Σε μια κανονική, και όχι υστερική χώρα, η εφετινή εμφάνιση του Ολυμπιακού στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις θα ήταν ένα ωραίο μάθημα – για όποιον καταλαβαίνει και για όποιον θέλει και κάτι να μάθει φυσικά.
Κυρίως γιατί είναι μια ωραία εξήγηση για όσα κατά καιρούς έχουν συμβεί σε ελληνικές ομάδες, αλλά και γιατί μπορεί να αποτελέσει βάση για ένα γόνιμο προβληματισμό για τη συνέχεια.
Η αρχή είναι η Αρσεναλ
Νομίζω ότι το ορόσημο της εφετινής σεζόν του Ολυμπιακού στην Ευρώπη είναι το ματς με την Αρσεναλ: πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες νίκες του Ολυμπιακού στην ευρωπαϊκή του ιστορία και συγχρόνως για ένα αποτέλεσμα που φρέναρε τη σεζόν του. Σε εκείνο το ιστορικό ματς δημιουργήθηκαν δυο λανθασμένες βεβαιότητες. Η πρώτη ότι ο Μάρκο Σίλβα είναι ένα είδος θαυματοποιού. Η δεύτερη ότι ο Ολυμπιακός είναι έτοιμος για την ευρωπαϊκή υπέρβαση – πράγμα τελείως λάθος, αφού υπερβάσεις δεν γίνονται τον Οκτώβριο, αλλά την άνοιξη. Όλα αυτά είναι δυστυχώς απολύτως λογικό να συμβούν σε μια χώρα που η υπερβολή είναι κανόνας.
Αντί να μεγαλώσουν οι απαιτήσεις, μειώθηκαν
Για ένα πρωτόβγαλτο προπονητή, με δεδομένη ποδοσφαιρική νοοτροπία και κάμποσες λόγω καταγωγής αγκυλώσεις, όπως είναι ο Σίλβα η διαχείριση της υπερβολής έγινε δύσκολη υπόθεση: είναι δύσκολο να μείνεις με τα πόδια στη γη, όταν σε αποθεώνει μια χώρα, κι όταν στο εθνικό πρωτάθλημα κερδίζεις συνέχεια και με χαρακτηριστική άνεση συνήθως γιατί είσαι πολύ καλύτερος. Για μένα το συμπέρασμα της νίκης στο Λονδίνο ήταν ένα και μόνο: ότι ο Ολυμπιακός έχει ένα εξαιρετικό ρόστερ, ώστε μπόρεσε να σταθεί απέναντι στην Αρσεναλ ακόμα και χωρίς παίκτες όπως ο Μαζουακού, ο Μιλιβόγεβιτς, ο Ντουρμάζ, ο Τσόρι, ο Φινμπόγκασον, ο Φουστέρ, ο Μανιάτης, ο Ντα Κόστα στο αρχικό του σχήμα. Αυτή η διαπίστωση έπρεπε να μεγαλώσει τις απαιτήσεις: η δουλειά του προπονητή έπρεπε να είναι περισσότερη και σοβαρότερη. Αντιθέτως το καταστροφικό συμπέρασμα που κυριάρχησε είναι ότι υπάρχει ένας τρομερός προπονητής, σοφός, σπάνιος, μάγος κτλ. Γιατί αυτό; Γιατί στα δεδομένα μπράβο των οπαδών και των φιλικών στον Ολυμπιακό μέσων, ήρθαν να προστεθούν και τα μπράβο όσων για τη διοίκηση του Ολυμπιακού διστάζουν να πουν κάτι καλό και για να δείξουν αντικειμενικότητα (!) εκθειάζουν προπονητές, παίκτες κτλ. Ο θόρυβος των μπράβο θόλωσε το μυαλό και το συμπέρασμα.
