Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει στο προσωπικό του blog στο Novasports.gr για τον προημιτελικό της Λιλ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ισπανία, στο πλαίσιο του Ευρωμπάσκετ που εξελίσσεται.

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει στο προσωπικό του blog στο Novasports.gr για τον προημιτελικό της Λιλ ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ισπανία, στο πλαίσιο του Ευρωμπάσκετ που εξελίσσεται.

Η Εθνική μπάσκετ (ξανα)παίζει με την Ισπανία και η ευχή όλων μας είναι επιτέλους να την κερδίσει σε ένα αγώνα που μετράει και να μπει στα μετάλλια: έξι χρόνια χωρίς μετάλλιο στο Eurobasket μοιάζουν με αιώνα. Δεν είμαι στο Λιλ για να σας δώσω ένα σίγουρο προγνωστικό για το τι θα κάνει η Εθνική: αν ήμουν θα έβαζα στοίχημα το σπίτι μου στη βεβαιότητα της νίκης ή της ήττας της. Γιατί  τα ματς με τους Ισπανούς, σε κάθε περίπτωση, τα χάνουμε ή τα κερδίζουμε πριν αρχίσουν. Το κακό είναι ότι συνήθως συμβαίνει το πρώτο.  

Το 2009 στο Κατοβίτσε, όταν η Εθνική μας είχε πάρει το τελευταίο της μετάλλιο, ήμουν με μια μπασκετοπαρέα μετά το τέλος του ημιτελικού με την Ισπανία και αποθεώναμε την πληρότητα εκείνης της ομάδας του Σκαριόλο. Η Εθνική μας είχε γνωρίσει μια (ακόμα) συντριβή από τους Ισπανούς – είχε χάσει με καμιά 20αριά πόντους. Θυμάμαι ότι ο Καζλάουσκας καταλαβαίνοντας τις συζητήσεις μας είχε πλησιάσει και μας είχε πει με αφοπλιστική ειλικρίνεια off the record ότι ο ίδιος προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβε τι παθαίνουν οι Ελληνες κόντρα στους Ισπανούς! «Για μένα» είχε πει ο τότε ομοσπονδιακός «δεν είναι ζήτημα παικτών. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι Ισπανοί έχουν καλύτερο παίκτη από το Σπανούλη και σίγουρα δεν πιστεύω πως ο Ρούμπιο πχ είναι καλύτερος από τον Καλάθη». Τον άφησα στην στεναχώρια του και δεν θέλησα να του πω πως συνήθως αυτά τα ματς η δική μας ομάδα τα χάνει πριν αρχίσουν. 

Γιατί υποφέρουμε τους Ισπανούς; Πρώτα από όλα γιατί έχουν πάντα καλούς παίκτες κι οφείλουμε να το αναγνωρίζουμε όσο κι αν δεν γουστάρουμε τους διάφορους Ρούντι, Γιούλ, Ναβάρο κτλ. Νομίζω ότι στον αθλητισμό μερικά πράγματα είναι απλά. Αν εσύ τρέχεις πολύ πιο πολύ από μένα, είσαι γρηγορότερος και πιο «εκρηκτικός», εγώ θα σκάσω στο τρέξιμο και θα χάσω το φως μου: συνήθως οι Ισπανοί είναι εκρηκτικότεροι, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να μας κερδίζουν. Δεν είναι πιο σκληροί, δεν είναι πιο μυαλωμένοι, δεν είναι πιο μαχητές, αλλά σχεδόν πάντα είναι αυτοί που πανηγυρίζουν. 

Γιατί; Συνήθως στις νίκες τους υπάρχει πάντα ως εξήγηση μια μικρή λεπτομέρεια: έξι – επτά παίκτες τους (και σχεδόν πάντα όλοι οι αποκαλούμενοι βασικοί…) σκοράρουν κάτι της παραπάνω από τον έλληνα προσωπικό του αντίπαλο. Σπανίως μας κερδίζουν γιατί κάποιος βρίσκεται σε μια καταπληκτική βραδιά μετατρέποντας το ματς σε one man show: ακόμα κι ο μεγάλος Ναβάρο μας έσπαγε το ηθικό με κάποια μεγάλα σουτ, αλλά δεν τον θυμάμαι κόντρα στην ελληνική άμυνα να κάνει ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα. Συνήθως οι νίκες τους οφείλονται σε μια γενική εικόνα επιθετικής υπεροχής – στην άθροιση πολλών επιμέρους μικροδιαφορών χτίζουν τις νίκες τους.  
   
