Όλες αυτές τις μέρες γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά γύρω από την τρελή πορεία της Λοκομοτίβ στην Ευρωλίγκα, ωστόσο έχω την εντύπωση ότι θα χρειαστούμε αρκετό χρόνο για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια όλες τις διαστάσεις του επιτεύγματος της ομάδας του Γιώργου Μπαρτζώκα.
Θέλετε ένα παράδειγμα; Η Παρτίζαν του 2010 και ο Ολυμπιακός του 2012-13 δίδαξαν το εξής:
Αν δεν έχεις επαρκές μπάτζετ για να υπογράψεις 3-4 καταξιωμένους ξένους πρώτης κλάσης, για να μπορέσεις να φτάσεις μέχρι το φάιναλ φορ πρέπει απαραιτήτως να διαθέτεις πανίσχυρη βάση γηγενών παικτών.
Η Λοκομοτίβ Κουμπάν δεν είχε ούτε αυτό! Θα πει κανείς, μα ούτε η Λαμποράλ του Περάσοβιτς διαθέτει πυρήνα ισπανών παικτών και μάλιστα έχει το μισό αγωνιστικό μπάτζετ συγκριτικά με την ρωσική ομάδα. Πράγματι έτσι είναι, όμως στην χώρα των Βάσκων υπάρχει μπασκετική κουλτούρα και υπόβαθρο.
Αυτό το «ο Παναθηναϊκός έχει απείρως πιο βαριά φανέλα σε σχέση με την Λαμποράλ», που τόσες και τόσες φορές έπεσε στο τραπέζι πριν και κατά την διάρκεια των τριών προημιτελικών, δεν είναι απολύτως ακριβές. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η διαφορά στο ειδικό βάρος των δύο ομάδων είναι μεγάλη, αυτό ισχύει επειδή είναι τεράστιος ο Παναθηναϊκός και όχι γιατί είναι μικρή η ομάδα της Βιτόρια.
Για την ακρίβεια, η Σάσκι-Μπασκόνια είναι, πιθανότατα μαζί με την ιταλική Μπενετόν, οι κορυφαίες ομάδες στην σύγχρονη ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ που δεν έχουν κατακτήσει το Πρωταθλητριών ή την Ευρωλίγκα.
Έχει παίξει δύο τελικούς, το 2001 (στην πρώτη Ευρωλίγκα, χωρίς φάιναλ φορ, με την μάχη κόντρα στην Κίντερ για τον τίτλο να κρίνεται στις τρεις νίκες) και το 2005, με την Μακάμπι στη Μόσχα. Με την παρουσία της στο Βερολίνο, θα φτάσει τις πέντε συμμετοχές σε φάιναλ φορ, με τις τέσσερις μάλιστα να είναι συνεχόμενες (2005-2008), επίδοση που είναι η τρίτη καλύτερη απ’ το 1988 μέχρι σήμερα.
Το απόλυτο ρεκόρ των οκτώ διαδοχικών συμμετοχών ανήκει βεβαίως στην ΤΣΣΚΑ (2003-2010), η οποία έχει δική της και την δεύτερη επίδοση (5), χάρη στο σερί που έχει τώρα ανοιχτό (2012-2016).
Στα χώματα του Κρασνοντάρ, αντίθετα απ’ όσα ισχύουν στη Βιτόρια, η πορτοκαλί Θεά μόλις τώρα αρχίζει και φυτεύει τους πρώτους μαγικούς της σπόρους. Η Λοκομοτίβ άλλωστε, βρίσκεται στην πόλη τα τελευταία επτά χρόνια, αφού μέχρι το 2009 είχε ως έδρα το Ροστόφ-ον-Ντον.
Με το που μετακόμισε στο νέο της σπίτι, η ομάδα άρχισε να ξοδεύει λεφτά και το 2012-13, με ένα λαμπερό ρόστερ (Καλάθης, Καλιέτις, Χέντριξ, Ντέρικ Μπράουν, Μάριτς, Γιασάιτις κ.α.) κατέκτησε το Eurocup, κερδίζοντας έτσι την παρθενική της συμμετοχή την επόμενη σεζόν (2013-’14) στην Ευρωλίγκα.