Δεν καταλαβαίνουμε τη δουλειά
Στην ιστορία υπάρχει μια λεπτομέρεια: στην Ελλάδα υπάρχει μια τεράστια αδυναμία να αξιολογηθεί η δουλειά του προπονητή – καλά καλά δεν ξέρουμε καν ποια είναι η δουλειά του. Στην απλοϊκή προσέγγιση που γίνεται, στο ποδόσφαιρο καλός είναι όποιος κερδίζει – και, για να το πω διαφορετικά, δουλειά του προπονητή είναι να κερδίζει. Στην πραγματικότητα ένας προπονητής σπανίως κερδίζει κι, αν αυτό συμβεί, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η νίκη δεν αποτελεί πάντα απόδειξη της καλής δουλειάς του. Δουλειά ενός προπονητή είναι η αξιοποίηση των παικτών, η εξέλιξη της ομάδας, η φροντίδα ώστε να υπάρχει η πρέπουσα νοοτροπία, η δημιουργία μιας αγωνιστικής ταυτότητας. Ο Σίλβα δουλεύει καλά ως προς το κομμάτι της αγωνιστικής ταυτότητας: ο Ολυμπιακός κάνει πολύ καλά κάποια πολύ συγκεκριμένα πράγματα, όπως η κάλυψη του χώρου, η πίεση ψηλά σε κάποια συγκεκριμένα διαστήματα του ματς, η καλή κατοχή της μπάλας – ο τύπος ξέρει καλά ένα είδος κοντρόλ ποδοσφαίρου, που μάλιστα είναι πολύ κατανοητό από ποδοσφαιριστές, οπαδούς, δημοσιογράφους και παράγοντες γιατί δεν έχει μυστικά. Αλλά στο κομμάτι της εξέλιξης της ομάδας και της αξιοποίησης των παικτών πήρε μικρό βαθμό. Αδειασε την ομάδα για να μην έχει σκοτούρες και εμφανώς πιστεύει ότι η ομάδα δεν χρειάζεται να παίζει επιθετικότερα και με μεγαλύτερη ένταση για να κερδίζει τα ματς.
Η λάθος βεβαιότητα
Η νίκη στο Λονδίνο, αντί να δημιουργήσει την βεβαιότητα του καλού ρόστερ που πρέπει ν αξιοποιηθεί, δημιούργησε τη βεβαιότητα του θαυματοποιού προπονητή: ό,τι ακολουθεί είναι ντόμινο. Ο Σίλβα εκμεταλλεύεται τα γαλόνια για να περιορίσει το rotation – πράγμα άλλωστε που έκανε και στην Σπόρτινγκ. Οι παίκτες που επιλέγει παίζουν σοβαρά (και για χάρη του…), αλλά αν μια ομάδα δεν αυτοφρεσκάρεται είναι δύσκολο να παίζει για καιρό ματς υψηλής έντασης. Ο Ολυμπιακός, με τον καιρό, γίνεται σφικτότερος στη μεσαία γραμμή, κερδίζει παίζοντας καλά τέταρτα, τρέχει μόνο στις αντεπιθέσεις, δηλαδή όταν οι άλλοι το επιτρέπουν. Όχι τυχαία ο μόνος παίκτης που κερδίζει την εμπιστοσύνη του προπονητή είναι ο Ζντιέλαρ: τρεχαλιτζής, πειθαρχημένος, με μέλλον, αλλά καλός στρατιώτης που αμφιβάλω αν θα γίνει ποτέ λοχίας. Όχι τυχαία οι βαθμοφόροι (ο Τσόρι, ο Καμπιάσο, ο Κασάμι, ο Φουστέρ κτλ) πάνε στην άκρη.
