Μία πόλη μέσα στην πόλη έχει δημιουργηθεί στο Λιμάνι του Πειραιά. Εκεί στην άκρη, ανάμεσα στις πύλες Ε1 και Ε2 βλέπεις σκηνές μέχρι εκεί όπου φθάνει το μάτι. Παντού σκηνές και άνθρωποι να αγωνιούν για το μέλλον τους. Ειλικρινά, οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν με ακρίβεια όλα όσα βλέπουν τα μάτια μας. Ακόμη και η ελληνική γλώσσα φαντάζει φτωχή για να περιγράψουμε όσα διαδραματίζονται στο μεγαλύτερο Λιμάνι της χώρας.
Οι πρόσφυγες που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, ψάχνουν διαρκώς πηγές ελπίδας. Στο Λιμάνι του Πειραιά, η καθημερινή παρουσία ανθρώπων του Ολυμπιακού, οι οποίοι προσφέρουν τρόφιμα και είδη ρουχισμού, αναμφίβολα είναι εξόχως σημαντική. Όχι μόνο στο επίπεδο της κάλυψης των βασικών αναγκών τους. Διότι έτσι βελτιώνεται -έστω και προσωρινά- η ψυχολογία τους. Τα παιδιά χαμογελούν, κρατώντας τις μπάλες που δίνουν οι «ερυθρόλευκοι». Και όσα από αυτά έχουν την τύχη να αλλάξουν δύο πάσες με κάποιον από τους ποδοσφαιριστές των πρωταθλητών, ξεχνούν για λίγο το Γολγοθά τους, απολαμβάνοντας και πάλι τη χαρά του παιχνιδιού, την οποία έχουν τόσο μα τόσο ανάγκη.
Πρώτα ήταν ο Ρομπέρτο και ο Τσόρι Ντομίνγκεζ οι οποίοι βρέθηκαν κοντά στους πρόσφυγες στην περιοχή του Λιμανιού του Πειραιά. Έπειτα, ήταν η σειρά του Ερνάνι και του Σεμπά να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Ολυμπιακού για διανομή τροφίμων και ρούχων. Να μιλήσουν με πρόσφυγες για να ξεχάσουν στιγμιαία το ταξίδι τους στο άγνωστο. Και εκεί, είναι πάντα στο «καθήκον» οι αμέτρητοι εθελοντές, οι οποίοι κάνουν κατάθεση ψυχής για να βάλουν σε τάξη ένα χάος.
Το βλέμμα μας διασταυρώνεται με το βλέμμα των παιδιών που άφησαν το κρεβάτι τους, τα παιχνίδια τους, τους φίλους και το σχολείο τους εκεί πίσω στην πατρίδα τους, για να σωθούν. Τι να τους πεις; Είναι αυτό που τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, στην αγορά, στο Λαύριο. Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά κι όλο φοβάμαι το αύριο». Με αλληλεγγύη, ίσως ξεπεράσουμε τις φοβίες μας και έρθει ένα καλύτερο αύριο.