Δύο χρόνια αργότερα, μόλις στο δεύτερο ταξίδι της στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση – το οποίο παρεμπιπτόντως ξεκίνησε, όχι βάσει αγωνιστικών κριτηρίων, αλλά μέσω wild card! – η Λοκομοτίβ εξασφάλισε με το σπαθί της την πρώτη της συμμετοχή σε φάιναλ φορ και δικαιούται να κάνει όνειρα για την κατάκτηση του τίτλου. Είπαμε, αυτό που πέτυχε ο Έλληνας προπονητής, απ’ όπου κι αν το πιάσουμε, δεν είχε γίνει ποτέ.
Όλες αυτές τις μέρες έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για το επαναστατικό μπάσκετ του Μπαρτζώκα. Γρήγορος ρυθμός, υψηλή ένταση και αδιάκοπη κίνηση των (σούπερ αθλητικών) παικτών, τριάδα ψηλών που στην άμυνα μαρκάρει σαν τον Γκιστ και τον Βέσελι και στην επίθεση απειλεί από το τρίποντο, χειριστές-δημιουργοί που μπορούν να εκτελέσουν μετά από ντρίπλα, αλλά και να πάνε μέχρι το καλάθι, είναι μερικά απ’ τα στοιχεία που έχουν επισημανθεί.
Όσο μοντέρνο και όμορφο στο μάτι κι αν είναι το μπάσκετ του 51χρονου τεχνικού, επιτρέψτε μου να πω ότι δεν αρκεί να φτιάξεις ένα σύνολο με νεοτερισμούς και καινοτομίες, όσον αφορά την στελέχωσή του και την τακτική προσέγγιση του παιχνιδιού, για να έχεις μια πραγματική ομάδα.
Πίστη στις αρχές και στο πλάνο του προπονητή, ομαδικότητα, εργατικότητα, αποφασιστικότητα, αυτοθυσία. Αυτά δεν τα απέκτησε η «Λόκο» γιατί ο Μπαρτζώκας είναι μάστορας στα τεχνικά και στα τακτικά του μπάσκετ, ούτε επειδή ξέρει να διαλέγει ξένους-λαβράκια (ο Σίνγκλετον κερδίζει φέτος μόλις 450 χιλ. ευρώ, τον Λοτζέσκι τον είχε πάρει στον Ολυμπιακό με λιγότερα από 300), αλλά κυρίως γιατί έχει τον τρόπο να κάνει τους παίκτες του να παίζουν γι’ αυτόν.
Η περίπτωση του Ντιλέινι είναι χαρακτηριστική. Στον πέμπτο προημιτελικό, ο Αμερικανός σούπερ σταρ της ομάδας (και ένας απ’ τους μεγαλύτερους της Ευρωλίγκας) ήταν ο πρώτος που έφτασε τα τρία φάουλ.
Σκεφτείτε το λίγο. Σε ένα παιχνίδι χωρίς αύριο, που με την ένταση και τις διαρκείς σωματικές επαφές κάποιες στιγμές θύμιζε κάτι από ρωμαϊκή αρένα, ο πρώτος που βγήκε μπροστά και «πληγώθηκε» ήταν ο στρατηγός του παρκέ. Ο ίδιος που φρόντισε να βρει χώρο δράσης και ρυθμό ο «καυτός» στο φινάλε Σίνγκλετον. Αυτός που είχε κάνει το ίδιο στο προηγούμενο παιχνίδι, με πρωταγωνιστή τότε τον Ράντολφ.
Τα φώτα στο φινάλε της (ήδη all time classic) νοκ άουτ σειράς με τους Καταλανούς ήταν λογικό να στραφούν πάνω στους δύο συμπατριώτες του ψηλούς, που έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους, στο “μπρέικ” στον τέταρτο προημιτελικό στη Βαρκελώνη (Ράντολφ) και στο λυτρωτικό πέμπτο και τελευταίο παιχνίδι στη Ρωσία (Σίνγκλετον).