Τους φλομώνουν στα γκολ
Ο Ολυμπιακός τον Φεβρουάριο τρέχει λιγότερο από ό,τι τον Οκτώβριο. Πολλοί ρίχνουν την ευθύνη στο ελληνικό πρωτάθλημα, που δεν έχει ρυθμό, στην έλλειψη ανταγωνισμού, ακόμα και στο γεγονός ότι στην Ελλάδα μπορεί να έχει μια καλή αντιμετώπιση από τη διαιτησία: σόρυ αλλά όλα αυτά είναι κουταμάρες. Το πρωτάθλημα από τα Χριστούγεννα το χουν κερδίσει και η Παρί και η Μπάγερν. Η Μπάρτσα και η Γιούβε τρέχουν σερί μπορεί και μεγαλύτερα από αυτά του Ολυμπιακού. Αν ο ανταγωνισμός πολλών για την πρώτη θέση ήταν το μυστικό για την επιτυχία, το Τσάμπιονς λιγκ θα το κέρδιζε η Αρσεναλ: δεν θα συμβεί. Επίσης σφυρίγματα σαν αυτά που κατά καιρούς μπορεί να πάρει στην Ελλάδα ο Ολυμπιακός, στην Ευρώπη παίρνουν ένα σωρό ομάδες: αυτό δεν απαγορεύει στη Γιούβε να διακρίνεται στην Ευρώπη και στη Μπάρτσα και στη Ρεάλ να φλομώνουν στα γκολ τους αντιπάλους τους: ίσα ίσα. Αν το πρόβλημα ήταν τα σφυρίγματα, αυτοί που στην Ελλάδα φωνάζουν γιατί δεν τα παίρνουν θα πρεπε να αποκλείουν τουλάχιστον την κάθε λογής Καμπάλα: δεν συμβαίνει.
Η σωστή αξιολόγηση
Ούτε το πρωτάθλημα φταίει τόσο, ούτε οι διαιτητές, ούτε φυσικά οι παίκτες: φταίει ότι δεν έχουν καταλάβει στην Ελλάδα (κι όχι μόνο στον Ολυμπιακό) ότι μια μεγάλη ομάδα πρέπει να είναι έτσι δομημένη, ώστε να ανταγωνίζεται διαρκώς ένα και μόνο αντίπαλο: τον εαυτό της. Για να κάνεις βήματα μπροστά δεν χρειάζονται «Πάπες προπονητές» και «παικταράδες αεροδρομίου»: χρειάζεται κουλτούρα δουλειάς, διάθεση να παίξεις ποδόσφαιρο έντασης (είτε στην επίθεση είτε στην άμυνα), απαίτηση πρώτα από όλα διοικητική. Ο Σίλβα είναι παραχαϊδεμένος και κέρδισε πολλά μπράβο κάνοντας συνήθως τα προβλεπόμενα.
Και τι κάνουμε;
Τον διώχνεις και γίνεσαι καλύτερος; Λάθος είναι κι αυτό. Θα λεγα ότι αξιολογείς σοβαρά τη δουλειά του, χωρίς να τον θεωρείς θαυματοποιό. Τι σου δίνει; Τη βεβαιότητα των αξιοπρεπών εμφανίσεων: αν θυμηθείς τι έχεις πάθει στο παρελθόν δεν είναι μικρό πράγμα. Τι άλλο σου δίνει; Τη βεβαιότητα ότι θα μεγαλώσει σωστά τον Φορτούνη και τον Ζντιέλαρ, αλλά και την ηρεμία των αποδυτηρίων: όχι τυχαία οι ξεχασμένοι αναπληρωματικοί βάζουν τέσσερα γκολ στον καλό Ατρόμητο. Ποια είναι η εναλλακτική; Να φέρεις κάποιον που να υποσχεθεί επιθετικό ποδόσφαιρο, πολύ δουλειά στις προπονήσεις (με όποια γκρίνια αυτό συνεπάγεται) και ματς με πολύ ρίσκο στην Ευρώπη, αφού όλα δεν γίνονται. Εγώ πάντα προτιμώ το δεύτερο, αλλά το να διαλύσεις ό,τι με κόπο χτίζεις δεν είναι ποτέ απλό, ειδικά αν το καλοκαίρι σε περιμένουν και προκριματικά τα οποία δεν επιτρέπουν πειραματισμούς. Το πράγμα θέλει μελέτη και προβληματισμό: σε αυτή τη χώρα ό,τι πιο δύσκολο.