα (σε Εθνικό Αστέρα, Ατρόμητο, Πανιώνιο, ΑΕΚ και ΟΣΦΠ) γνωρίζει άριστα ότι σήμερα που είναι στα 29 μπορεί να ελπίζει ότι θα αγωνιστεί σε ένα καλύτερο πρωτάθλημα. Όταν στην ηλικία ενός ποδοσφαιριστή μπουν μπροστά τα πρώτα «άντα» (30) δύσκολα φεύγει από την Ελλάδα.
Και από την άλλη ο Ολυμπιακός, που πήρε μεν δώρο τον Τζιμπούρ από τον Αδαμίδη, αλλά τον έχει ήδη πληρώσει με περίπου 3,5 εκατ. ευρώ, θέλει να βάλει κάποια χρήματα στο ταμείο του για να βρει τον επόμενο φορ της ομάδας. 
Στην κατάσταση που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία και κατ΄ επέκταση το ποδόσφαιρο απαιτείται συναίνεση και συνεργασία. Ο Τζιμπούρ ξέρει ότι ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι ο Βρύζας εξουσιοδοτήθηκε για να του μεταφέρει μια εξαιρετική πρόταση στο Ντουμπάι από τον ΠΑΟΚ, ο αντίκτυπος θα είναι μεγάλος και επικίνδυνος για όλους.
Ποδοσφαιριστές που μπορούν να ενισχύσουν τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ και να κάνουν τη διαφορά υπάρχουν εκατοντάδες ανά τον πλανήτη. Δεν χρειάζεται ούτε ο ΠΑΟΚ να πάρει τον Τζιμπούρ, ούτε ο Ολυμπιακός τον Αθανασιάδη απλά για να κάνουν εντύπωση!
ʼλλωστε αν είναι να μας εκπλήξουν, ας το κάνουν χτίζοντας ομάδες για το γήπεδο και προτρέποντας κάθε ποδοσφαιρικό θεσμό να κάνει σωστά τη δουλειά του στο άθλημα εφαρμόζοντας το 50-50 σε κάθε απόφαση που λαμβάνει.
Όλα τα άλλα είναι λαϊκή κατανάλωση και για την τόνωση της αγοράς, που έτσι κι αλλιώς (με ελάχιστες εξαιρέσεις) είναι υποτονική.