Με δεδομένο αυτό, έχω χρόνια τώρα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τους Ισπανούς δεν χάνουμε γιατί είναι καλύτεροι ως μονάδες, αλλά γιατί έχουν νοοτροπία πολύ διαφορετική από τη δική μας. Για μας είναι σημαντική η στρατηγική, ο έλεγχος του ρυθμού, η άμυνα ως κατάθεση ψυχής, η ύπαρξη ενός στρατηγού που θα αναλάβει να ενορχηστρώσει την επίθεση και που ιστορικά έχει ένα βαρύ όνομα, λέγεται Γκάλης, Διαμαντίδης, Παπαλουκάς, Σπανούλης κτλ.

Οι Ισπανοί δεν έχουν τόσα πολλά πράγματα στο μυαλό τους, παρά μόνο μια απλή ιδέα: παίξε καλύτερα από τον προσωπικό σου αντίπαλο, δηλαδή βάλτου πιο πολλούς πόντους από αυτούς που θα σου βάλει. Για να φτάσουν σε αυτό καμιά φορά προβοκάρουν, κυνηγάνε σφυρίγματα των διαιτητών, γκρινιάζουν και παίζουν με τα νεύρα των αντιπάλων τους. Όμως κι αυτές οι διαβολιές τους γίνονται στοχευμένα με σκοπό να σκοράρουν πιο πολύ, να έχουν υπέρ τους στο τέλος την απλή αριθμητική του μπάσκετ.    

Οι Ισπανοί ετοιμάζονται ν αντιμετωπίσουν την αήττητη ομάδα του Κατσικάρη αυτή τη φορά με προβλήματα. Κουβαλάνε δυο βαριές ήττες (από τους Σέρβους και τους Ιταλούς), έχουν κάποιους τραυματίες (δηλαδή στο όχι 100% των δυνατοτήτων τους), έχουν και απουσίες: ο Μαρκ Γκαζόλ είναι η μεγαλύτερη. Αλλά βάζουν 80 πόντους μέσο όρο και κάθε φορά που τους βλέπεις καταλαβαίνεις πως ο στόχος τους παραμένει πάντα, όχι το πώς θα περιορίσουν το αντίπαλο, αλλά πως θα παίξουν επιθετικά όσο πιο καλά μπορούν. Αυτό στην Ισπανία, σε όλα τα σπορ είναι ο βασικός κανόνας: η νίκη έχει αξία όταν είναι αποτέλεσμα επίθεσης, παραγωγής παιγνιδιού, ποιότητας και όχι καταστροφής. Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν πως η Μπάρτσελόνα πχ παρουσίασε πριν μερικά χρόνια μια ομάδα χάντμπολ που έπαιξε το θεαματικότερο χαντμπολ στη Γηραιά Ηπειρο και βγήκε πρωταθλήτρια Ευρώπης πέντε φορές! Υπάρχει θεαματικό χάντμπολ; Προφανώς και ναι. Και σίγουρα, αν υπάρχει, το παίζουν οι Ισπανοί. 

Ο τρόπος που προσεγγίζουν τα ματς απλά ψαρώνει την Εθνική μας, που συχνά χάνει πριν τα ματς αρχίσουν. Η δική μας ομάδα για να έχει ελπίδες διάκρισης στα μεγάλα τουρνουά πρέπει να είναι πάντα προσγειωμένη, καλοδιαβασμένη, ταπεινή, έτοιμη να παλέψει: απέναντι στους Ισπανούς όλα αυτά δεν έχουν και πολύ νόημα. Για να τους κερδίσεις πρέπει να είσαι γρηγορότερος, εκρηκτικότερος, πιο πονηρός – ίσως και περισσότερο αλαζόνας, ώστε να μην τους φοβάσαι. 

Ολο αυτό είναι εύκολο. Αλλά μόνο στα λόγια…