Ο Ντιλέινι λειτούργησε συνειδητά ως βασική υποστηρικτική δύναμη των, ασταμάτητων την κρίσιμη ώρα, συμπαικτών του, όμως μην φανταστεί κανείς ότι τους άφησε να βγάλουν μόνοι τους τα κάστανα απ’ την φωτιά. Όταν δεν έσπρωχνε στην άμυνα τον Τόμιτς ακριβώς κάτω απ’ το καλάθι (λόγω των αλλαγών στο πικ εντ ρολ, που είχε επιλέξει ο Μπαρτζώκας), ο 27χρονος απ’ το φημισμένο Βιρτζίνια Τεκ πετύχαινε καθοριστικά καλάθια και σερβίριζε πολύτιμες ασίστ, ελέγχοντας απόλυτα τον ρυθμό με την ακρίβεια που θα το έκαναν κορυφαίοι pass first πλέι μέικερ, όπως ο Παπαλουκάς και ο Διαμαντίδης.
Όταν το βαρύ σου πυροβολικό επιδεικνύει τέτοια ηγετικά χαρίσματα και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν με κλειστά τα μάτια, μπορείς πράγματι να παρακολουθήσεις τα δύο τελευταία παιχνίδια με την Μπαρτσελόνα καθισμένος στον πάγκο. Όχι υπεροπτικά, επιδεικνύοντας άνεση και αίσθηση υπεροχής. Ταπεινά και ανθρώπινα. Στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα σεβασμού και εμπιστοσύνης στους παίκτες σου.
Κακά τα ψέματα, αυτή την ικανότητά του να εμπνέει, ο Γιώργος Μπαρτζώκας την επανέκτησε όταν πλέον έμεινε αρκετό καιρό μακριά απ’ τον Πειραιά. Το εγχώριο περιβάλλον, μην γελιόμαστε, είναι κατά βάση τοξικό και ο συναισθηματικός (και Ολυμπιακός απ’ τα γεννοφάσκια του) Μαρουσιώτης είχε βρεθεί σε μια δίνη απ’ την οποία δεν μπορούσε να βγει.
Υπό μία έννοια, η αποδοχή της παραίτησής του από τους αδελφούς Αγγελόπουλου, έπειτα από την απροσδόκητη ήττα στο άδειο ΟΑΚΑ και τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν έξω απ’ το ΣΕΦ, ήταν μια λυτρωτική εξέλιξη γι’ αυτόν.
«Δεν πάει να πάρει ο Μπαρτζώκας δυο-τρεις Ευρωλίγκες ακόμα, με την Λοκομοτίβ και την Μπαρτσελόνα ή την Εφές; Και τι να τον κάνω εγώ αν δεν μπορεί να αντέξει την τρέλα και την πίεση του Ολυμπιακός εναντίον Παναθηναϊκού;», γελάει από μέσα του πονηρά, την ώρα που διαβάζει αυτές τις γραμμές, ο μέσος οπαδός.
Το ωραίο της υπόθεσης, αγαπητέ φίλε, είναι ότι και ο Μπαρτζώκας πιθανότατα κάπως έτσι σκέφτεται πλέον. «Και τι να την κάνω την αγάπη και το πάθος μου για τον Ολυμπιακό; Τα πλήρωσα ακριβά όλα αυτά. Στο εξωτερικό η νοοτροπία είναι διαφορετική, υπάρχει αναγνώριση και σεβασμός. Μακριά λοιπόν». Και δεν νομίζω ότι θα βγει ζημιωμένος απ’ αυτή του την στάση.
Εμείς οι υπόλοιποι, που μεγαλώσαμε στον ελληνικό μικρόκοσμο του μπάσκετ και του αθλητισμού γενικότερα, οι οποίοι δεν θα πάμε, όχι στο Κρασνοντάρ κι από εκεί στη Βαρκελώνη ή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ούτε μέχρι τον καθρέφτη για να παραδεχτούμε την αρρώστια και τα χάλια μας, είναι βέβαιο ότι θα είμαστε καλύτερα χωρίς αυτόν;